Αφού δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς

L
Βίβιαν Στεργίου

Αφού δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς

Τα ομόφυλα ζευγάρια αποκτούν για πρώτη φορά δικαιώματα στην Ελλάδα το βράδυ της Τρίτης 22 Δεκεμβρίου, όταν προβλέπεται και γι’ αυτά σύμφωνο συμβίωσης. Μέχρι να ψηφιστεί, ακούγονται διάφορα εντός και εκτός Βουλής για το τι είναι φυσικό και τι αφύσικο, για το τι είναι ξενόφερτο και τι ταιριάζει στη χώρα μας, ενώ φυσικά και η εκκλησία για κάποιο λόγο (ποιον;) λέει τη γνώμη της και πασχίζει να ζητήσει αναβολή της ψήφισης του εξισωτικού νόμου. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει όμως και κάτι που δεν μπορεί να παραλείπεται από τη συζήτηση: ο νόμος έρχεται μετά από καταδίκη της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την απόφαση Βαλλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος. Είναι, δηλαδή, συμμόρφωση και όχι καινοτομία, άρση αδικίας/ανισότητας και όχι μεγαλειώδης έμπνευση της κυβέρνησης, συντονισμός με τις λοιπές έννομες τάξεις της Ευρώπης και όχι πρωτοπορία. Όπως και αν βαφτιστεί, είναι κάτι που έπρεπε να γίνει.

Τι είχε γίνει στη Βαλλιανάτος και λοιποί κατά Ελλάδος; Με απόφασή του (εκδόθηκε 7.11.2013), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αποφάσισε ότι ο νόμος 3719/2008 παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Ο νόμος αυτός είναι ο προϊσχύσας για το σύμφωνο συμβίωσης που ρητά προέβλεπε ότι το σύμφωνο αφορά τη συμφωνία ενός άντρα και μίας γυναίκας. Ο νόμος αυτός έλυνε διάφορα θέματα οικογενειακού δικαίου (ζητήματα πατρότητας του τέκνου των δύο ατόμων που συνάπτουν το σύμφωνο συμβίωσης), κληρονομικής φύσης αλλά και περιουσιακά. Τα έλυνε όμως μόνο για τα ζευγάρια που αποτελούνται από έναν άντρα και μία γυναίκα, γι’ αυτά δηλαδή τα ζευγάρια που θα μπορούσαν να τελέσουν και γάμο ή να κρατήσουν εντελώς αρρύθμιστη τη σχέση τους. Δεν έλεγε τίποτε για τα ομόφυλα ζευγάρια, που δεν είχαν κάποια άλλη νομική διέξοδο να ρυθμίσουν όλα τα παραπάνω. Έτσι, οι προσφεύγοντες είπαν ότι ο συγκεκριμένος νόμος παραβίαζε το δικαίωμά τους στην προσωπική και οικογενειακή ζωή και εισήγε διάκριση, αφού προέβλεπε δικαιώματα για μία ομάδα ατόμων (ετεροφυλόφιλοι) και απέκλειε από αυτά μία άλλη ομάδα (ομοφυλόφιλοι). Αφού το μόνο που διαφοροποιεί τις δύο ομάδες είναι η ερωτική προτίμηση των ατόμων που τις αποτελούν, πρόκειται για διάκριση βασισμένη στον σεξουαλικό προσανατολισμό και άρα για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Το δικαστήριο συμφώνησε. Συγκρατημένα, αλλά συμφώνησε. Το εύρημα ότι ο νόμος 3719/2008 παραβίαζε την αρχή της ισότητας δεν εκπλήσσει. Είναι μεν σύμφωνο με την ηθική διαίσθηση κάθε λογικού ανθρώπου, αλλά δεν εκπλήσσει επίσης επειδή πάγια το δικαστήριο θεωρεί τον σεξουαλικό προσανατολισμό ένα απαγορευμένο κριτήριο διαφοροποίησης. Αυτό συνδέεται με τη νομική αντιμετώπιση της αρχής της ισότητας. Τα όμοια αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο και τα ανόμοια με ανόμοιο. Για να πούμε ότι κάτι είναι ανόμοιο προς κάτι άλλο, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα κριτήριο για να τα ξεχωρίσουμε (κριτήριο διάκρισης/διαφοροποίησης). Κριτήρια όπως το φύλο, η θρησκεία, οι πολιτικές απόψεις, ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή η εθνική προέλευση είναι απαγορευμένα και από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρθρο 21).

