1821

P
Στέφανος Καβαλλιεράκης

1821

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 —ας συμφωνήσουμε έστω και συμβατικά ότι η γενέθλια πράξη της έλαβε χώρα στις 25 Μαρτίου ξεπερνώντας τους τοπικούς διαγκωνισμούς που διεκδικούν την πατρότητά της σε διαφορετικά χρονικά σημεία— είναι ένα γεγονός που δεν έχει καταλάβει την αρμόζουσα θέση του στην ευρωπαϊκή ιστορία. Είναι η πρώτη επιτυχημένη Επανάσταση του 19ου αιώνα, η πρώτη Επανάσταση που πλήττει την περίφημη συμφωνία της Βιέννης του 1815, η πρώτη Επανάσταση που πλήττει την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο μαλακό υπογάστριό της, η Επανάσταση που ξεκινά τη διάσπαση της «ορθόδοξης κοινότητας των Βαλκανίων» εισάγοντας εθνικά στοιχεία και, τέλος, η Επανάσταση που θα ξεκινήσει την επαναχάραξη των ευρωπαϊκών συνόρων, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί έναν αιώνα αργότερα, στην πιο τοπική κλίμακα με τους Βαλκανικούς Πολέμους και στην Ευρωπαϊκή με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σηματοδοτεί δε ένα από τα γεγονότα έναρξης του «σύντομου» ελληνικού 19ου αιώνα, τόσο πλούσιου όμως σε γεγονότα που θα καταλήξει με το τέλος των Αυτοκρατοριών και την ίδρυση των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών.

Η μετάβαση από την προεπαναστατική στη μετεπαναστατική περίοδο κληροδοτούσε στο νέο κράτος τη διαχείριση κερδών και ζημιών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε ένας καθεστώς πολυεθνικό, με χαλαρές και αυθαίρετες συχνά τοπικές δομές που επέβαλλε την υποταγή όλων των υπηκόων ανεξάρτητα απο θρησκεία, γλώσσα ή εθνική καταγωγή. Η βαυαρική διοίκηση, αντίθετα, ανέλαβε τη συγκρότηση ενός κράτους με ισχυρή κεντρική διοίκηση, κάτι που βασιζόταν και στη λαϊκή υποστήριξη που στην αρχή απολάμβανε λόγω του χάους που είχε δημιουργηθεί μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια. Μια σειρά νόμων ανάμεσα στο 1833-36 επιδίωκε να υλοποιήσει τον βασικό στόχο του Θρόνου: τη συγκρότηση μιας ισχυρής κεντρικής διοίκησης. Απουσίαζε όμως το στοιχείο της ομογενοποίησης ενός κράτους τόσο σε δομικά θέματα προσανατολισμού ιστορικής τοποθέτησης, όσο και στις μελλοντικές του επιδιώξεις.

Η απάντηση σ’ αυτόν τον υπαρξιακό προβληματισμό του νέου κράτους έμελλε να έρθει από τα έξω. Η Ευρώπη και η Ελλάδα είχαν πάντα μια σχέση ιστορικής αμοιβαιότητας: οι Ευρωπαίοι έβρισκαν στην Ελλάδα τη μήτρα του δυτικού πολιτισμού και το νέο έθνος-κράτος αναζητούσε σε αυτούς τη μελλοντική του πυξίδα. Η «νέα» Ελλάδα κατά συνέπεια δεν ανήκε μεν στα έθνη που έπρεπε να ανακαλύψουν την ιστορική τους αποτύπωση, αλλά θα υιοθετούσε αυτήν που η Ευρώπη είχε ήδη χτίσει για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Αυτή η ιδεολογική όσμωση ανάμεσα σε Ευρώπη και Ελλάδα οδήγησε την πρώτη στο να διακατέχεται πάντα από ένα αίσθημα θαυμασμού για τη δεύτερη, η οποία συμβόλιζε τη μετενσάρκωση της κλασικής Ελλάδας, αλλά και στην πεποίθηση ύπαρξης ενός αέναου χρέους από την ευρωπαϊκή πλευρά προς την ελληνική. Το απόσπασμα από την ομιλία του Κοραή στην «Εταιρεία Παρατηρητών του ανθρώπου», την κοιτίδα της γαλλικής σχολής Ανθρωπολογίας, είναι χαρακτηριστικό:

Οι έλληνες, υπερήφανοι για την καταγωγή τους, μακριά από το να κλείσουν τα μάτια τους στα φώτα της Ευρώπης, δεν είδαν τους Ευρωπαίους παρά σαν ωφειλέτες που θα πρέπει να τους ξεπληρώσουν με πολύ μεγάλο τόκο το κεφάλαιο που έλαβαν από τους προγόνους τους.

