2016: 9 βιβλία

C
Amagi

2016: 9 βιβλία

Xωρίς να είναι ένα αμιγώς βιβλιοφιλικό σάιτ, ο Αμάγκι δίνει πολύ χώρο στο βιβλίο — για την ακρίβεια, τον περισσότερο από ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο τομέα. Καλύψαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε και αυτή τη χρονιά, που ήταν ιδιαιτέρως πλούσια, κυρίως αναφορικά με τη μεταφρασμένη πεζογραφία, το δοκίμιο και τα ιστορικά έργα. Και όλα αυτά ενώ η οικονομία χωλαίνει όσο ποτέ στη σύγχρονη ιστορία μας. Ο εκδοτικός κόσμος προσπαθεί, παρά τις αντιξοότητες, να παραμείνει στη ζωή. Δεν μπορούμε να προδικάσουμε τι θα συμβεί αύριο —το μέλλον είναι άδηλο, ακόμη και το άμεσο, ακόμη και το ίδιο το αύριο—, δεν μπορούμε όμως παρά να παραδεχτούμε ότι ποτέ πριν η Ελλάδα δεν υπήρξε τόσο κοντά στα σύγχρονα ρεύματα της δυτικής λογοτεχνίας. Μπορεί η βιβλιογραφία μας να έχει πολλά κενά από το παρελθόν, κενά που θα παραμείνουν για πάρα πολλά χρόνια ακόμη, αλλά η προσπάθεια που γίνεται για να παραμένει επαρκώς ενημερωμένη σήμερα είναι, αν μη τι άλλο, θαυμαστή — και εν πολλοίς άκρως επιτυχημένη. Κάποια στιγμή η αγορά μας δεν θα μπορεί να σηκώσει πάνω από τρεις με τέσσερις μεγάλους οίκους και πολλούς μικρούς (αλλά όχι μεσαίους) που θα κάνουν συγκεκριμένες, στοχευμένες προτάσεις σε ειδικά «κοινά» —όπως βέβαια θα συμβεί και με τα βιβλιοπωλεία—, αλλά αυτή η στιγμή δεν έφτασε ακόμη. Χαιρόμαστε με το γεγονός, και το παρακολουθούμε. Κυρίως δε: διαβάζουμε. Διαβάζουμε, και γράφουμε για το βιβλίο. Ο Αμάγκι θα εξακολουθεί να στηρίζει την αγορά, προτείνοντας αποκλειστικά και μόνο βιβλία που είναι καλό να αγοραστούν. Από τη νέα χρονιά, θα είμαστε ακόμη πιο δυνατοί, με ακόμη περισσότερες και πιο τακτικές προτάσεις, παρουσιάσεις, κριτικές και συνεντεύξεις. Ευχαριστούμε όλους τους αναγνώστες μας, και βέβαια τους εκδότες με τους οποίους διατηρούμε καλή και διαρκή επικοινωνία. Καλή Χρονιά! Κυριάκος Αθανασιάδης.

* Παρακάτω θα διαβάσετε τις πιο προσωπικές προτάσεις των συνεργατών του Αμάγκι: τα βιβλία που μίλησαν στους ίδιους περισσότερο, και όχι αναγκαστικά τα «καλύτερα» της χρονιάς. Δεν υπήρξε κάποια προσυνεννόηση μεταξύ μας, εξ ου και ένα βιβλίο προτείνεται από δύο φίλους. Καλές αναγνώσεις, λοιπόν.

 

