Εκραγισμός
Σε παρακολουθούσα ολόκληρο καλοκαίρι, να τριγυρίζεις στον ήλιο, να φουσκώνεις από τη ζέστη, εσύ ανησυχούσες με το πιο μικρό σύννεφο, τα τιραντάκια από το φόρεμά σου αρχίζανε να αφήνουν ένα απαλό σημάδι, πλάγιαζες, γύριζες πλευρό και αφηνόσουνα στα χάδια, δεν θέλω σεντόνι έλεγες, μόνο ένα ελαφρύ αεράκι να με δροσίζει τα βράδια, και λίγο να τσιτώνει η σάρκα σου με την πρωινή δροσιά, αυτή η σάρκα που έπαιρνε να σκουραίνει μέρα με τη μέρα, θελκτική, εκμαυλιστική, να ντύνει τη μία υπόσχεση μετά την άλλη, και ναι, δεν πέρναγε μέρα χωρίς ακόμα μια υπόσχεση, ή και νύχτα, γιατί τις νύχτες ψιθύριζες λέξεις που πλέκονταν με μικρούς θορύβους και δεν μπορούσα να τις ξεδιαλύνω όλες, δεν μπορούσα να τις καταλάβω όλες (όχι ακόμα, μου έλεγες, αυτό μπορούσα να το καταλάβω), γιατί τις νύχτες οι υποσχέσεις σου ήταν αρώματα, ήταν ανάσες, ήταν τεντώματα και νωθρές κινήσεις, και ήταν η γεύση της υπόσχεσης, ή η υπόσχεση μιας γεύσης, αυτή που έφτανε να με κρατήσει ξάγρυπνο, να αναζητώ τη λέξη, τις λέξεις, να χαρακτηρίσω το επικείμενο, να το περιγράψω, να το προδιαγράψω, να το αναγνωρίσω, έτσι ώστε, τώρα που έχει φτάσει η ώρα —πράγματι, έχει φτάσει η μέρα, η ώρα, φθινοπώριασε, δεν άντεχα άλλο την προσμονή—, να σε πάρω στα χέρια μου, να σε αποκόψω, και έτσι, ώριμη, γεμάτη, ποθητή, παραδομένη πια και δίχως δεσμούς, να παραμερίσω τους βοστρύχους, να κατεβάσω τα τιραντάκια από το φόρεμά σου, να πιέσω λίγο, χωρίς να ακουστεί καν ο ήχος της σάρκας, και να αφήσω επιτέλους τους χυμούς σου ελεύθερους, να τρέξουν στο χέρι μου, να κυλήσουν, να με βάψουν, και να μετουσιωθούν σε πνεύμα υγρό, να σε κρατήσουν μαζί μου για την επόμενη φορά που θα έρθω να σε αναζητήσω, να σε γευτώ.
(Τρύγος 2015).