Το άγημα
Την προηγούμενη Τετάρτη, ημέρα που γράφεται η παρούσα στήλη, μεταξύ των άλλων καινοτομιών που επέβαλε το λαοφίλητο καθεστώς τής κατ’ επίφασιν δημοκρατικής Αριστεράς στη χώρα μας —καθώς κάθε ημέρα κάνει και από κάτι, δεν έχουμε παράπονο—, βγήκε και η είδηση για την επιλογή των σημαιοφόρων στις σχολικές παρελάσεις με κλήρωση, απόφαση που βέβαια τροφοδότησε με τη θρασύτητά της τα social media. Γράφτηκαν πολλά, τα περισσότερα προφανή, πολλά από αυτά αστεία, κάποια ανατριχιαστικά σοβαρά και με βαρύνουσα σημασία. Ελάχιστα βέβαια εξετάστηκε το γεγονός ότι έτσι φεύγει μεγάλο βάρος από τις πλάτες των δασκάλων, που πιέζονται φορτικά από πολλούς γονείς για «ατόφια δεκάρια» ώστε μόνο τα δικά τους παιδιά να κρατήσουν τη σημαία. Είναι επείγον, μας έλεγε φίλη εκπαιδευτικός, για την ψυχική υγεία των παιδιών του δημοτικού να μη λαμβάνεται υπόψη η βαθμολογία.
Επειδή φυσικά αυτά η κυβέρνηση ούτε τα γνωρίζει ούτε την ενδιαφέρουν, οι περισσότεροι χρήστες των μέσων κατήγγειλαν, ο καθένας με τον τρόπο του (ευτυχώς, επιτρέπεται ακόμη αυτό) το γνωστό μίσος τής κατ’ επίφασιν δημοκρατικής Αριστεράς (νεοκομουνιστικής, σταλινίζουσας, σουρεαλιστικά ριζοσπαστικής, ακραία συντηρητικής, εθνικιστικής, Αριστεράς του Καρανίκα, Αριστεράς -Μπόζο κ.ο.κ.) για τη λεγόμενη αριστεία, για την επιβράβευση της επιτυχίας, για την ατομικότητα, για τον πλούτο της διαφοράς, καθώς και τη συνακόλουθη αγάπη της προς την ισότητα —ισότητα φυσικά προς τα κάτω, εξισωτισμό στον πάτο του καζανιού, στον βυθό του βούρκου, στην πλατεία του προνεωτερικού χωριού, εκεί όπου οι υπήκοοι με τα αδιαφοροποίητα πρόσωπα απλώς συναινούν, απλώς λένε Ναι—, την αγάπη της για την ομοιομορφία και την ομογενοποίηση, αυτό δηλαδή που διαχρονικά σημαίνει η μη δημοκρατική Αριστερά: ανθρώπους χωρίς προσωπικότητα, έμψυχα γρανάζια, ανθρωπάκια χαρτοκοπτικής που κρατιούνται χεράκι-χεράκι και πηγαίνουν στη δουλειά, δίποδα τουβλάκια Lego. (Εάν βγάλουμε από τη συνάρτηση τη βία και τη νομενκλατούρα των κηφήνων που έχουν τα όπλα και τα λεφτά, αυτό και μόνο σημαίνει ανέκαθεν μη δημοκρατική Αριστερά. Δεν σημαίνει τίποτε άλλο, ούτε μπορούσε να σημαίνει κάτι άλλο ποτέ).
Λογικές οι αντιδράσεις του κόσμου. Ζουν υπό συνθήκες κρατικής κλεπτοκρατίας και αφαίμαξης από μία φούγκα νέων και επινοημένων φόρων που κατευθύνονται σε αμόρφωτους κηφήνες ή σε στρατούς ημετέρων. Βλέπουν τα πάντα γύρω τους να έχουν καταρρεύσει μέσα σε μόλις δυόμισι χρόνια εφιαλτικής, αυτοκτονικής διακυβέρνησης. Διαισθάνονται την απόσταση που αρχίζει να χωρίζει πλέον την Ελλάδα από χώρες που μέχρι χθες ο σοφός Έλλην Λαός ποσώς υποληπτόταν, καθώς είχαν την ατυχία να συντριβούν από κομουνιστικά καθεστώτα μετά τον Πόλεμο και να χάσουν δεκαετίες εξέλιξης. Πληροφορήθηκαν πια πως έπεσαν θύματα της πλεονεξίας τους, και πως άρα θα το πληρώσουν. Έχουν εμπεδώσει για τα καλά το γεγονός ότι δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτε για να σωθούν οι ίδιοι, αν εξαιρέσουν τη μετανάστευση — δεν υπάρχει, πραγματικά, άλλο τίποτε να κάνει κανείς, ή για την ακρίβεια απαγορεύεται, καθώς η δουλειά, ακόμη και η πολλή ή και η επιτυχημένη, δεν αρκεί όπως σε μία φυσιολογική χώρα. Έχουν συνειδητοποιήσει ότι «για να σωθεί ο τόπος» δεν απομένει άλλο τίποτε εκτός από το να κάνουν υπομονή μέχρι τις Εκλογές. Οπότε, οι συμπολίτες μας πιάνονται από κάτι τέτοια μικρά και εύκολα στη διαπραγμάτευσή τους θέματα για να ξεδώσουν.
