Αφήνοντας πίσω την Ελλάδα [4]
Σύντομα κλείνω τρεις μήνες στην Ισπανία και οι καθημερινοί ρυθμοί έχουν αρχίσει και σταθεροποιούνται. Το εργασιακό περιβάλλον σταματά να είναι το όνειρο που έγινε πραγματικότητα, οι ανέσεις της πόλης και οι σύγχρονες υποδομές σταματούν να αποτελούν μέτρο σύγκρισης με τις ελληνικές κλειστοφοβικές τσιμεντουπόλεις και γενικότερα η έλλειψη της καθημερινής ελληνικής μιζέριας σταματά να έχει τις ανακουφιστικές ιδιότητες που είχε στην αρχή. Δεν ισχύουν τελικά όλα αυτά; Φυσικά και ισχύουν! Και με το παραπάνω. Και το εργασιακό περιβάλλον είναι πολύ καλό, και οι υποδομές κλάσεις ανώτερες και οι πόλεις ομορφότερες και φυσικά η μιζέρια απούσα. Απλά συνηθίζονται. Αποτελούν τον «βασικό εξοπλισμό» πλέον στην καθημερινότητα. Για αυτό και σε κάθε ταξίδι στην Ελλάδα οι αισθήσεις γύρω από αυτά τα θέματα είναι πλέον πιο ευαίσθητες.
Η Ισπανία δεν είναι Παράδεισος. Καμία χώρα δεν είναι. Όπως είχα γράψει και παλιότερα, κάθε χώρα, κάθε κοινωνία έχει στοιχεία και αξίες που σε κάποιους ταιριάζουν περισσότερο και σε άλλους λιγότερο. Ένα πολύ απλό παράδειγμα: Στην Ισπανία, οι οδηγοί σέβονται τις διαβάσεις πεζών. Αν πας να διασχίσεις μία διάβαση, οποιοδήποτε διερχόμενο όχημα θα κοκαλώσει χωρίς φυσικά καμία διαμαρτυρία. Αν όμως πας να διασχίσεις δρόμο εκτός διάβασης, σε έχουν πάρει παραμάζωμα. Όχι επειδή είναι εκδικητικοί ή κάφροι, αλλά γιατί υπάρχει μία ξεκάθαρη σύμβαση που βολεύει οδηγούς και πεζούς. Στις διαβάζεις προτεραιότητα έχει ο πεζός. Οπουδήποτε αλλού, το αυτοκίνητο. Πλησιάζοντας μία διάβαση, ο οδηγός προσέχει το πεζοδρόμιο. Οπουδήποτε αλλού, προσέχει μόνο τον δρόμο. Όταν πρωτοήρθα εδώ, ως Έλληνας οδηγός είχα δυσκολία με αυτή τη σύμβαση. Συχνά ξεχνιόμουν να ελέγξω τις διαβάσεις καθώς οδηγούσα, ενώ σε δρόμο με κίνηση αν έβλεπα πεζό να πάει να διασχίσει το δρόμο, μπορεί και να σταματούσα, για να εισπράξω ένα ανεξήγητο κορνάρισμα από τον πίσω. Τελικά διαπίστωσα ότι, σε 4-5 μέρες το πολύ, κατάφερα να οδηγώ όπως και οι υπόλοιποι εδώ. Το μάτι συνήθισε να ελέγχει τα πεζοδρόμια στις άκρες των διαβάσεων πρώτα, και αναλόγως να πατήσω γκάζι ή φρένο.
Βάλε τώρα αυτό το απλό καθημερινό παράδειγμα σε πιο σύνθετες συνθήκες. Πολλοί κανόνες δουλεύουν και, ακριβώς επειδή δουλεύουν, κάνουν την καθημερινότητα πιο εύκολη για όλους. Ακόμα και στη δουλειά, υπάρχει μεγάλη ελαστικότητα στο ωράριο, αλλά και στο πόσο συχνά μπορείς να γευματίσεις ή και κάποιες μέρες να δουλέψεις από το σπίτι. Δεν θα σου πει κανείς τίποτα, ούτε θα σε ελέγχει με το ρολόι. Οι άνθρωποι όμως εργάζονται σκληρά και, αν χρειαστεί, θα δουλέψουν και περισσότερες ώρες την ημέρα χωρίς δυσανασχέτηση ή γκρίνια. Πάλι μία τυπική σύμβαση. Έχεις ελευθερία ωραρίου και γενναιόδωρα lunch break, αλλά εργάσου κι εσύ με τη μεγαλύτερη δυνατή παραγωγικότητα. Την ώρα του διαλείμματος, ή αν βρεθούμε στην κουζίνα για έναν καφέ, μπορούμε να μιλάμε για σαχλαμάρες, αλλά μέσα στο γραφείο θα είμαστε επαγγελματίες. Πλήρης και ξεκάθαρος διαχωρισμός διάθεσης αλλά και ξεκάθαρος επαγγελματισμός.
