233°C

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

233°C

Μπορεί η φωτιά να είναι η πιο καταστροφική από τις δυνάμεις που απειλούν τα βιβλία, είτε αυτά βρίσκονται σε δημόσια βιβλιοθήκη είτε σε κάποια μικρή ιδιωτική, παρ’ όλα αυτά τείνουμε να την παραβλέπουμε όταν φροντίζουμε για την ασφάλειά τους. Θεωρούμε πολύ πιο πιθανό το ενδεχόμενο να προσβληθούν οι πολύτιμοι τόμοι της βιβλιοθήκης μας από την υγρασία και την ατμοσφαιρική ρύπανση, από τη θερμοκρασία, τη σκόνη και το φως ή από τα βιβλιόφιλα τρωκτικά και έντομα, από τους μύκητες, τα βακτήρια και το νερό ή —πράγμα που αποτελεί και τον μεγαλύτερο φόβο μας— από τους περίεργους που προσεγγίζουν τα ράφια με τα βιβλία μας, παρά από μια πυρκαγιά. Κι όμως η φωτιά είναι κάτι που συμβαίνει. Και το αποτέλεσμά της είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό ακριβώς που με ψυχραιμία περιγράφει η Σώτη Τριανταφύλλου δεκαπέντε χρόνια μετά από το γεγονός:

Το 1999, το σπίτι μου κάηκε: τα περισσότερα βιβλία μου έγιναν στάχτη, ενώ μερικά καταστράφηκαν από το νερό της Πυροσβεστικής. Ξανάρχισα σχεδόν από το μηδέν.

 Στη μυθοπλασία, από όσο μπορώ να θυμηθώ, δύο περιπτώσεις εκμετάλλευσης του θέματος αυτού, της πυρπόλησης των βιβλίων, ξεχωρίζουν· μία, παραδόξως, θετική και μία αρνητική (και, δυστυχώς, αρκετά ρεαλιστική). Την πρώτη την έχουμε και άλλοτε θυμηθεί εδώ μέσα: πρόκειται βέβαια για την ιδιότυπη περίπτωση του ιδιωτικού ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, πρωταγωνιστή των αστυνομικών μυθιστορημάτων του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, ο οποίος Καρβάλιο μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων του καταπιάνεται και με το κάψιμο των βιβλίων του:

«Είναι η διαστροφή μου. Καίω βιβλία».

«Πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί κανείς να κάψει ένα βιβλίο;»

«Πρώτα το σκίζω κι έπειτα το καίω».

Άλλοτε τα ξεφυλλίζει προηγουμένως ψάχνοντας ανάμεσα στις σελίδες τους τις αιτίες που θα του αρκούσαν για να τα κάψει, άλλοτε τα καίει επειδή δεν του χρειάζονται πια ή επειδή δεν τον δίδαξαν πώς να ζει όσο καλά ζουν οι υπερβολικά πλούσιοι πελάτες του. Κάποτε, ίσως, επειδή αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι η μοναδική αφορμή για να τα ξαναπιάσει στα χέρια του. Στο τέλος απλώς τα καίει:

Είναι καθαρή ρητορική πια. Τώρα πια καίω χωρίς να επιχειρηματολογώ. Καμιά φορά μάλιστα αγοράζω για να κάψω, αλλά χωρίς πάθος.

Το μυθιστόρημα του Ρέι Μπράντμπερι με τον τίτλο «Φαρενάιτ 451» (ο οποίος αναφέρεται συμβατικά στη θερμοκρασία στην οποία καίγονται τα βιβλία) περιγράφει μια ολοκληρωτική κοινωνία στην οποία τα βιβλία είναι απαγορευμένα, και μαζί τους η γνώση, η μνήμη, η κρίση, η λύπη, η ομορφιά. Φύλακες της απαγόρευσης είναι οι πυροδότες, αποστολή των οποίων είναι να εντοπίζουν όσα βιβλία έχουν διασωθεί και χωρίς καθυστέρηση να τα καίνε, μαζί συνήθως με τους κατόχους τους:

Είναι πολύ καλή δουλειά. Τη Δευτέρα καίω Μιλέι, την Τετάρτη Ουίτμαν, την Παρασκευή Φόκνερ, τα καίω μέχρι να γίνουν στάχτες και μετά καίω και τις στάχτες. Αυτό είναι το ρητό στη δουλειά μας.

