Η δεύτερη ευκαιρία

P
Μαρία Τσάκος

Η δεύτερη ευκαιρία

Χθες το βράδυ, και ενώ καθόμουν ωραία και καλά στο πίσω κάθισμα ενός ταξί και κοιτούσα τη δουλίτσα μου (δηλαδή, το σμαρτφόουν), ο οδηγός, εντελώς απρόκλητος, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. «Τι θα ψηφίσουμε;» μου λέει. Έτσι· ούτε προειδοποιητικές βολές, ούτε τίποτα, κατευθείαν στο ψαχνό. Του έριξα μια ματιά —έχω αρχίσει να γίνομαι εξπέρ φυσιογνωμίστρια σε ό,τι αφορά την πρόθεση ψήφου του ανθρώπου που έχω απέναντι— και κατάλαβα χωρίς την παραμικρή αμφιβολία πως, τον Ιανουάριο, ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ είμαστε, είπα μέσα μου. Του απάντησα λοιπόν ότι θα ψηφίσω αυτό που χρειάζεται να ψηφίσω για να μη σχηματίσει ξανά κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Τον είδα ότι ξεροκατάπιε και πράγματι σε λίγο ήρθε και η ομολογία. «Κι εγώ τους ψήφισα την προηγούμενη φορά», μου είπε, «και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω». Τον ρώτησα τι λέει ο κόσμος που μπαίνει στο ταξί και μου είπε ότι πολλοί τού λένε πως «θα δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στον Τσίπρα».

Για να κάνει τι; αναρωτήθηκα και του το είπα. Τι μπορεί να αλλάξει; Τι θα κάνει διαφορετικά; Θα αλλάξει μυαλά, χαρακτήρα, προσόντα, προσωπικό, ποια από όλες αυτές τις αλλαγές θα μεσολαβήσει ώστε να τα πάει καλύτερα αυτή τη δεύτερη φορά; Ρώτησα με την ειλικρινή πρόθεση να καταλάβω πού βλέπει ο υπόλοιπος κόσμος το περιθώριο για την όποια βελτίωση. Φυσικά δεν πήρα ξεκάθαρη απάντηση, παρά μόνο μια αόριστη αναφορά στην ελπίδα ότι θα κάνει τελικά κάτι για το θέμα που έκαιγε εκείνον προσωπικά: «Νά, εγώ ας πούμε τον ψήφισα για το αφορολόγητο των 12.000 που έταξε προεκλογικά». Του θύμισα ότι και δεν το έκανε και, επιπλέον, συμφώνησε ένα Μνημόνιο το οποίο έχει βαριά φορολογικά μέτρα που ήταν επιβεβλημένα εξαιτίας των 90 δισεκατομμυρίων που κόστισαν στην οικονομία οι επαναστατικές ασκήσεις του ίδιου και του Βαρουφάκη. Δεν φάνηκε να πτοήθηκε. Για την ακρίβεια: δεν φάνηκε να κατάλαβε και πολλά, ή να με πίστεψε, και είναι λογικό: τα ποσά αυτής της τάξης δεν λένε τίποτα στη μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.

Τέτοια μεγέθη και θεωρίες μακροοικονομίας και ανησυχίες γενικώς και αφηρημένως για την οικονομία της χώρας είναι σε θέση να τα αντιληφθούν άντε 100.000 Έλληνες (και πολλούς σάς βάζω). Για τον ταξιτζή μου, για τον συγχωριανό, για τον περαστικό στο δρόμο, εκείνο που αλλάζει τη ζωή του είναι ένας διορισμός, η σύνταξη —και μάλιστα όσο νωρίτερα γίνεται για να ξενοιάσει—, ένα επίδομα παραπάνω και, από την άλλη, ο λογαριασμός του σουπερμάρκετ, οι κρατήσεις του, τα διόδια, τέτοια πράγματα, μικρά — αλλά πολύ σημαντικά για τον ίδιο. Και αυτό είναι εκείνο στο οποίο ποντάρησαν όλες οι κυβερνήσεις μας από τη Μεταπολίτευση έως τώρα — πάντοτε, βέβαια, με δανεικά. Με το που άρθρωνε κάποιος πολιτικός ενστάσεις για την κατάσταση και τη βιωσιμότητα της οικονομίας μακροπρόθεσμα, ο χρόνος για τον αφανισμό του άρχιζε να μετράει αντίστροφα. Η τελευταία φορά που οι Έλληνες ψήφισαν για ένα υψηλό ιδεώδες, για την εδραίωση της δημοκρατίας, φέρ’ ειπείν, ή για την ευρωπαϊκή προοπτική, πρέπει να ήταν το 1977 — όπως μας θύμισε σε μια συγκινητική ανάρτησή του, στο Facebook, ο Χρήστος Χωμενίδης, εχθές.