Βιβή Γεωργαντοπούλου: Άλις Μονρό, «Η αγάπη μιας καλής γυναίκας» (μετάφραση Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Μεταίχμιο). Έντεκα ευρηματικά και άρτια τεχνικώς διηγήματα της Άλις Μονρό, αντλημένα από κοινή θεματική πηγή —που μερικά, μαζί και το ομότιτλο, τα λες λόγω έκτασης μικρές νουβέλες— αποτελούν τη συλλογή «Η αγάπη μιας καλής γυναίκας» που κυκλοφόρησε τον Μάιο. Την απόλαυσα όσο δεν το περίμενα. Γιατί δεν το περίμενα; Διότι συνέδεσα τη Μονρό με τα Νόμπελ που δεν μου εμπνέουν πια εμπιστοσύνη, κι όταν το 2013 την βράβευσαν είπα, «Καλά, αργότερα». Είχα ήδη στα αδιάβαστα —αυτή τη φοβερή ντάνα που δεν κατεβαίνει ποτέ, η άτιμη— τη δική της «Πάρα πολλή ευτυχία», πρόσθεσα και τη νέα συλλογή και τις ξέχασα. Όμως λίγους μήνες μετά, τις ώρες που έπρεπε να περάσω στο νοσοκομείο για ακτινογραφίες και εξετάσεις για το σπασμένο μου πόδι, διάλεξα τη Μονρό σχεδόν από ένστικτο, αντί μυθιστορήματος, για συντροφιά· αυτοτελείς ιστορίες με κεντρικές ηρωίδες γυναίκες σε διάφορες και διαφορετικές εκδοχές (ηλικία, κατάσταση και τάξη), για τις οποίες, αν περιμένει κάποιος φεμινιστική κατήχηση εφ’ όλης της ύλης, θα περιμένει άδικα. Η ήρεμη, διεισδυτική και φινετσάτη Μονρό με γοήτευσε γιατί διαθέτει ντόμπρα και όχι υστερική μεταφεμινιστική οπτική και γιατί η πλατιά ανθρωποκεντρική της προσέγγιση υπερκαλύπτει σοφά την πιο στενή, την αμιγώς γυναικεία: η βαναυσότητα του κόσμου μας (και) απέναντι στις γυναίκες είναι μία μόνο πτυχή της γενικότερης βλακώδους και αναίτιας ανισότητάς του.

 

Δέσποινα Δημητριάδου: Julian Barnes, «Ο αχός της εποχής» (μετάφραση Θωμάς Σκάσσης, Εκδόσεις Μεταίχμιο). «Όταν ο κόσμος γύρω σου γίνεται ανεξέλεγκτος, εσύ πρέπει να εξασφαλίσεις τον έλεγχο σε όποιον τομέα μπορείς, όσο ασήμαντος κι αν είναι αυτός». To 2016 με γοήτευσε η μυθιστορηματική βιογραφία «Ο αχός της εποχής» του Julian Barnes, γιατί διηγείται με έναν συμπυκνωμένο αλλά μεγαλειώδη τρόπο τις αντίξοες συνθήκες μέσα στις οποίες άνθησε μεγαλόπρεπα το ταλέντο του σπουδαίου Ρώσου συνθέτη Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Αυτό το κράμα ιστορικής μελέτης, μουσικής παιδείας, πολιτικής αφύπνισης, φιλοσοφίας, κοινωνικής δομής και στάσης ζωής αποκαλύπτει με τον ιδανικότερο τρόπο τόσο τη συγγραφική δυναμική του Barnes όσο και τη δημιουργική αρτιότητα του συνθέτη. Μοιάζει ο Σοστακόβιτς σαν να διαθέτει το ιδανικό προφίλ μιας αφορμής από την οποία πιάνεται ο συγγραφέας για να ξεδιπλώσει ένα σημαντικό εύρος δικών του στοχασμών που εναλλάσσονται με έξυπνους αστεϊσμούς που άλλοτε υπονοούν μια περιπαιχτική διάθεση και άλλοτε αφήνουν πίσω τους μια γεύση ειρωνείας. (Το τρίτο, και πιο φιλοσοφικό, μέρος, με άγγιξε περισσότερο). Βεβήλωσα σχεδόν κάθε σελίδα του βιβλίου χωρίς συστολή, με υπογραμμίσεις, σημειώσεις και τσακίσεις και, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, τολμώ να πω ότι ο αχός της τριπλής συνήχησης θα παραμείνει σε βάθος χρόνου μέσα στο μυαλό και στην καρδιά μου.