Απορρίφθηκε ακόμη η ιδέα της κυβερνητικής πλευράς ότι με άλλο τρόπο θα μπορούσαν τα ομόφυλα ζευγάρια να επιτύχουν το νομικό αποτέλεσμα που επιτυγχάνεται με το σύμφωνο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα σύναψης συμφώνου προσδίδει από μόνη της ένα άλλο στάτους στη σχέση και άρα ο αποκλεισμός από ό,τι σημαίνει ένα σύμφωνο είναι άδικος. Δεν είναι δηλαδή άδικος γιατί δύο ομόφυλοι δεν μπορούν να επιτύχουν το αποτέλεσμα, αν θέλουν, συνάπτοντας μερικές παραπάνω συμβάσεις. Είναι άδικος ήδη επειδή η σχέση δύο gay ή δύο λεσβιών δεν έχει την ίδια υφή, βαρύτητα και αναγνώριση με τις άλλες.

Απέρριψε, ακόμη, επιχειρήματα της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με την προστασία της οικογένειας, αλλά δεν προχώρησε τόσο όσο θα χρειαζόταν για να αναγνωρίσει θετική υποχρέωση των κρατών-μελών να νομοθετήσουν ώστε να υπάρχουν και ομόφυλες οικογένειες. Δεν θέλησε δηλαδή να πάρει θέση για την υποχρέωση (θετική πράξη) νομοθέτησης από τα κράτη-μέλη. Θέλησε όμως να καταστήσει εντελώς σαφές το εξής: αν το κράτος προβλέψει μία δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τα ετερόφυλα ζευγάρια και δεν θελήσει (παράλειψη, μετά από θετική ενέργεια) να την προβλέψει και για τα ομόφυλα, τότε υπάρχει πρόβλημα με την αρχή της ισότητας.

Το Δικαστήριο μίλησε για συνδυαστική παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Το ζήτημα της ίσης αντιμετώπισης σε σχέση με το δικαίωμα του ατόμου στην οικογενειακή και προσωπική του ζωή ήταν κεντρικό στην υπόθεση. Έχει ενδιαφέρον τι επικαλέστηκε η πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν συμπεριέλαβε τα ομόφυλα ζευγάρια. Πράγματι, η αρχή της ισότητας αφορά την ίδια αντιμετώπιση ομοίων καταστάσεων· και εδώ, κατά την ελληνική κυβέρνηση, οι καταστάσεις δεν είναι όμοιες ώστε να απαιτούν όμοια αντιμετώπιση. Το σύμφωνο δημιουργήθηκε για να λύσει θέματα πατρότητας και γονικής μέριμνας που μπορεί να εμφανιστούν εάν ο άντρας και η γυναίκα, που τελικώς συνάπτουν το σύμφωνο, έχουν παιδί. Οι σχέσεις των ομοφύλων, όχι μόνο δεν είναι όμοιες καταστάσεις με τις «παραδοσιακές» οικογένειες ώστε να πρέπει να ρυθμίζονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά οι λεσβίες και οι gay δεν μπορούν να κάνουν παιδιά, άρα (!) δεν χρειάζεται να περιληφθούν στο σύμφωνο, το οποίο υπαγορεύτηκε νομοθετικά ακριβώς από την ανάγκη να προστατευτεί το συμφέρον του παιδιού.

Το δικαστήριο απέρριψε αυτή την επιχειρηματολογία-πρόκληση στην κοινή λογική, επεκτείνοντας περαιτέρω την έννοια της «οικογένειας» που ήδη ήταν ευρεία στη νομολογία του. Βρήκε ότι στην έννοια της οικογενειακής ζωής μπορεί να χωρέσει και η κοινή ζωή/καθημερινότητα και ό,τι άλλο μοιράζονται δύο γυναίκες ή δύο άντρες. Το ελληνικό κράτος μπορεί να επιθυμεί την προστασία της οικογένειας, δεν είναι δική του δουλειά όμως να παρέμβει στο ποιοι θα κάνουν οικογένεια και πώς θα είναι αυτή η οικογένεια. Η έννοια της οικογενειακής ζωής διευρύνεται έτσι πολύ με τη συγκεκριμένη απόφαση. Το δικαστήριο ξεφορτώνεται «αναγκαία στοιχεία» για να θεωρείται ο δεσμός δύο ανθρώπων οικογένεια: δεν χρειάζεται τα άτομα να έχουν παιδί, δεν χρειάζεται να είναι άντρας και γυναίκα, δεν χρειάζεται καν να συζούν μόνιμα. Η απομάκρυνση από φορμαλιστικές προσεγγίσεις της οικογένειας είναι θετική, επειδή το τι είναι οικογένεια αλλάζει συνεχώς — και θα αλλάξει πάλι στο μέλλον, εάν οι άνθρωποι βρουν άλλους τρόπους να ευτυχούν, να δημιουργούν δεσμούς και να μοιράζονται τη ζωή τους.