Η ζωή σε ξένη χώρα, όσο πολιτισμένη και να είναι, δεν είναι για τον καθένα. Η ικανότητα να σέβεσαι και να εναρμονίζεσαι σε κανόνες, τυπικούς και πολιτισμικούς, είναι πολύ σημαντικό στοιχείο ομαλής ένταξης αλλά και απόλαυσης της τοπικής διαφορετικότητας. Αυτό το γνώριζα και από τα φοιτητικά μου χρόνια. Έλληνες, αλλά και υπήκοοι άλλων χωρών που ζούσαν στο εξωτερικό χωρίς καμία διάθεση ένταξης, ήταν δυστυχισμένοι. Συνέχιζαν την ίδια μιζέρια, νοσταλγούσαν την Ελλάδα με κάθε τρόπο, γκρίνιαζαν που οι Άγγλοι ήταν έτσι ή δεν ήταν αλλιώς. Δεν έχεις λόγο να αναζητήσεις μία καλύτερη ζωή στο εξωτερικό αν δεν είσαι έτοιμος να ενταχθείς. Δεν αρκεί να βρεις δουλειά με καλύτερες απολαβές, όταν δεν μπορείς να υποστηρίξεις και το υπόλοιπο πακέτο, το πολιτισμικό και το καθημερινό.
Για να επιστρέψω πάλι στο εργασιακό, η αγορά σε ευρωπαϊκές χώρες, εκτός Ελλάδας, είναι πολύ πιο ανοιχτή. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη αξιοκρατία, μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων και αλλαγής καριέρας, καλύτεροι και ανερχόμενοι μισθοί, αλλά και μεγαλύτερος ανταγωνισμός. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει διάθεση για πραγματική δουλειά. Μία μεγάλη ξένη εταιρία θα σου παρέχει το σωστό εργασιακό περιβάλλον και κυρίως σαφή οργανογράμματα με επίσης σαφή περιγραφή της θέσης σου. Όταν χρειάζεσαι μία πληροφορία, θα μπορείς να τη βρίσκεις εύκολα και όταν χρειάζεσαι υποστήριξη ή όταν πρέπει να αναθέσεις μία εργασία ή ένα έργο σε κάποιον άλλον ή σε κάποια ομάδα, θα γνωρίζεις ανά πάσα στιγμή πού θα απευθυνθείς. Αυτή η διοικητική αποδοτικότητα σε βοηθά να εστιάζεις καθαρά στο αντικείμενο της δουλειάς σου. Σε αντάλλαγμα, εσύ πρέπει να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Εάν τα καταφέρεις, θα αμειφθείς οικονομικά και ιεραρχικά. Αν όχι, ή θα παραμείνεις στάσιμος, ή θα βγεις εκτός «στίβου». Αυτή είναι η βασική συμφωνία και η βασική διαφορά μεταξύ της ελληνικής αγοράς και της αγοράς μίας πιο εξελιγμένης χώρας. Ακούω συχνά για τις έρευνες που λένε ότι οι Έλληνες δουλεύουν περισσότερο από τους Γερμανούς ή τους Άγγλους, κλπ. Σύμφωνοι, οι Έλληνες μπορεί να χτυπάνε δεκάωρα ή να ξοδεύουν άπειρες ώρες πάνω σε καθημερινά προβλήματα. Δεν είναι όμως το ίδιο παραγωγικοί και για αυτό ευθύνονται πολλοί παράγοντες που δεν αφορούν το παρόν κείμενο. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι, και στο εργασιακό, θα πρέπει να κάνεις τους ίδιους άτυπους συμβιβασμούς που κάνεις και στην ένταξή σου σε κοινωνικό επίπεδο.
Ένας άλλος συμβιβασμός είναι η κοινωνική ζωή. Όπως και να το κάνουμε, όταν μεταναστεύεις στα 40+, είτε μόνος είτε με οικογένεια, οι πιθανότητες να ενταχθείς σε έναν δυνατό ή διευρυμένο κοινωνικό κύκλο είναι πολύ μικρές. Πόσο μάλλον όταν είσαι ο ξένος. Όσο καλοπροαίρετοι και αν είναι συνάδελφοι ή γνωστοί ή φίλοι φίλων, η κοινωνικότητα είναι από τα βασικά θύματα της μετανάστευσης. Θα πρέπει να είσαι έτοιμος για πολλές ώρες μοναξιάς, να συμβιώνεις αρμονικά με το αίσθημα της απομόνωσης, αλλά και να νιώθεις διαρκώς «έξω από τα νερά σου». Σε όσο πολυπολιτισμική χώρα και να πας, όσο καλοπροαίρετους ανθρώπους και αν γνωρίσεις, από κάποια ηλικία και μετά οι απλές γνωριμίες, αλλά και η σύσφιξη σχέσεων δυσκολεύουν με εκθετικό ρυθμό.
Αναφέρω πράγματα που ενδεχομένως να μην είναι «εύηχα» ή να περιβάλλουν τη ζωή στο εξωτερικό με ένα πέπλο μελαγχολίας. Δεν ισχύει αυτό. Όπως προείπα –και ίσως το έχω αναφέρει ήδη αρκετές φορές στα έως τώρα κείμενά μου επί του θέματος–, η μετανάστευση δεν είναι για όλους. Όχι επειδή είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά επειδή απαιτεί συμβιβασμούς που πολλοί άνθρωποι αρνούνται να κάνουν. Το ίδιο όμως απαιτεί και η ευτυχία· και, όσο μεγαλώνεις, την προσεγγίζεις σφαιρικότερα. Ίσως επειδή, αν είσαι από αυτούς που δεν ησυχάζει το μυαλό τους, κατασταλάζεις στα πράγματα που σε κάνουν ευτυχισμένο και γνωρίζεις ακριβώς πώς πρέπει να συμβιβαστείς για να τα αποκτήσεις.
Η ζωή στο εξωτερικό δεν είναι για τους ανένταχτους.