Το αδιαπραγμάτευτο κλαμπ

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Το αδιαπραγμάτευτο κλαμπ

Αφού θαύμασα τη θέα και τα μνημεία στο ήσυχο ύψωμα, κατηφόρισα στην πολύ πιο ζωντανή κεντρική πλατεία με τις προσόψεις εποχής και τα διερχόμενα τραμ. Ήμουν στο Ζάγκρεμπ του 2015 – και ταυτόχρονα ξαναβρισκόμουν στο Γκρατς του 1997. Το déjà vu δεν ήταν ανεξήγητο. Οι πόλεις απέχουν λιγότερο από διακόσια χιλιόμετρα και τα κοινά στοιχεία αρχιτεκτονικής μαρτυρούν την κοινή αψβουργική κληρονομιά.

Αν και αποτελεί έδρα ομόσπονδου κρατιδίου (Στυρία) και όχι κεντρικής κυβέρνησης, το Γκρατς όποτε το επισκεπτόμαστε μας δίνει μια αίσθηση μητρόπολης, που δυσκολευόμαστε να την αισθανθούμε στο (μεγαλύτερο κιόλας) Ζάγκρεμπ ή σε άλλες νεόκοπες πρωτεύουσες όπως η Λιουμπλιάνα. Η αυστριακή ευημερία —που αντανακλάται στην εικόνα και στη λειτουργία της πόλης— παίζει σίγουρα τον ρόλο της σε αυτόν τον «αέρα» του Γκρατς. Δεν είναι όμως ο μόνος παράγοντας.

Η πόλη επί του ποταμού Μουρ είχε από παλιά τη σημασία και την ακτινοβολία της για τους Σλάβους της αυτοκρατορίας. Φιλοξενούσε τα πανεπιστήμια στα οποία προτιμούσαν να σπουδάζουν οι Σλοβένοι, οι Κροάτες και οι Σέρβοι — και αποτελούσε, εύλογα, την πόρτα για το «κλαμπ» της κεντρικής Ευρώπης, με διαβατήριο τη γερμανική γλώσσα.

Το όνομα του Γκρατς, ωστόσο, δεν έχει γερμανική προέλευση. Προέρχεται από το σλαβικό Γκράντετς, «καστράκι», που χρησιμοποιούν ακόμη οι Σλοβένοι. Το υποκοριστικό μάλλον ως ευφημισμό θα πρέπει να το δούμε, καθώς ο οχυρός χαρακτήρας της πόλης περιλάμβανε πολλά περισσότερα στοιχεία από τον λόφο-σύμβολο του Σλόσμπεργκ. Επί Αψβούργων, το Γκρατς ήταν η τελευταία σημαντική μεθοριακή πόλη, πρωτεύουσα της στυριακής «Μαρκίας» (συνοριακής επαρχίας). Το εντυπωσιακό οπλοστάσιο, σήμερα τουριστικό αξιοθέατο, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία: σε αντίθεση με τις αναλώσιμες εκτάσεις στους κάμπους και τα υψώματα γύρω από τη σημερινή Βοσνία, το Γκρατς ήταν αδιαπραγμάτευτο.

Ίσως επειδή η gravitas μιας τέτοιας πόλης-προπυργίου δεν μπορούσε να συμβαδίζει με την ονομασία «καστράκι», δεν άργησε να εμφανιστεί η νεολατινική εκδοχή Graecium, που σε έναν αδαή θα έδινε την αίσθηση ελληνικού παρελθόντος. Όσοι έχουν τέτοιες ελπίδες, απογοητεύονται: δεν έχουν βρεθεί ίχνη αρχαιοελληνικού αποικισμού στη Στυρία.

Ωστόσο, το δικό του στίγμα έχει αφήσει ο σύγχρονος ελληνισμός.

Στα μεταπολεμικά χρόνια, οι πανεπιστημιακές σχολές του Γκρατς προσέλκυσαν πολλούς Έλληνες φοιτητές (συχνά σε σχολές μηχανικών). Ένα μέρος αυτής της κοινότητας εγκαταστάθηκε μόνιμα, έκανε μικτές οικογένειες και δραστηριοποιήθηκε σε ευρύ φάσμα της οικονομίας. Η συγκέντρωση των ελληνικών εστιατορίων —ατελής πλην χαρακτηριστικός δείκτης— πηγαίνει πολύ πέρα από το κέντρο της πόλης, όπως διαπιστώσαμε βλέποντας την ταβέρνα “Tinos” σε ήσυχη περιφερειακή συνοικία.