Αυτήν ακριβώς την πατέντα χρησιμοποίησε και ο Αλέξης Τσίπρας. Τίποτα πρωτόγνωρο, τίποτα καινούριο: έταξε φύκια για μεταξωτές κορδέλες όπως ακριβώς και όλοι οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί πριν από εκείνον. Έχοντας, άλλωστε, κάνει υπερεντατικά μαθήματα από μικρός στο κόμμα, έμαθε καλύτερα από τους περισσότερους πολιτευτές και τους μακιαβελισμούς που σε φτάνουν στην αρχηγία, και πώς να δελεάζει ψηφοφόρους. Τον βοήθησαν, αναμφίβολα, και η τύχη και οι συνθήκες, αλλά υπήρξε και καλός μαθητής ο Αλέξης Τσίπρας, αυτό να του το αναγνωρίσουμε: δεν έχει τίποτα, μα τίποτα, να ζηλέψει πλέον από τους προκατόχους του, ενώ, για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι εκείνος είπε και μεγαλύτερα και περισσότερα ψέματα — κατάφερε, δε, να συνεχίσει να τα λέει και να γίνεται πιστευτός ακόμα και αφού αυτά αποκαλύφθηκαν.

Και νά που αυτό μας γυρίζει πίσω στην περιβόητη «δεύτερη ευκαιρία» που ετοιμάζονται να του δώσουν ορισμένοι («ορισμένοι»… τραγικά πολλοί, για την ακρίβεια) από εκείνους που τον ψήφισαν τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα λόγια του ταξιτζή της ιστορίας μας. Όπως όταν οι απατημένοι σύζυγοι συγχωρούν το πρώτο ολίσθημα προκειμένου να μη χρειαστεί να παραδεχτούν ότι ο γάμος τους έχει προβλήματα ή ότι παντρεύτηκαν τον λάθος άνθρωπο, έτσι και τώρα, μια κοινωνία που έχει γαλουχηθεί να έχει σχέση, όχι πολιτική, αλλά προσωπική —σχεδόν ερωτική— με τους κυβερνώντες της, θα πρέπει, καθώς φαίνεται, πρώτα να περάσει από όλες τις φάσεις του πένθους, ξεκινώντας από την άρνηση.

Μακάρι να μπορούσα να κλείσω γράφοντας ότι, χάρη στην ευγλωττία, τα ατράνταχτα στοιχεία που παρουσίασα και, κυρίως, χάρη στην πεισματική άρνησή μου να κατεβώ από το αυτοκίνητο εάν δεν μου ορκιζότανε ο ταξιτζής ότι θα ψηφίσει Νέα Δημοκρατία (ή, έστω, Ποτάμι, όπως πρότεινα για να τα βρούμε στη μέση), ο ορθός λόγος επιβλήθηκε του θυμικού. Φευ, το μόνο που μπορώ να ισχυριστώ είναι ότι, πες-πες, τον έβαλα σε σκέψεις…

Ποιος ξέρει; Μπορεί αύριο πάνω από την κάλπη να αποφασίσει τελικά να δώσει τη δεύτερη ευκαιρία σε μένα. Σε μας. Στην Ελλάδα της Ευρώπης.