Η δική μου αντίδραση παραλίγο να ήταν διαφορετική. Παβλοφικά, ακούγοντας για παρελάσεις, και δη μαθητικές, εξοργίζομαι. Δεν με ενδιαφέρει ποιος κρατά τη σημαία, ο καλύτερος μαθητής του σχολείου ή ο πιο ψηλός της τάξης, αν είναι κορίτσι ή αγόρι, αν είναι γεννημένος εδώ ή στην Αφρική, αν φοράει μίνι φούστα, πουκάμισο ή κουστουμάκι. Με ενδιαφέρει που βγαίνουν οι μαθητές στους δρόμους και παρελαύνουν με βήμα, ντυμένα με ομοιόμορφη στολή και αφήνοντας να εννοηθεί πως, νά, κάπου εκεί στον ώμο έχουν κρεμασμένο και το τουφέκι. Εν ολίγοις, οι μαθητικές παρελάσεις, και όχι επειδή έλκουν την καταγωγή τους από τον Μεταξά (γίνονταν και παλαιότερα, αν και παλαιότερα βέβαια ήταν 19ος αιώνας), με γεμίζουν σπυριά.
Ωστόσο έσβησα το σχετικό σχόλιο που πήγα να κάνω, και όχι επειδή το θέμα των παρελάσεων είναι ανεπίκαιρο. Όμως δεν ήμουν σίγουρος για τους λόγους, και έτσι το σκέφτηκα πολύ πριν καταλήξω κάπου. Η επιλογή μου σχετιζόταν με τη βόλτα που έκανα πριν δυο-τρεις μήνες, μια Κυριακή πρωί, στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης, μια ακόμη Κυριακή που έφερνε άσχημα νέα για την Ελλάδα από το επίπεδο των «διαπραγματεύσεων» με τους εταίρους μας του ελεύθερου κόσμου. Ένα άγημα έκανε έπαρση της σημαίας στον Λευκό Πύργο, συνοδεία της μπάντας, και είδα όλους τους περιπατητές —και μένα μαζί τους— να στέκονται προσοχή, να είναι συγκινημένοι, και να το εννοούν. Εκείνο το ένα λεπτό όλο κι όλο που κράτησε η τελετή υπήρξε αποκαλυπτικό.
Η περίοδος που ζούμε είναι κρίσιμη. Όλοι φταίμε που φτάσαμε ώς εδώ (στον Τσίπρα και στον Καμμένο), άλλος λιγότερο και άλλος πολύ περισσότερο. Και το όνειρο της ισχύος, οικονομικής, διπλωματικής, ενεργειακής, πολιτιστικής, είναι πια άπιαστο. Κινδυνεύουμε. Και οφείλουμε, αν μη τι άλλο, να στεκόμαστε με σύνεση και προσήλωση απέναντι σε ό,τι συνιστά τους ελάχιστους κοινούς μας τόπους, τον συλλογικό μας παρονομαστή. Γι’ αυτό δεν είπα τίποτε για τις μαθητικές παρελάσεις, κι ας εξακολουθώ να θέλω την κατάργησή τους. Τρέμω όμως ακόμα στην ιδέα της πιθανής αντικατάστασής τους. Τι θα επιλέξουν άραγε; Ποια κλήρωση θα σκεφτούν αυτή τη φορά; Και ποιος θα είναι ο τυχερός σύντροφος που θα κρατήσει ποια σημαία;
[ Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου (6.8.17) ].