Η αντίδραση όσων επιμένουν να διαβάζουν, και δεν συλλαμβάνονται, είναι η φυγή και η απομνημόνευση ολόκληρων βιβλίων:

Θα βρεις χιλιάδες από μας να περιφέρονται σαν αλήτες στους δρόμους, ή στις εγκαταλειμμένες γραμμές, στην πραγματικότητα όμως είμαστε κινητές βιβλιοθήκες. Δεν το ’χαμε σχεδιάσει εξαρχής έτσι. Απλώς καθένας αγαπούσε ένα βιβλίο και ήθελε να το θυμάται. Κι έτσι έκανε. Μετά, μέσα στο διάστημα των είκοσι χρόνων που περιφερόμαστε, συναντηθήκαμε αναμεταξύ μας, συζητήσαμε και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα οργανωμένο δίκτυο. Αυτό που έπρεπε να νιώσουμε βαθιά μέσα μας ήταν ότι δεν είμαστε ανώτεροι από τους άλλους, δεν είμαστε προφήτες. Δεν είμαστε παρά σκονισμένα εξώφυλλα βιβλίων, που χωρίς αυτά δεν θα είχαμε καμία αξία. Μερικοί από εμάς ζουν σε μικρές πόλεις. Το πρώτο κεφάλαιο του «Ουόλντεν», του συγγραφέα Θορό, ζει στο Γκριν Ρίβερ, το δεύτερο κεφάλαιο στο Ουίλοου Φαρμ στο Μέιν. Υπάρχει μια ασήμαντη πόλη είκοσι επτά κατοίκων, στο Μέριλαντ, τόσο ασήμαντη που ούτε βόμβα δεν θα τη σημάδευε, όπου βρίσκονται πλήρη τα δοκίμια ενός ανθρώπου με το όνομα Μπέρτραντ Ράσελ.

Όπως γίνεται πάντα, η πραγματικότητα και σε αυτό το θέμα υπερβαίνει τη φαντασία των μυθιστοριογράφων και των ποιητών. Τη νύχτα της 10ης Μαΐου 1933 στη Γερμανία του Γ΄ Ράιχ φοιτητές από τα πανεπιστήμια όλης της χώρας συγκέντρωσαν χιλιάδες βιβλία, που θεωρούσαν πως περιείχαν ιδέες αντίθετες στα ναζιστικά τους ιδεώδη, και τα έκαψαν τραγουδώντας με ενθουσιασμό εθνικιστικούς και φασιστικούς ύμνους. Παρόμοιες τελετές επαναλήφθηκαν σε άλλες είκοσι γερμανικές πόλεις, ενώ ρίχτηκαν στην πυρά περισσότερα από είκοσι χιλιάδες βιβλία τετρακοσίων διαφορετικών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν ίσως ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Μαξίμ Γκόρκι, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, η Έλεν Κέλερ, ο Τόμας Μαν, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, ο Καρλ Μαρξ, ο Μαρσέλ Προυστ, ο Εμίλ Ζολά, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Τζακ Λόντον και ο Σίνκλερ Λιούις.

Μεταξύ των έργων που κάηκαν ήταν και εκείνα του Γερμανοεβραίου συγγραφέα του 19ου αιώνα Χάινριχ Χάινε, στον οποίο ανήκει η περίφημη φράση, «Εκεί όπου καίγονται βιβλία, στο τέλος καίγονται και άνθρωποι». Πέντε χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1938, ακολούθησε η «Νύχτα των Κρυστάλλων», το πρώτο μαζικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Γερμανίας, κατά την οποία καταστράφηκαν 1.574 συναγωγές και 7.000 εβραϊκά καταστήματα, ενώ συνελήφθησαν 30.000 Εβραίοι για να οδηγηθούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παραμένει άγνωστος ο ακριβής αριθμός των νεκρών και των τραυματισμένων. Η Τελική Λύση, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου μακριά.

Οι Ναζί είναι οι χειρότεροι, δεν είναι ωστόσο ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που έκαψαν βιβλία (και ανθρώπους). Η πρώτη γνωστή στη Δύση καταδίκη βιβλίου σε διά της πυράς θάνατο προήλθε από τον Δήμο των αρχαίων Αθηναίων, το τελευταίο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα, που καταδίκασε σε αυτή την ποινή το σύγγραμμα του Πρωταγόρα «Περί θεών», στο οποίο ο μεγάλος σοφιστής δηλώνει την αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίζει και να αποφανθεί αν υπάρχουν ή όχι θεοί. Τότε, μας λέει ο Διογένης Λαέρτιος, οι Αθηναίοι διά κήρυκος συγκέντρωσαν τα βιβλία του Πρωταγόρα και τα έκαψαν δημόσια. Την ίδια τύχη φαίνεται να είχε και το έργο του Κομφούκιου στη μακρινή Κίνα όταν ο βασιλέας Σι Χουάν Τι, της δυναστείας των Τσιν, κήρυξε ανελέητο πόλεμο στους κομφουκιανούς λογίους: εκατοντάδες από αυτούς θάφτηκαν τότε ζωντανοί και τα βιβλία τους κάηκαν σε μια μεγάλη πυρά που άναψε στην πρωτεύουσα του βασιλείου.