 

Βασίλης Καλανδαρίδης: Άντονυ Ντορ, «Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε» (μετάφραση Νίνα Μπούρη, Εκδόσεις Πατάκη). Το βιβλίο του Ντορ είναι σίγουρα το βιβλίο που με συγκίνησε περισσότερο από ό,τι άλλο διάβασα τη χρονιά που τελειώνει σε λίγες μέρες. Αυτό μάλιστα ήταν κάτι που το αποφάσισα τελειώνοντας το βιβλίο, αρχές καλοκαιριού. Ήμουν σίγουρος ότι αποκλείεται τους επόμενους μήνες να διαβάσω κάτι που θα με ταρακουνούσε περισσότερο, όπως και έγινε τελικά. Δεν είναι αστυνομικό, δεν έχει κωμικά στοιχεία, δεν είναι θρίλερ, δεν είναι κάτι από αυτά που διαβάζω και μου τραβούν το ενδιαφέρον συνήθως. Είναι όμως μια συγκλονιστική ιστορία την εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ένα βιβλίο που το διάβασα σχεδόν μονορούφι γιατί πολύ απλά δεν γίνεται να το αφήσεις από τα χέρια σου. Μια ιστορία δύο παιδιών, ενός κοριτσιού στη Γαλλία και ενός αγοριού στη Γερμανία. Η τυφλή Μαρί Λορ και ο φοβισμένος Βέρνερ, σχεδόν συνομήλικοι, μεγαλώνουν αρκετά χιλιόμετρα μακριά ο ένας από τον άλλο, αλλά με ένα αόρατο νήμα να συνδέει τις ζωές τους. Ο Ντορ περιγράφει υπέροχα την εποχή, βλέπουμε τα πάντα μέσα από τα μάτια ενός τυφλού κοριτσιού και την καρδιά ενός πανέξυπνου αγοριού. Ταλαιπωρούνται πολύ, τραβάνε πολλά, δεν χάνουν ποτέ όμως την πίστη στα ιδανικά τους. Όταν πρωτοάκουσα για το συγκεκριμένο βιβλίο, είχα κάποιες ανησυχίες αρχικά, για να πω την αλήθεια — φοβόμουν ότι θα ήταν άλλη μία μελό ιστορία. Ευτυχώς ο Ντορ απέδειξε ότι οι φόβοι μου ήταν αβάσιμοι. Έχω προτείνει το βιβλίο σε πολλούς φίλους και χαίρομαι ιδιαίτερα που σχεδόν σε όλους άρεσε πολύ. Γιορτές έρχονται, δώρα κάνουμε, δεν βλέπω κάτι καλύτερο.

 

Ευριπίδης Κωνσταντινίδης: Ζάουμε Καμπρέ, «Confiteor» (μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, Εκδόσεις Πόλις). Πως καταλαβαίνεις αν ένα βιβλίο σε έχει αγγίξει διαφορετικά από τα άλλα; Υποθέτω ότι ο καθένας μας έχει διαφορετικά σημάδια. Για μένα όμως είναι αυτή η επώδυνη αίσθηση του αποχωρισμού που βιώνω στο τέλος αυτού του βιβλίου. Τώρα, πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει να το νιώθω το ίδιο πράγμα και για ένα βιβλίο που έχει ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που συνήθως με απωθούν, γι’ αυτό δεν έχω απάντηση — αλλά είναι η δεύτερη φορά που μου συμβαίνει μέσα σε διάστημα δύο χρόνων και ίσως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσω κάποια πράγματα… Φέτος λοιπόν ξεκίνησα το «Confiteor» με όχι και τους καλύτερους οιωνούς, καθώς ήταν ένα ογκώδες βιβλίο και ένα αφήγημα που χρειαζόταν αυτοσυγκέντρωση και κυρίως υπομονή, στοιχεία που δεν με χαρακτήριζαν το χρονικό διάστημα που το διάβαζα. Εδώ όμως είναι και η μαγεία αυτού του πραγματικά πολύ μεγάλου βιβλίου — και τώρα δεν αναφέρομαι στον όγκο. Πώς καταφέρνει να σε μπλέξει στον ιστό του εναλλάσσοντας τη λογοτεχνική με τη φιλοσοφική υφή και χωρίς να σε αφήνει απλό θεατή στην εξομολόγηση του ήρωα. Η υποκειμενικότητα στην αναγνώριση του Κακού, η μάταιη προσπάθεια αποφυγής του παρελθόντος, η προσμονή για εξιλέωση και συγχώρεση διαχέονται τόσο μα τόσο αριστοτεχνικά σε όλο το έπος του Καμπρέ που δεν σου αφήνουν κανένα περιθώριο να ξεφύγεις από το μοιραίο.