Η σύνδεση των προς ικανοποίηση ελπίδων και πόθων των Ελλήνων προς τους Ευρωπαίους, που συχνά δεν έβρισκαν ανταπόκριση, σε συνδυασμό με την αυταρχική βαυαρική διοίκηση δημιούργησε ένα αίσθημα «ξενηλασίας» σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Από το 1830-70 η Ευρώπη ζει τη γέννηση των εθνικισμών της, και η Ελλάδα περνά και αυτή τη φάση της εθνικής της αφύπνισης. Η ταύτιση του ελληνικού κράτους με τον «Αναγεννημένο Φοίνικα» σηματοδοτούσε την πρόθεση σε πολιτικό επίπεδο της ευθείας σύνδεσης σύγχρονης και κλασικής Ελλάδας. Ο «μύθος» της κλασικής Ελλάδας από την οποία πηγάζει η Ευρώπη της Αναγέννησης ανανεώνεται εντασσόμενος στα μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής. Στα πρώτα χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους αυτή θα είναι και η κυρίαρχη ιδεολογική γραμμή: Αρχαιότητα και Εθνική Αναγέννηση.

Το ιστορικό σχήμα που στηρίζει την ιδεολογική υποδομή του νέου κράτους φαντάζει ισχυρό, αλλά έχει μεγάλη χρονική απόσταση ανάμεσά του. Το γέμισμα του χρονικού κενού με ιστορικές περιόδους όπως η Μακεδονική, η «Λατινοκρατία», η Βυζαντινή περίοδος και η οθωμανική κυριαρχία λαμβάνει χώρα με αργούς ρυθμούς και όχι μέσα σε συναινετικό κλίμα πάντα. Ο Ιωάννης Κωλέττης, αρχηγός του Γαλλικού Κόμματος και μελλοντικός πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός, όντας ένα ιδιότυπο πολιτικό αμάλγαμα που ωρίμασε πολιτικά με ευρωπαϊκές επιρροές, αλλά με τις καταβολές αυτές να βρίσκονται στο παιχνίδι συνωμοσιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είναι αυτός που θα αποτυπώσει στο πολιτικό επίπεδο την κυρίαρχη ιδεολογική αντίληψη του ελληνικού κράτους για έναν σχεδόν αιών — την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Η σύζευξη τελικά των διαφορετικών φάσεων του Ελληνισμού θα επιτευχθεί με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Παπαρρηγόπουλου, το σημείο αναφοράς της ελληνικής ιστοριογραφίας για πάνω από έναν αιώνα.

Ένα νέο τρίπτυχο δημιουργείται —Κλασική Ελλάδα-Βυζάντιο-Σύγχρονη Ελλάδα—, και τα τρία μέρη του οποίου απολαμβάνουν την ίδια αίγλη, και γίνεται το σύμβολο της ενότητας του Ελληνισμού και ο βασικός άξονας της νεοελληνικής συνείδησης. Αυτό το θεωρητικό «μεγάλωμα» του Ελληνισμού με την ένταξη μεγάλων ιστορικών περιόδων στο ιστορικό του γίγνεσθαι ήταν μια μορφή εξέγερσης απέναντι στην «εθνική εικόνα» που επέβαλλε η Ευρώπη. Παράλληλα, αυτό το «μεγάλωμα» σηματοδοτούσε την επιστροφή στη μήτρα των εθνικισμών, στον Μεσαίωνα, που στην περίπτωση της Ελλάδας ενσαρκωνόταν από την Βυζαντινή περίοδο. Στη νέα εθνική κοινότητα λοιπόν εγκολπώνονται κατά σειρά νέες ιστορικές περίοδοι, αλλά και θρησκείες όπως η Ορθοδοξία, που οδηγούν σε μια νέα ιδεολογική σύζευξη στο εσωτερικό του Ελληνισμού — αυτήν που θα εκφραστεί με τον όρο «ελληνοχριστιανικός».[1]

Η σύζευξη αυτή, που από τη μια μεριά εμπεριέχει την κληρονομιά της κλασικής Ελλάδας, εκφραζόμενη από τους εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού, ενώ από την άλλη την κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με κύριο εκφραστή της την Εκκλησία μέσα στο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της Ρομαντικής περιόδου, θα σηματοδοτήσει την πολιτική, γεωγραφική και ιστορική ενότητα του Ελληνισμού.

Η ιδεολογική ζύμωση όμως που διαμορφώνει το ευρύτερο νεοελληνικό πλαίσιο και στο οποίο εντάσσεται η δημιουργία και η λειτουργία ενός κράτους-έθνους δεν θα ήταν πλήρης χωρίς την εξέταση του ρόλου των Μεγάλων Δυνάμεων στη συγκρότησή του. Ο ρόλος τους σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο ήταν καίριος για την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης του 1821. Η ξένη παρέμβαση εκδηλώνεται σε τρείς κυρίως τομείς:

  • Του φιλελληνισμού, με τη συγκρότηση κομιτάτων και επιτροπών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που θα βοηθήσουν ποικιλοτρόπως τον ελληνικό σκοπό.
  • Της στρατιωτικής επέμβασης, με πιο εμβληματική αυτή της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου.
  • Και της πολιτικής παρέμβασης, που κορυφώνεται με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 7 Μαΐου του 1832, όπου η συγκρότηση του ελληνικού κράτους τίθεται υπό την εγγύηση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων.

