Αφήνοντας πίσω την Ελλάδα: Η απόφαση

D
Το ελληνάκι

Αφήνοντας πίσω την Ελλάδα: Η απόφαση

Ήταν κάπου στις αρχές του Σεπτέμβρη όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον διευθυντή μου: «Είμαστε πολύ ευχαριστημένοι με τη δουλειά σου στην Ελλάδα, αλλά θα προτιμούσαμε ανθρώπους σαν εσένα να τους έχουμε κοντά μας. Εφόσον ενδιαφέρεσαι να έρθεις με την οικογένειά σου και να μετεγκατασταθείς μόνιμα στη Μαδρίτη, τις επόμενες μέρες θα σου στείλω ένα δελεαστικό πακέτο με σημαντική οικονομική και ιεραρχική εξέλιξη». Στη συγκεκριμένη πολυεθνική εταιρία εργαζόμουν από απόσταση τα τελευταία τρία σχεδόν χρόνια, ενώ από τον περασμένο Ιούνιο είχα αναλάβει μία σημαντική θέση ευθύνης, η οποία όμως, για στρατηγικούς λόγους, έπρεπε να μεταφερθεί γεωγραφικά στη Μαδρίτη.

Το ίδιο μεσημέρι, μόλις επέστρεψε και η σύντροφός μου από τη δουλειά, της είπα να κάτσει αναπαυτικά στον καναπέ για να της ανακοινώσω τα νέα. Δεν είχα ακόμα κάποια προσφορά στα χέρια μου, αλλά γνώριζα πως θα ήταν μία από αυτές τις μοναδικές ευκαιρίες που δεν παρουσιάζονται δεύτερη φορά στη ζωή ενός ανθρώπου. Μία προσφορά που, εκτός από την προσπάθεια προσέλκυσης από την πλευρά της εταιρίας, συμπεριλάμβανε και μία σπουδαία προσωπική ικανοποίηση για μένα. Μία αναγνώριση –ένα βραβείο ας πούμε– για εμένα προσωπικά που σε μία χώρα όπως η Ελλάδα ενδεχομένως να μην αναγνωριζόταν ποτέ. Και αυτό δεν το γράφω ούτε με πίκρα, ούτε με έπαρση ή εγωκεντρισμό.

Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω, ανοίγοντας μία μικρή παρένθεση στην ιστορία, σε εκείνο το σημείο που η σύντροφός μου δεν καθόταν πια και τόσο αναπαυτικά στον καναπέ και με ρωτούσε για δέκατη φορά αν της έκανα πλάκα.

* * *

Παρένθεση λοιπόν… Για πολλά χρόνια, είχα την κρυφή ενοχή μέσα μου ότι ενδεχομένως ήμουν ανθέλληνας. Όχι τόσο ως προς τη χώρα, όσο προς τους ίδιους τους Έλληνες. Όσοι με ξέρουν προσωπικά, έχουν να λένε για τον διαρκή εκνευρισμό μου, σχεδόν σε σημείο ψυχαναγκασμού, απέναντι σε μία πληθώρα καθημερινών ελληνικών καταστάσεων, όπως η αγένεια, η μιζέρια, η καχυποψία, η πανταχού παρούσα παρανομία, η ασέβεια στον δημόσιο χώρο, και ένα σωρό άλλα χιλιοειπωμένα. Μετά την επιστροφή μου από τη Μεγάλη Βρετανία όπου σπούδαζα για έξι χρόνια, και έχοντας συνηθίσει σε μία άλλη «ομαλότητα», το ένα μού ξίνιζε, το άλλο μού βρομούσε. Θεωρούσα λοιπόν ότι με το πέρασμα του χρόνου θα συνήθιζα και θα εντασσόμουν. Αν και ρεαλιστής, είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, δεν έχω καμία διάθεση να μιζεριάζω ή να βγάζω έναν διαρκή κυνισμό. Όσο και αν πέρναγαν τα χρόνια όμως, πάντα είχα την αίσθηση ότι δεν ταιριάζω, ότι είμαι μία μικρή παραφωνία στην ελληνική κοινωνική «ομαλότητα». Και για αυτό δεν φταίει κανείς. Θεωρώ ότι οι κοινωνίες κάνουν επιλογές και έχουν κάθε δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Η ελληνική κοινωνία, σε κάθε ιστορική περίοδο έκανε τις επιλογές της και έφτιαξε –συνεχίζει να φτιάχνει– μία χώρα σύμφωνα με τις ανάγκες της. Αν λοιπόν η ανάγκη της κοινωνίας είναι η διαπλοκή, η διαφθορά, η ανομία, η καχυποψία, η ξενοφοβία, η μιζέρια, η σοβαροφάνεια, η οπισθοδρόμηση, η ακρότητα, η ασέβεια στα ανθρώπινα δικαιώματα και τον δημόσιο χώρο, ο οπαδισμός και ο διαρκής συναισθηματισμός σε οποιοδήποτε θέμα, τότε εγώ που απεχθάνομαι αυτές τις «αξίες», πολύ απλά δεν έχω θέση σε αυτήν. Χωρίς αστερίσκους και χωρίς το παραμικρό ύφος παθητικότητας, λύπησης ή κλάψας. Τα γράφω όλα αυτά με χαρακτήρα καθαρά ρεαλιστικό.

