Το ξημέρωμα της Κυριακής

L
Άγγελος Ιωαννίδης

Το ξημέρωμα της Κυριακής

Στη Θεσσαλονίκη, είτε πάρεις το δρόμο από την Καμάρα προς την παραλία, είτε αυτόν από τον Λευκό Πύργο προς την Εγνατία, το πιο πιθανό είναι να περάσεις από την Πλατεία Ναυαρίνου. Τη Ναυαρίνου την ξέρεις — αλλά, αν δεν την ξέρεις, θα τη μάθεις τώρα.

Είναι η πιο πολύχρωμη συνοικία στην καρδιά της πόλης: αν έχει μείνει κάτι από την πολυχρωμία και την ανεκτικότητα που ακούμε πως κάποτε διέθετε η Θεσσαλονίκη, φιλοξενείται εδώ. Τατουατζίδικα, παγωτατζίδικα, παιδιά που παίζουν μπάλα, ωραίες νέες μητέρες με το παιδί στο καροτσάκι, σκύλοι με τον απαραίτητο χίπστερ στην άλλη άκρη του λουριού, φοιτητές στα πέριξ της πλατείας καφέ να αθλούνται στο τάβλι, έφηβοι με σκέιτ, πανκιά, μεταλλάδες, πρεζάκια, μπάτσους και —ίσως το πιο χαρακτηριστικό— οι παρίες της. Μια ιδιαίτερη τάξη συμπολιτών, που δεν γίνεται να μη τους προσέξεις ακόμα κι αν δεν θες, και που δεν θα σε προσέξουν ακόμα και αν θες. Η Ναυαρίνου έχει γίνει στέκι τους για χρόνια αμνημόνευτα (πολύ πριν αρχίσω να θυμάμαι εγώ) και παραμένει κατιτί φιλόξενο γι’ αυτούς, ένα από τα λιγοστά τους καταφύγια, αφού άλλος τούς δίνει κάτι να φάνε, άλλος τσιγάρο, άλλος μπίρα και, όπως μου έλεγε ένας κάποιο βράδυ: «Όποτε έχουμε ανάγκη, πάμε στον παπά επάνω, στον Άγιο Γεώργιο…» —η γνωστή Ροτόντα— «…και πάντα μάς δίνει από ένα εικοσάρικο».

Παρότι άκακοι —ποτέ δεν θα σε πειράξουν—, δεν είναι σπάνια τα περιστατικά των μεταξύ τους μικροδιαπληκτισμών, για πράγματα ίσως μικρά και σε μια πρώτη ματιά ανούσια: άλλος είναι άθεος και άλλος αγνωστικιστής, ας πούμε. Καθώς τους βλέπεις να τσακώνονται μέσα στο μικρόκοσμό τους, σε πιάνει το παράπονο που δεν έχεις καταφέρει να εξελιχθείς σε μια κοινωνία που θα αγκαλιάσει καθολικά τους αποκλίνοντες, αυτούς που για μια στιγμή εξόκειλαν και τελικά στιγματίζονται επ’ αόριστον. Γιατί το κράτος-τιμωρός δεν παύει να τους αντιμετωπίζει σαν εγκληματίες, γιατί δεν τους βλέπει σαν πραγματικούς αρρώστους, σαν άτομα που χρειάζονται βοήθεια, αρωγή, ενδιαφέρον.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μεγαλύτερο επίτευγμα μιας κοινωνίας από το να καταφέρει να προσφέρει σε κάθε πολίτη ξεχωριστά τη δυνατότητα να βγει από το τέλμα, να κυνηγήσει τους στόχους του, να πραγματώσει τα όνειρά του.

Πολλοί δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για καταφύγια αστέγων και τα σχετικά. Δεκτό. Από την άλλη όμως, κανείς δεν γεννήθηκε με γραμμένο στο κούτελό του ότι μια μέρα θα καταλήξει άστεγος και ανέστιος, πάνω σ’ ένα ρημαγμένο παγκάκι, βρέξει-χιονίσει. Γι’ αυτούς που πρόδωσε η ζωή, πρέπει να ξημερώσει Κυριακή, πρέπει να τελειώσει η νύχτα.