 

Κατερίνα Μαλακατέ: Ζάουμε Καμπρέ, «Confiteor» (μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, Εκδόσεις Πόλις). Το βιβλίο που με συγκίνησε, που με ξενύχτησε και με συντρόφευσε για πολύ καιρό φέτος είναι το «Confiteor» του Ζάουμε Καμπρέ. Ο ήρωας του —ο χαρισματικός αλλά και τόσο μόνος Αντριά— είναι βαθιά ερωτεύσιμος, το θέμα του —η μνήμη, οι ενοχές, το Κακό— είναι πανανθρώπινο — το μεγαλύτερο ίσως στη λογοτεχνία. Αλλά αυτό που με μάγεψε πάνω από όλα είναι η μαεστρία, ο τρόπος της γραφής, η αφήγηση. Πόσο συχνά βρίσκει κανείς ένα συγγραφέα τόσο διαβασμένο, τόσο φιλοσοφημένο, που να είναι ταυτόχρονα και μεγάλος παραμυθάς; Από αυτά τα υλικά φτιάχνονται τα κλασικά έργα λογοτεχνίας: ταλέντο στην αφήγηση και βάθος. Ο Καμπρέ κατορθώνει, ενώ γράφει μοντερνιστικά —συχνά μέσα στην ίδια πρόταση αλλάζουν το πρόσωπο, ο αφηγητής, η ιστορία, η χρονική περίοδος—, να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στην ιστορία του Αντριά μπλέκονται η μουσική, οι γλώσσες, η λογοτεχνία, η Ιστορία. Μπλέκεται κι ένα βιολί που είναι ο συνδετικός κρίκος τόσων αιώνων, που κρατά τη μνήμη ζωντανή. Άτιμο πράγμα η μνήμη, δεν χαρίζεται ούτε σε σοφούς όπως ο ήρωας του Καμπρέ. Αν μου ζητούσαν να προτείνω μόνο ένα μυθιστόρημα φέτος, τότε δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτό. Ό,τι άλλο θα ήταν προδοσία για όσα με συγκινούν και με φέρνουν ξανά και ξανά κοντά στην ανάγνωση.

           

Κική Τσιλιγγερίδου: Έλενα Φερράντε, «Η Υπέροχη Φίλη μου» και «Το Νέο Όνομα» από την Τετραλογία της Νάπολης (μετάφραση Δήμητρα Δότση, Εκδόσεις Πατάκη). Αγαπώ όσους συγγραφείς μπορούν να αποδώσουν τόσο εύστοχα την ανθρώπινη ψυχή, που κανείς μπορεί να ταυτιστεί με τους ήρωές τους, ή ακόμη και να διακρίνει σε μια ιστορία μιαν άλλη, αντίστοιχη, παρόμοια, όχι από κάποιο άλλο βιβλίο, αλλά από την πραγματική ζωή. Τη δική του, ή άλλων. Τέτοια είναι η Έλενα Φερράντε, και στα δύο υπέροχα πρώτα βιβλία της Τετραλογίας της Νάπολης διαβάζω για την πορεία της ζωής δύο κοριτσιών και αναγνωρίζω σε αυτή την ιστορία κομμάτια της δικής μου αλλά και άλλων ιστοριών φιλίας. Είναι μια ιστορία που μένει μαζί σου, μια σειρά βιβλίων που θα διαβάζουν τα κορίτσια, οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο για πάντα. Γιατί είναι πάντα η ίδια ιστορία, που όμως διαδραματίζεται ίσως κάπου αλλού και υπό άλλες συνθήκες. Διάβασα τα δύο βιβλία αμέσως μόλις τα πήρα στα χέρια μου, σε ένα εικοσιτετράωρο με ελάχιστο ύπνο από ανάμεσα το καθένα, και ανυπομονώ για την κυκλοφορία των επόμενων δύο τόμων, για τη συνέχεια αυτής της ιστορίας που διαδραματίζεται στη μεταπολεμική Ιταλία και φτάνει ώς τη σύγχρονη εποχή. Η αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος της συγγραφέως (που ήταν μυστήριο, και που η αναζήτηση της ταυτότητάς της είχε οδηγήσει σε διάφορα γνωστά ονόματα της ιταλικής πεζογραφίας) δεν άλλαξε απολύτως τίποτα από την εικόνα μου για αυτό το μικρό διαμάντι της λογοτεχνίας.