Αυτά είναι η ελληνική κοινωνία που με τη σειρά της διαμορφώνει και τη χώρα. Όσοι ζούμε στην Ελλάδα και τα αναγνωρίζουμε αυτά, στην ουσία αντεπεξερχόμαστε με την καθημερινότητα φτιάχνοντας μικρές «φούσκες» μέσα στις οποίες προσπαθούμε να ζούμε ομαλά. Θα μου πεις, οκέι, αυτή η χώρα έχει αυτά τα στραβά και άλλες χώρες έχουν τα δικά τους, και φυσικά θα συμφωνήσω και θα συμπληρώσω πως άλλες χώρες έχουν μάλιστα στραβά που δεν βρίσκεις στην Ελλάδα, αλλά και πως φυσικά όλα αυτά δεν ποσοτικοποιούνται ώστε να αναδείξουν μία χώρα σαν καλύτερη ή χειρότερη από μία άλλη. Όμως εδώ μιλάμε για τη δική μου υποκειμενική αντίληψη· και υπό το πρίσμα αυτής της αντίληψης πάντα θεωρούσα πως δεν έχω κάτι κοινό με αυτή την κοινωνία σε οτιδήποτε αξιακό και πολιτισμικό. Είχα φτιάξει κι εγώ τη δική μου «φούσκα», με την οικογένειά μου, τους φίλους μου, την ενασχόλησή μου με ένα-δυο πράγματα που μου άρεσαν… και απλά προσπαθούσα να μην γκρινιάζω πολύ.

Η πολιτική κατάσταση της μνημονιακής περιόδου, με αποκορύφωση την εκλογή της παρούσας κυβέρνησης, μετέτρεψε την γκρίνια σε μία μεγαλύτερη και πιο βαθιά ανησυχία. Κυρίως για το μέλλον το δικό μου και της οικογένειάς μου. Έβλεπα να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μου άλλη μία επιλογή της ελληνικής κοινωνίας, η οποία όμως αυτή τη φορά ήταν πιο βίαιη και αφηνιασμένη, και έβαζε πλέον στο στόχαστρο τα ήδη σαθρά θεμέλια του πολιτεύματος, της παιδείας, των φιλελεύθερων αξιών και της αξιοκρατίας. Κατάφερνα όμως ακόμα, όπως και πολλοί άλλοι συμπολίτες μας, να διατηρώ τη «φούσκα» μου ισχυρή και να μην αφήνω την παρακμή να με επηρεάζει, όσο είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Κάθε τόσο όμως, κοίταζα και έξω από τη φούσκα. Έβλεπα το συνεχές κλείσιμο της αγοράς, την εκμετάλλευση και τη μαύρη εργασία ακόμα και σε υψηλές θέσεις εργασίας, αλλά και τη διόγκωση της αναξιοκρατίας και της απουσίας επαγγελματισμού, σε ένα εργασιακό κλίμα σε πλήρη σύμπλευση με την υπόλοιπη κοινωνική παρακμή.

* * *

Κλείνει η παρένθεση και επιστρέφουμε στον άβολο καναπέ. Εκεί λοιπόν γνωρίζαμε ήδη πως πρόκειται να συντελεστεί μία πολύ μεγάλη αλλαγή. Η οικογένεια δεν θα ακολουθούσε. Γιατί υπήρχε ήδη μία εξασφαλισμένη θέση εργασίας, υπήρχαν πολλές βολικές συνθήκες που δεν επέτρεπαν σε μία ολόκληρη οικογένεια να μετεγκατασταθεί σε μία χώρα που κανείς δεν μιλάει τη γλώσσα και που θα βασιζόταν σε έναν μόνο μισθό, όσο καλός και αν ήταν. Συμφωνήσαμε λοιπόν, παρόλο που το εταιρικό πακέτο μετεγκατάστασης περιλάμβανε και την υπόλοιπη οικογένεια, να φύγω αρχικά εγώ μόνος και στη συνέχεια να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Συμφώνησα και με την εταιρία μου να επισκέπτομαι τακτικά την Ελλάδα και να συνεχίσω να εργάζομαι από εκεί κάποιες μέρες, οπότε το θέμα της οικογένειας κάπως εξομαλύνθηκε. Μετά από λίγες ημέρες, ήρθε και η επίσημη προσφορά· και κάπου στα μέσα Οκτωβρίου απάντησα επισήμως κι εγώ. Θετικά. Θα συνέχιζα τη δουλειά μου και, από τον Ιανουάριο, θα ξεκινούσα στη Μαδρίτη.

Τελικά σε αυτή την απόφαση νίκησα εγώ ή με νίκησε η ελληνική κοινωνία; Έφυγα νικητής ή ηττημένος; Με κέρδισε μία χώρα πιο κοντά στην Ευρώπη και το αξιοκρατικό σύστημα της εταιρίας μου, ή με έδιωξε η Ελλάδα και η κλειστή αγορά της;

Δύσκολες οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Σίγουρα, το να γίνεσαι μετανάστης στα 43 σου δεν είναι κάτι που φανταζόσουν ποτέ, ούτε είναι κάτι που κάνεις με όση ευκολία το κάνεις στα είκοσι  ή στα τριάντα σου. Πόσο μάλλον όταν αυτό ενέχει και χρόνο μακριά από την οικογένειά σου. Ήταν όμως ένας αναγκαστικός μονόδρομος. Γιατί τις ευκαιρίες τις αρπάζεις πρώτα και μετά βλέπεις πώς θα αντεπεξέλθεις στα τυχόν προβλήματα και όχι το αντίθετο.

Η απόφαση λοιπόν πάρθηκε και, για τον επόμενο καιρό, μέχρι τον Ιανουάριο, όλα περιστρέφονταν γύρω από αυτό. Και γεννιόντουσαν σκέψεις –πολλές σκέψεις– γύρω από τα παραπάνω ερωτήματα.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]

Εικ.