Αφηγηματικά νομίσματα
1. Η συνάντηση με την πεζογράφο Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη έγινε στον απόηχο της 15ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, σχήμα πολύ ταιριαστό με τα χαρακτηριστικά της συγγραφέως, που είναι με τον τρόπο της διεθνής, και ως προς τον βίο (Κύπρος, Αθήνα, σπουδές σε Αμερική, εργασία στην Ελλάδα, εγκατάσταση και εργασία στην κεντρική Ευρώπη με αφετηρία την Πράγα), αλλά και στο έργο: η γραφή είναι ελληνική, η διάδοση όμως από πολύ νωρίς ξεπέρασε το στενό όριο της γλώσσας αυτής (το πρώτο της βιβλίο το 2004 μεταφράστηκε σε τσέχικα και ρουμάνικα). Μα κυρίως, όπως η συνάντησή μας ήταν «εκτός πλαισίου» (της ΔΕΒΘ), έτσι είναι και η ίδια ως συγγραφέας: τα μέσα της δείχνουν συμβατικά και ήσυχα, το αποτέλεσμα όμως κάθε άλλο παρά συμβατικό αντίκρισμα έχει.
2. Ο συνομιλητής που προτιμά στο συγγραφικό της έργο η Αβρααμίδου-Πλούμπη είναι η Ιστορία. Αυτό την εντάσσει εκ πρώτης όψεως σ’ έναν λογοτεχνικό πληθυσμό αρκετά μεγάλο: εσχάτως με το λεγόμενο ιστορικό μυθιστόρημα ισχυρίζεται ότι έχει εξοικειωθεί πολύς κόσμος, και από την πλευρά των αναγνωστών και από την πλευρά των συγγραφέων. Ο τρόπος με τον οποίο διεξάγει τη συνομιλία της με το είδος, όμως, τη μετατοπίζει σε μια εξαιρετικά ασύχναστη περιοχή αυτού του κύκλου: τα ερωτήματά της προς την Ιστορία είναι ευγενικά διατυπωμένα αλλά αδιάκριτα, πιο επίμονα από το συνηθισμένο (για τα λογοτεχνικά μέτρα) και με τεκμηρίωση που δεν επιτρέπει υπεκφυγές. Πρωτίστως είναι μια συνομιλία που επιχειρείται από ασυμβίβαστα ισότιμη θέση. Για τη συγγραφέα, η οικογένεια Σταυρίδη, Κύπριοι πρόσφυγες στην Αθήνα που εμπλέκονται στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β (για να θυμηθούμε το Μέλι για την Κυρά του 2013), οι στρατιώτες που βρίσκονται στο Γκαίρλιτς, αιχμάλωτοι ενός οξύμωρου επεισοδίου του πολέμου από το 1916 ώς το 1919 (μόλις πέρυσι εκδόθηκε το ομότιτλο μυθιστόρημα), ο Γιαννιώτης φοιτητής και κατά συγκυρία συνομιλητής ενός προσώπου-δορυφόρου σε μια περιπετειώδη διαδρομή κίβδηλων νομισμάτων στην Αθήνα του 1906 (στη νουβέλα Αιόλου και Πανδρόσου), δεν είναι πρόσωπα που περιφέρονται απλώς μέσα στο ιστορικό περιβάλλον τους και αφηγούνται ιστορίες εντός του. Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη θέτει στον πυρήνα της γραφής της το στοίχημα να φανεί, να ερευνηθεί έστω, ποια χαρακτηριστικά δικά τους κομίζουν τα εν λόγω πρόσωπα στη μεγάλη Ιστορία, ποια χαρακτηριστικά της διασώζουν, ποιος θα αναλάβει να το υπενθυμίσει αυτό στο μέλλον, και γιατί τέλος πάντων έχουν όλα αυτά τα επεισόδια βίων σημασία τέτοια και τόση που να γεννά τη γνήσια ανάγκη της λογοτεχνικής διαχείρισής τους. Οι επίμονοι ήρωές της συνειδητά ή εμπράκτως συλλαμβάνουν σε κάποια στιγμή τη σχέση τους με τον τόπο και το παρόν του ως σχέση σιωπηρής αλληλεπίδρασης: διαμορφώνουν το πρόσωπο της ιστορικής συγκυρίας με τους δικούς τους αντικατοπτρισμούς, και το πρόσωπό τους διαμορφώνεται πάνω στο δικό της κάτοπτρο. Δεν θα είναι ποτέ ισομεγέθεις αυτές οι επιρροές, αλλά η ισοτιμία παίρνει πάντα υπόψη της τις αναλογίες.