Το Δικαστήριο παρεμπιπτόντως (obiter dictum) είπε κάτι απλό: δεν υπάρχει ένας τρόπος και μία πιθανή επιλογή όταν επιλέγουμε πώς να ζήσουμε την ιδιωτική μας ζωή. Το πώς θα βιωθεί η ιδιωτική ζωή κάθε ατόμου και το πώς θα είναι η οικογένειά του είναι δικό του θέμα. Μόνο το άτομο αποφασίζει τι θα κάνει, όχι μόνο στην κρεβατοκάμαρά του, όπως λένε με μεγάλη κατανόηση όσοι θίγονται εύκολα, αλλά και παραέξω: με ποιον θα μοιράζεται την καθημερινότητά του και το δάνειό του, με ποιον θα θελήσει να αποκτήσει περιουσία, παιδιά ή υποχρεώσεις, με ποιον θα ζει μαζί, με ποιον θα έχουν σπίτι μαζί.

Άρα, έχοντας ένα νόμο που κρίθηκε προβληματικός σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τι μπορούσαμε να κάνουμε; Το ΕΔΔΑ δεν είναι νομοθέτης και δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του νομοθέτη, δεν μπορεί να υπαγορεύσει στο κράτος-μέλος τι να κάνει για να σταματήσει η διάκριση. Το ΕΔΔΑ απλώς (καταχρηστικά το «απλώς») διαπιστώνει τη διάκριση και καταδικάζει το κράτος-μέλος. Άρα το σύμφωνο υπήρχε, η διάκριση υπήρχε, η ανάγκη να αλλάξει ήδη από το 2013 ο νόμος υπήρχε και η Βουλή καινοτόμησε μόνο στο πόσο καθυστέρησε να ανταποκριθεί σε όλες αυτές τις συνθήκες.

Έχουμε 2016 εδώ και λίγες μέρες, ο νέος νόμος τώρα αρχίζει να εφαρμόζεται και τα πρώτα σύμφωνα για gay και λεσβίες τώρα ετοιμάζονται. Η κυβέρνηση, όχι μόνο δεν πρωτοτύπησε, όχι μόνο δεν έδρασε γρήγορα (εμείς και η Λιθουανία είχαμε μείνει), όχι μόνο δεν είναι ο προοδευτικός προστάτης των ατομικών δικαιωμάτων που θέλει να λέει ότι είναι (έχει θέσει εκτός πλαισίου ό,τι ελευθερία μπόρεσε να θέσει μέχρι τώρα, και συνεχίζει ακάθεκτη), αλλά ουσιαστικά νομοθέτησε υπό το βάρος της απόφασης που προκάλεσαν οι Βαλλιανάτος και λοιποί, και υπό το βάρος της νομικής πίεσης που ήδη είχε αρχίσει να ασκείται απειλητικά, αφού, με βάση το δεδικασμένο, κάθε ομόφυλο ζευγάρι θα μπορούσε να δοκιμάσει την τύχη του κατά της Ελλάδας στο δικαστήριο.

Η κοινωνική πίεση ήταν μεγάλη: όλοι, εκτός από την εκκλησία, τους ναζί και το ΚΚΕ, πίστευαν ότι ο νόμος είχε αργήσει. Από την άλλη, το ένστικτο κάποιων από όσους δεν ήθελαν την επέκταση τους έκανε να στραφούν κατά όσων το βράδυ της Τρίτης λέρωσαν με την παρουσία τους το θεωρείο της βουλής. Και είναι πράγματι εντελώς δικαιολογημένη η αποστροφή τους, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν θα είχαμε το σύμφωνο το βράδυ της Τρίτης έτσι και αυτοί που φιλήθηκαν στα θεωρεία δεν είχαν μπει στον κόπο, μερικά χρόνια πριν, να απαιτήσουν ισότητα.

Από την ισότητα βέβαια απέχουμε ακόμη, αλλά η αρχή έγινε: ήδη το 2013.