Η παρουσία αυτή δίνει συνέχεια σε μια παλιότερη ελληνική παράδοση, που δεν ήταν άσχετη με αυτή των Σλάβων: και για τους συμπατριώτες μας, η Αυστρία ήταν το κοντινότερο κεντροευρωπαϊκό μέρος, ειδικά στην πριν το 1918 εποχή που είχε την έξοδό της στη θάλασσα. Το λιμάνι της Τεργέστης ήταν η σημαντικότερη πύλη αυτής της επικοινωνίας και δεν είναι τυχαία η ανέγερση (18ος αιώνας) και έκτοτε αδιάλειπτη λειτουργία ελληνορθόδοξου ναού στο κεντρικότερο σημείο του θαλάσσιου μετώπου.

Η Αυστρία, στην καρδιά της Μεσευρώπης, ήταν αυτονόητο πεδίο δραστηριότητας Ελλήνων επαγγελματιών όπως και προεπαναστατικών διανοουμένων. Δεν ήταν όμως καθόλου αυτονόητη η πολιτική στήριξη της αυτοκρατορίας στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Η διαδεδομένη πεποίθηση περί «ανθελληνισμού» του (Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών και μετέπειτα καγκελαρίου) Μέτερνιχ συνδέεται με μια σχετική αποσιώπηση των εξίσου συμφεροντολογικών στάσεων όλων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (ιδίως αυτών που ευγνωμονούμε για το Ναυαρίνο), ωστόσο δεν είναι εντελώς ανακριβής: η Αυστρία —χώρα που πριν την επανάσταση «έδωσε» τον Ρήγα στους Οθωμανούς— ήταν αυτή που έφερε τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις στις εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις για να μην κλονιστεί το status quo.

Η συνέχεια, βεβαίως, έφερε προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Οι μετεπαναστατικοί Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να δραστηριοποιηθούν με ακόμη μεγαλύτερη ζέση στη ναυτιλία και στις ασφαλίσεις στην αυστριακή Τεργέστη. Οι δε Βολιώτες με χιούμορ αντιμετωπίζουν έως και σήμερα τον χαρακτηρισμό τους ως «Αυστριακών», που σύμφωνα με μια εκδοχή ξεκίνησε από τον καιρό που άνοιξε προξενείο της αυτοκρατορίας στο θεσσαλικό λιμάνι.

Έχω πάει πολλές φορές στην Αυστρία, για δουλειά και, πιο πρόσφατα, για αναψυχή. Αυτό που πάντοτε βρίσκω συμπαθητικό είναι τα πιο φιλικά στο μεσογειακό μου αυτί τοπικά γερμανικά: πιο ανοιχτά φωνήεντα και ένα «ρ» που κελαρύζει σχεδόν σαν το ελληνικό. Στη θετική μου αίσθηση παίζει επίσης ρόλο και το κλίμα — λίγο πιο ζεστό και πιο ηλιόλουστο από τα περισσότερα γερμανόφωνα μέρη, αν και όχι ακριβώς μεσογειακό.

Ας μην ξεχνιόμαστε. Η Αυστρία είναι στον κεντρικό ευρωπαϊκό πυρήνα. Το ξέρουμε όλοι εμείς στη βαλκανική περιφέρεια (όπως και οι πρόσφυγες και μετανάστες που την προτιμούν) και, φυσικά, το γνωρίζουν και οι ίδιοι οι Αυστριακοί. Όποτε έχουν ευκαιρία, θαρρείς πως μας το δείχνουν κιόλας — όπως στο face control στο οποίο υποβάλλουν στους επιβάτες κάθε εισερχομένου αυτοκινήτου τα τελευταία χρόνια, προκαλώντας γιγάντια μποτιλιαρίσματα, αντάξια ίσως ενός μεγάλου κλαμπ αλλά σίγουρα όχι της ευρωπαϊκής ιδέας που κάποτε πιστεύαμε.