 

Παναγιώτης Χατζηγιαννάκης: «Η εκδίκηση των ανέμων» (ανθολόγηση-μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, Εκδόσεις Ροδακιό). Η Ιαπωνία είναι μια χώρα που ασκεί μια παράξενη γοητεία πάνω μου. Ίσως να φταίει ότι παραμένει ουσιαστικά άγνωστη σε μένα. Έχω διαβάσει Ιάπωνες λογοτέχνες όπως η Ογκάουα, ο Καβαμπάτα, ο Τανιζάκι, ο Όε, ο Έντο, ο Ικεζάουα, ο Ριού Μουρακάμι. Μου αρέσει η αστυνομική λογοτεχνία της, 0 Σέικο Ματσουμότο, ο Σέισι Γιοκομίζο. Βλέπω το σινεμά της, διαβάζω τα κόμικς της. Όμως κάτι μου διαφεύγει. Δεν μπορώ να μπω στην ψυχή της. Ίσως τώρα που διαβάζω ιαπωνική ιστορία μπορέσω να λύσω το μυστήριο. Τον περασμένο Μάρτιο η φίλη μου Αλεξάνδρα μού έκανε δώρο αυτό το βιβλίο. Μια συλλογή ποιημάτων γραμμένων τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από νεαρούς καμικάζι, λίγο πριν φύγουν για την αποστολή που θα τους οδηγούσε στον βέβαιο θάνατο. Μαγεύτηκα. Το διάβασα μέσα στον χρόνο ξανά και ξανά. Η ευαισθησία, η καθαρότητα της σκέψης, παρά τη φόρτιση της συγκεκριμένης στιγμής, η διάθεση για ζωή, η υψηλή αισθητική τους, με άφησαν άναυδο. Ελάχιστα ποιήματα αναφέρονται στον πόλεμο. Τα περισσότερα μιλάνε για τον έρωτα, τη φύση, την οικογένεια, τις καθημερινές συνήθειες. Όλο το βιβλίο είναι ένας ύμνος στο φως, αν και οι νεαροί πολεμιστές-ποιητές γνωρίζουν ότι έρχεται το σκοτάδι. Ακόμα και μια σφήκα ανάμεσα στα πόδια των στρατιωτών την ώρα της αναφοράς είναι πηγή έμπνευσης. Αυτά τα παιδιά, υποταγμένα στον κώδικα τιμής που τους επιβάλλει η πατρίδα, μου έδωσαν ένα μάθημα. Ζήσε τη ζωή, άντλησε από την ομορφιά κάθε στιγμής, δες την ακόμα και στα πιο ταπεινά πράγματα. Ακόμα κι αν ξέρεις ότι πλησιάζει το σκοτεινό, αμετάκλητο τέλος, μην παραδοθείς στην μεμψιμοιρία. «Τη μέρα οι αγροί δεν είναι πράσινοι πολύ / το φως του ήλιου μονορούφι κατεβάζουν. / Τη νύχτα γίνονται κορίτσια ντροπαλά / τη φούστα τους σηκώνουν και τρέχουν μακριά».

