Θρησκευτική πατριδογνωσία
Γράφω το σημείωμα αυτό, προσπαθώντας ακόμα να διαχειριστώ την έκπληξή μου από τη γενικευμένη πρόσφατη συζήτηση για το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία. Όχι γιατί το θέμα είναι καινούριο· στα Θρησκευτικά και στην Ιστορία γίνονται πάντα οι μάχες χαρακωμάτων για το περιεχόμενο της παιδείας μας, λες και η σμίλευση της εθνικής ταυτότητας των παιδιών μας είναι μοναδική raison d'être των σχολείων μας. Αλλά γιατί είδα στη συζήτηση αυτή να αντιπαρατίθεται στη δικαιωματική προαιρετικότητα ενός μαθήματος που έχει να κάνει με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, όχι η αναμενόμενη ελληνοχριστιανική ρητορική, αλλά η πιθανότητα κατάχρησης του δικαιώματος αυτού από τη μια —κάτι που προφανώς δημιουργεί «αθέμιτο» πλεονέκτημα στον ευγενή ανταγωνισμό των οικογενειών για μαθητικές επιδόσεις— και η επιταγή της υποχρεωτικότητας και της ομοιομορφίας της κρατικής εκπαίδευσης από την άλλη. Όλα τα αντανακλαστικά υποχρεωτικής συλλογικότητας απέναντι σε ένα δικαίωμα ατομικότητας, για ένα μάθημα που θα μπορούσε να είναι κατ’ επιλογήν ανάμεσα σε άλλα. Άρα το θέμα εδώ δεν είναι ουσιαστικά η θρησκευτική ελευθερία — αυτό ευτυχώς έχει λυθεί. Το θέμα είναι ο ρόλος του κράτους στην υποχρεωτική διαμόρφωση των νέων πολιτών του, και συνεπώς οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις τις οποίες αποφασίζουμε για την κατεύθυνση της διαμόρφωσης αυτής.
Έτσι, στη συζήτηση αυτή είδα να αναδύεται και να εδραιώνεται ένα νέο, πιο σοφιστικέ και μοντέρνο είναι η αλήθεια, σκεπτικό υπεράσπισης της αναγκαιότητας και της υποχρεωτικότητας των Θρησκευτικών. Ότι δεν χρειαζόμαστε ένα «ομολογιακό» μάθημα πίστης, δεν είμαστε δα και κανένα Ιράν, ούτε όμως και καμιά πολυπολιτισμική θρησκειολογική σούπα. Τα παιδιά πρέπει υποτίθεται να μαθαίνουν για τον Χριστιανισμό ως ένα από τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε ο ελληνικός αλλά και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, και ως ιστορικό συστατικό της σύγχρονης κοινής μας ταυτότητας. Και συνεπώς πρέπει να το μαθαίνουν υποχρεωτικά, όπως τα μαθηματικά ή τη γλώσσα, αφού δεν θα έχει να κάνει με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αλλά αντιθέτως με γνώσεις απαραίτητες για να κατανοούν την κοινωνία στην οποία ζουν, την ιστορική της εξέλιξη και την παράδοσή της. Ακούγεται λογικό, μοντέρνο, ρεαλιστικό, ακόμα και μεταρρυθμιστικό, και δεν είναι από συντηρητικούς ή αντιδραστικούς ανθρώπους που το άκουσα· κάθε άλλο.
Αν και πιστεύω ότι όλες αυτές οι γνώσεις θα μπορούσαν μια χαρά να διδαχθούν, μαζί με εξίσου σημαντικές άλλες, σε ένα μάθημα Ιστορίας του Πολιτισμού ή Ιστορίας των Ιδεών, ας το δεχτώ ως υπόθεση εργασίας. Πόση εκπαιδευτική προσπάθεια θα χρειαζόταν για την ανάγκη αυτή; Σκέφτομαι ότι ένας μαθητής, τελειώνοντας το λύκειο, θα έχει σε αυτά τα χρόνια διδαχτεί συνολικά περισσότερες ώρες Θρησκευτικών (ακόμη και αν είχαμε αυτά τα μοντέρνα πολιτισμικά Θρησκευτικά) απ’ ό,τι αθροιστικά Σύγχρονη Φιλοσοφία, Ιστορία της Τέχνης, Ιστορία των Ιδεών και Ιστορία του Πολιτισμού. Αθροιστικά, και για όλα αυτά μαζί, και περιορίζομαι σε αυτά μόνο τα γνωστικά αντικείμενα, ακριβώς επειδή υποτίθεται ότι το ζητούμενο είναι «πνευματικό» και «πολιτισμικό» και όχι επιστημονικό ή χρηστικό, ώστε να συγκρίνω με τις ώρες που αφιερώνονται σε άλλα μαθήματα. Ακόμη κι αν το μάθημα ήταν «σύγχρονο και ουσιαστικό» όπως το φαντάζονται όσοι υποστηρίζουν την εξέλιξή του, ο μαθητής αυτός θα είχε επί δώδεκα χρόνια διδαχτεί όλες τις λεπτομέρειες της χριστιανικής παράδοσης, ή του ρόλου όλων των θρησκειών στον πολιτισμό μας, αλλά δεν θα ήξερε παρά ελάχιστα και επιπόλαια για την υπέροχη περιπέτεια της δυτικής σκέψης. Θα είχε μάθει εγκυκλοπαιδικά για την Αναγέννηση, την Επιστημονική Επανάσταση ή τον Διαφωτισμό ως ιστορικά επεισόδια, αλλά τίποτα για τις ίδιες τις ιδέες τους που μας καθορίζουν σήμερα.
Η συζήτηση λοιπόν αυτή δεν είναι θέμα περιεχομένου ή αντικειμένου, ούτε καν θέμα προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας — αυτό έχει λίγο-πολύ λυθεί. Συζητάμε και διαφωνούμε για το αν τα Θρησκευτικά θα είναι υποχρεωτικά ή όχι και για το τι περιεχόμενο θα πρέπει να έχουν, ενώ θα έπρεπε αντιθέτως να συζητάμε για το τι αποφασίζουμε συνειδητά να μη μάθουν τα παιδιά μας, για να βρίσκουμε τον χρόνο να τους διδάσκουμε θρησκευτική πατριδογνωσία κάθε εβδομάδα επί δώδεκα χρόνια. Ζυγισμένο και μετρημένο σε ώρες διδασκαλίας, αυτό το μάθημα πατριδογνωσίας ζυγίζει για εμάς περισσότερο από όλο τον δυτικό πολιτισμό μαζί. Όσο ακριβώς ζυγίζουν και οι αντίστοιχες ιεραρχήσεις μας. Το συνδικάτο των αποφοίτων των «καθηγητικών» σχολών Θεολογίας, με τους εκατοντάδες αποφοίτους κάθε χρονιά, μπορεί να μην ανησυχεί. Τα επαγγελματικά τους δικαιώματα είναι εξασφαλισμένα.
[ Εικονογράφηση: Albert Anker, To κατηχητικό (1872) ].