3. Αιόλου και Πανδρόσου ήταν η διεύθυνση του εργαστηρίου που διατηρούσε στην Αθήνα ο Κωνσταντής Χριστοδούλου – διαβόητος Κύπριος κατασκευαστής αντιγράφων αρχαίων νομισμάτων (κιβδηλοποιός; παραχαράκτης;) που κατάφερε να ξεγελάσει, λένε, τον θρυλικό καθηγητή Σβορώνο. Στην ίδια πόλη, μέσα στη μεταξική δικτατορία, ο ενεχυροδανειστής (και συναλλασσόμενος με τον Χριστοδούλου) Ιάκωβος, πενηντάρης πλέον, που αρέσκεται στη μοναξιά της ιδιωτικής περιπλάνησης, γίνεται ο κεντρικός φορέας της ιστορίας: μέσα σε έξι μέρες αφηγείται στον νοικάρη του, τον Χάρη, τον Γιαννιώτη φοιτητή Καλών Τεχνών, την ιστορία, υποτίθεται του Κωνσταντή, μα στην ουσία τη δική του αγωνία, μια ιδιότυπη κρίση μέσης ηλικίας που έχει στο κέντρο της το ερώτημα αν γίνεται ο ίδιος κίβδηλη ή πλαστή εκδοχή του καταπιεστικού και συγκεντρωτικού πατέρα του. Την αφορμή δίνει η επανεμφάνιση ενός Αθηναίου αστού που ζητά απελπισμένα από τον Ιάκωβο να πάρει πίσω νομίσματα που του πούλησε, ολοφάνερα πια ο ίδιος στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, θύμα της οικονομικής κρίσης.
4. Η αφήγηση γίνεται παράλληλα με μια δεξιοτεχνικά χωνεμένη περιήγηση στην Αθήνα του 1936, παράγωγο εξαντλητικής πραγματολογικής έρευνας που η Αβρααμίδου-Πλούμπη διαχειρίζεται με διακριτικότητα και ευαισθησία – ούτε διδακτισμοί, ούτε επιδείξεις και διεκπεραιώσεις· τα πάντα υπηρετούν αποφασιστικά και ήσυχα τη μυθοπλασία.
5. Σταθερά στο αφηγηματικό τραπέζι μπαίνει η αναζήτηση των διακρίσεων ταυτότητας: Τι είναι γνήσιο και τι πλαστό; Τι είναι κίβδηλο και τι αντίγραφο; Τι είδους αντίγραφο του πατέρα του είναι ο Ιάκωβος; Πόσο γνήσια είναι η εικόνα του Ιάκωβου που διασώζει ο Χάρης στα πορτρέτα που σκιτσάρει μανιωδώς όσο συζητάνε; Πόσο θα διατηρήσει το επίπλαστο status του ο Αγγέλου; Πόση βία θα απαιτηθεί για να προσεγγίσει καθένας τους τη γνησιότητα που επιδιώκει;
6. Η έκβαση αυτής της ιστορίας είναι ταυτόχρονα εκρηκτική και τρυφερή. Το εξαιρετικά γοητευτικό αποτέλεσμα υποκρύπτει και μια άλλη οδό ανάγνωσης, που την ακολουθούμε με το βλέμμα όπως ο ταξιδιώτης που από την εθνική οδό θαυμάζει το τοπίο κι αντιλαμβάνεται κάθε τόσο τον επαρχιακό δρόμο – πώς θα ήταν αν τον είχε προτιμήσει; Η νουβέλα αυτή είναι παράλληλα με όλα τα παραπάνω και ένα σχόλιο για την ίδια τη γραφή. Στην αφήγησή του ο Ιάκωβος ομολογεί παρασπονδίες, ενώ και ο αφηγητής ομολογεί τις παραλείψεις του Ιάκωβου (μα δεν τις αποκαθιστά όλες…). Στη γραφή της η Αβρααμίδου-Πλούμπη μάς υπενθυμίζει ότι η λογοτεχνία είναι κατεξοχήν πλαστογραφική διαδικασία και μάλιστα η πιο νομιμοποιημένη – τόσο ώστε να γίνεται συχνά για εμάς που τη διαβάζουμε ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να φτιάξουμε μια ταυτότητα κατάλληλη για τις συνθήκες που ζούμε.
[ Φωτ.: το ξενοδοχείο Μπάγκειον, στην Ομόνοια ].