Ο Οκταβιανός, για να περάσουμε γρήγορα στους Ρωμαίους, όταν ανακηρύχθηκε Μέγιστος Αρχιερέας, συγκέντρωσε και έκαψε περί τα 2.000 προφητικά βιβλία, προκειμένου να διατηρήσει μόνο όσα θα τον εξυπηρετούσαν στη φιλοδοξία του να ανέβει στον αυτοκρατορικό θρόνο. Τρεις-τέσσερις αιώνες αργότερα, η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 324, υπό τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α΄, έστειλε στην πυρά τα βιβλία του αιρεσιάρχη Αρείου, ενώ το παράδειγμά του, με διαφορετικό κάθε φορά αντίπαλο, ακολούθησαν και οι αυτοκράτορες Θεοδόσιος Α΄ και ο Ιουστινιανός, ο οποίος έδωσε την επιλογή στους Μανιχαίους να κάψουν οι ίδιοι τα αντιχριστιανικά τους βιβλία ή να καούν και οι ίδιοι μαζί τους.

Καμία θρησκεία και κανένα δόγμα δεν αντιστάθηκε, στο πέρασμα των αιώνων, στον πειρασμό να ρίξει στη φωτιά τα βιβλία και τις ιδέες όσων κατά περίπτωση εμφανίζονταν στα μάτια της εχθρικοί ή, απλώς, διαφορετικοί όσον αφορά τις αντιλήψεις. Ο χαλίφης Ομάρ, κατά τα τέλη του 12ου αιώνα, έδωσε στον εμίρη του Αμρ την εντολή να κάψει όλα τα βιβλία που υπήρχαν εκτός από το «Κοράνι», καθώς όσα συμφωνούν με αυτό είναι περιττά και όσα δεν συμφωνούν είναι επικίνδυνα. Η Καθολική Εκκλησία έκαψε τα βιβλία του σοφού και ερωτοπαθούς Αβελάρδου, η Ορθόδοξη εκείνα του Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνα. Ο Πάπας της Ρώμης εξέδωσε βούλα, τον Ιούνιο του 1520, με την οποία καταδίκαζε τη διδασκαλία του διαμαρτυρόμενου Λούθηρου και διέταζε να ριχτούν τα βιβλία του στην πυρά. Ο Λούθηρος, με τη σειρά του, έκαψε σε απάντηση την παπική βούλα και το «Κανονικό Δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας». Τα βιβλία του Γαλιλαίου δεν τα έκαψε απευθείας το χέρι της Εκκλησίας: τα έριξε στις φλόγες ο γιος του, ο Βιτσέντζο, προκειμένου να σώσει την ψυχή του πατέρα του λίγο μετά τον θάνατο εκείνου, το 1642.

Η χρήση της φωτιάς από τον άνθρωπο και η επινόηση της γραφής —δηλαδή του βιβλίου σε τελική ανάλυση— είναι ίσως οι δύο μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας, αυτές που είχαν τη μεγαλύτερη, τη διαρκέστερη και την καθοριστικότερη επίδραση στη ζωή μας. Το σκέφτομαι, για ένα δευτερόλεπτο, όποτε ανοίγω ένα βιβλίο στην πρώτη του σελίδα και όποτε αντικρίζω μια φωτιά να καίει — από πόσο παλιά μάς έρχονται και πόσο μακριά μάς έχουν φέρει. «Η καύση ενός βιβλίου και η συγγραφή του είναι οι δύο πράξεις ανάμεσα στις οποίες ο πολιτισμός εγγράφει τις αντίθετες ταλαντώσεις του», επισημαίνει ο Μορίς Μπλανσό.

Η ανάγνωση σε ένα φωτισμένο δωμάτιο είναι, υπ’ αυτή την έννοια, η τέλεια στιγμή αυτής της ταλάντωσης.