Το φιλελληνικό κίνημα, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ελληνική υπόθεση, ήλπιζε σε μια αναγέννηση της κλασικής Ελλάδας. Οι φιλέλληνες, που ξεκίνησαν να έρχονται στην Ελλάδα περιμένοντας να βρουν τους απογόνους του Λεωνίδα και του Σωκράτη, θα απογοητευτούν γρήγορα, συναντώντας μια χώρα και ένα λαό βαθιά σημαδεμένους από την οθωμανική κυριαρχία. Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός θα μεταπέσει από τους Δυτικούς επισκέπτες στην κατώτερη κατηγορία, αυτή των ανατολικών πολιτισμών. Η Ελλάδα θα ενταχθεί στον κόσμο των Βαλκανίων, έναν κόσμο γεμάτο άγνοια και προκατάληψη. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά και ο Δ. Τζιόβας:

Η ελληνική συνείδηση είναι για τους Δυτικούς μελετητές εξ ορισμού διασπασμένη ανάμεσα στον Ευρωπαίο κληρονόμο του αρχαιοελληνικού και τον απείθαρχο Ρωμιό των εξ Ανατολών, ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και τη βαρβαρότητα, τον αποικιοκράτη και τον αποικιοκρατούμενο, χωρίς καμιά προοπτική συνδιαλλαγής ή διαλεκτικής σύνθεσης [2].

Το ελληνικό κράτος μπήκε αμέσως υπό την κηδεμονία-προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες προσπάθησαν να διατηρήσουν τις ισορροπίες επιρροής τους στο εσωτερικό του. Η διατήρηση της ειρήνης, όπως είχε επιβληθεί από το συνέδριο της Βιέννης το 1815, δεν επέτρεπε οξύνσεις για περιφερειακά ζητήματα όπως το Ελληνικό. Αυτό το διπλωματικό παιγνίδι διήρκεσε περίπου 30 χρόνια (1827-56) και κατέληξε με την κατίσχυση του αγγλικού παράγοντα, παρά την περιστασιακή νίκη της γαλλικής διπλωματίας για δέκα περίπου χρόνια, κατά τη δεκαετία 1840-50.

Η βαυαρική διοίκηση που ήρθε στην Ελλάδα και έμελλε να ταυτιστεί με τη γέννηση και τα πρώτα βήματα του νέου κράτους ήταν ακριβώς προϊόν αυτής της συναίνεσης κορυφής των Μεγάλων Δυνάμεων που θα έπρεπε να οδηγήσει ένα λαό γαλουχημένο στην Ανατολή στη Δυτική θεσμική και ιδεολογική ολοκλήρωση.

 

Σημειώσεις

[1] Η πατρότητα του όρου αποδίδεται στον Σ. Ζαμπέλιο και στο έργο του Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί μεσαιωνικού Ελληνισμού, Κέρκυρα, 1852.

[2] Δ. Τζιόβας, «Η δυτική φαντασίωση του Ελληνικού», στο Έθνος-Κράτος-Εθνικισμός, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1994, σ. 344.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

J. Petropulos, Πολιτική και Συγκρότηση κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο (1833-1843), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 21997.

N. Sigalas, «Hellénistes, hellénisme et idéologie nationale. De la formation du concept d’“hellénisme” en grec moderne», στο Ch. Avlami (éd.), L’Antiquité grecque au XIXe siècle. Un exemplum contesté?, Harmattan, Paris, 2000.

A. Coray, Mémoire sur l’Etat actuel de la civilisation dans la Grèce (Lu à la société des observateurs de l’homme), 1803.

Κ.Θ. Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα, 1994.

Κ.Θ. Δημαράς, «Της Μεγάλης ταύτης Ιδέας» (Σχεδίασμα Φιλολογικό), στο Γ.Β. Δερτιλής - Κ. Κωστής (εισ.-επιμ.), Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος-20ός αιώνας), Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1991.

Β. Κρεμμυδάς, Η Μεγάλη Ιδέα. Μεταμορφώσεις ενός εθνικού ιδεολογήματος, Τυπωθήτω, Αθήνα, 2001.

S. Basch, Le Mirage grec. La Grèce moderne devant l’opinion française (1846-1946), Hatier, Paris, 1995.

M. Mazower, Τα Βαλκάνια, Πατάκης, Αθήνα, 2000.

Π. Κιτρομιλίδης, «Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια», στο Θ. Βερέμης, Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στην Νεότερη Ελλάδα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 32003, σ. 76.

Χ. Κουλούρη, «Η διδασκαλία της Ιστορίας και Εθνική αγωγή», στο Η διδασκαλία της Ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση, Πρακτικά Συνεδρίου, Γρηγόρης, Αθήνα, 1988.

A. Λιάκος, «Προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος. Η δόμηση του εθνικού χρόνου», στο Επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Κ.Θ. Δημαρά, ΚΝΕ-ΕΙΕ, Αθήνα, 1994.

Α. Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, ΕΜΝΕ-ΜΝΗΜΩΝ, Αθήνα, 21998.