 

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος: Hans Magnus Enzensberger, «Η ιστορία των νεφών και άλλα ποιήματα» (μετάφραση Γιώργος Πρεβεδουράκης, Εκδόσεις Πανοπτικόν). Πολυπράγμων, πολυγραφότατος, πολυταξιδεμένος ο Γερμανός συγγραφέας Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ είναι γνωστός στην Ελλάδα τόσο ως μυθιστοριογράφος όσο και ως δοκιμιογράφος (αρχής γενομένης με το «Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» και το «Για μια θεωρία των μέσων επικοινωνίας» αντιστοίχως). Ο Γιώργος Πρεβεδουράκης και οι Εκδόσεις Πανοπτικόν μάς συστήνουν, επιτέλους, και τον ποιητή Εντσενσμπέργκερ, έναν ιδιαιτέρως παραγωγικό ποιητή, ο οποίος, όπως σημειώνει γι’ αυτόν ο Τζορτζ Στάινερ, «συνδυάζει την έντονη πολιτική φαντασία με τη λυρική ζέση» και, να προσθέσουμε, την αιχμηρή κοινωνική ματιά με την ειρωνική και αυτοειρωνική διάθεση. Η ποιητική παραγωγή του Γερμανού συγγραφέα διακρίνεται σε δύο φάσεις, που χωρίζονται μεταξύ τους από μια εκδοτική σιωπή που κράτησε ολόκληρη τη δεκαετία του 1980. Εν προκειμένω ο μεταφραστής επιλέγει να παρουσιάσει στα ελληνικά τη δεύτερη περίοδο της ποίησης του Εντσενσμπέργκερ, κατά την οποία ο οργισμένος, επαναστατημένος και καυστικός λόγος του ποιητή έχει δώσει τη θέση του σε μια περισσότερο στοχαστική και μειλίχια ποίηση, με έναν αποστασιοποιημένο, απογοητευμένο ορισμένες φορές, και συχνά ήρεμα ειρωνικό τόνο, που όμως δεν παύει στιγμή να αναμετράται με την απάθεια και τη βλακεία της καθημερινότητάς μας, αλλά και να ανακαλύπτει ό,τι αξίζει να διασωθεί απ' αυτήν: «Προφύλαξε το περιττό. / Δεν θα περισσέψει τίποτα από εσένα / αν τύχει και το πετάξεις».

 

Κυριάκος Αθανασιάδης: James Ellroy, «Perfidia. Ο κύκλος της προδοσίας» (μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης, Εκδόσεις Κλειδάριθμος). Επέλεξα αυτό το βιβλίο, όχι απλώς επειδή ο Ellroy είναι τεράστιος συγγραφέας, που βέβαια είναι, αλλά γιατί με συγκινεί τρομερά που, μετά τα εξήντα πέντε του, αποφασίζει να ξεκινήσει μία δεύτερη Τετραλογία του Λος Άντζελες. Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο. Η πεζογραφία, ειδικά σε αυτό το επίπεδο αλλά και σε αυτή την έκταση, σε αυτό το μυθιστορηματικό και ιστορικό εμβαδόν, είναι κάτι που απαιτεί τεράστια θέληση, αδιανόητο μόχθο και προσήλωση εντομολόγου. Δεν το κάνει ο καθένας. Πρόκειται για μία πράξη ηρωική. Φυσικά είναι ένα βιβλίο που ψυχαγωγεί και διαβάζεται με προσήλωση και απόλαυση. Ένα ιστορικό-πολεμικό-αστυνομικό έπος που θα το χαρούν όλοι οι (χιλιάδες) Έλληνες θαυμαστές του, και προφανώς πολλοί καινούριοι, που θα ανακαλύψουν και την πρώτη Τετραλογία — και δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτή τους τη συνάντηση. Μα επιμένω: οι τέτοιοι συγγραφείς δίνουν ένα πολύ μεγάλο μάθημα σε όλους μας. Είτε καταπιανόμαστε περισσότερο ή λιγότερο με το γράψιμο, είτε θέλουμε να στεκόμαστε με ψηλά, όσο γίνεται, το κεφάλι καταμεσής στη ζωή, και όχι στα περιθώριά της. Γι’ αυτό τον ξεχωρίζω, και γι’ αυτό τού βγάζω το καπέλο. Και ανυπομονώ για τον δεύτερο τόμο.