Το Άγιο Δισκοπότηρο της απλής αναλογικής
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, η Αριστερά εισηγήθηκε, επιτυχώς, πολλούς μύθους στην ελληνική κοινωνία. Εξέχουσα θέση ανάμεσα σε αυτούς τους μύθους κατέχει η απλή αναλογική, ως πάγιο εκλογικό σύστημα, περιβεβλημένη με τον μανδύα της ηθικής ανωτερότητας απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο εκλογικό σύστημα, δεδομένου ότι πρόκειται για το μόνο εκλογικό σύστημα που είναι διαχρονικά άμωμο, άσπιλο, αμόλυντο, άδολο.
Με τον τρόπο αυτό, ένα εκλογικό σύστημα μεταβλήθηκε σε Άγιο Δισκοπότηρο. Αποκολλήθηκε από την πολιτική συγκυρία, αγνοήθηκαν τα πολιτικά του αποτελέσματα και έγινε α-χρονική, ανιστορική «αρχή», που επιβάλλεται να διεκδικείται αενάως. Το γεγονός ότι σε αρκετές χώρες που εφαρμόστηκε οδήγησε σε καταστροφικά αποτελέσματα, όπως παλαιότερα στην Ιταλία, με αποτέλεσμα να έχει εισαχθεί ο όρος «ιταλοποίηση» όταν κάποιος θέλει να περιγράψει ένα αποτυχημένο, κατακερματισμένο, αναποτελεσματικό πολιτικό σύστημα, ή στο Ισραήλ, όπου ο σχηματισμός κυβέρνησης εξαρτάται από ευάριθμους βουλευτές φανατικών Ορθόδοξων Εβραίων που θέτουν βέτο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής παρεμποδίζοντας οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση στα προβλήματα της περιοχής, δεν πτοεί τους υπερασπιστές της Ιερής Αγελάδας.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ιορδάνογλου, «Το εκλογικό σύστημα δεν είναι θέμα αρχής, είναι θέμα λειτουργικότητας. Η αποστολή του είναι διπλή: να αναδεικνύει κυβερνήσεις ικανές να κυβερνήσουν και να εξασφαλίζει την πολιτική νομιμοποίησή τους. Πολλά συστήματα ικανοποιούν αυτούς τους δύο όρους. Η αναλογική συνήθως δεν ικανοποιεί τον πρώτο. […] Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας διπλός μπελάς: ασταθείς κυβερνήσεις και παράλυση μπροστά σε επώδυνες αλλά αναγκαίες αποφάσεις. […] Παρά τα φαινόμενα, η απλή αναλογική δεν είναι δικαιότερο σύστημα. Απλώς δίνει δυσανάλογα μεγάλη επιρροή στα μικρά κόμματα. Το να εξαρτάται η επιβίωση μιας κυβέρνησης από το 2% του εκλογικούς σώματος δεν είναι δικαιοσύνη».[1]
Φαίνεται ότι για τους υποστηρικτές της απλής αναλογικής τα παραπάνω είναι ψιλά γράμματα. Είναι θέμα αρχής, δηλώνουν και ξεμπερδεύουν με την πραγματικότητα.
Πρόκειται για θεμελιώδη παρανόηση. Η πολιτική επιστήμη διδάσκει ότι τα εκλογικά συστήματα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες καλούνται να εναρμονίσουν δύο αντιτιθέμενες αρχές. Εκείνη της κυβερνησιμότητας μιας χώρας και εκείνη της αντιπροσωπευτικής αναπαράστασης μιας κοινωνίας. Το εάν προτάσσει κανείς το ένα ή το άλλο οδηγεί σε δύο ιδεοτύπους εκλογικών συστημάτων: στα πλειοψηφικά συστήματα και στα αναλογικά.
Στην πράξη, κάθε χώρα εφαρμόζει περισσότερο ή λιγότερο μικτά εκλογικά συστήματα, επιδιώκοντας να συγκεράσει αντιπροσωπευτικότητα με κυβερνησιμότητα, λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα. Σε 6 από τις 25 δυτικές χώρες εφαρμόζεται το πλειοψηφικό σύστημα (με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τον Καναδά ανάμεσά τους), ενώ παραλλαγές της αναλογικής ισχύουν σε 17 χώρες. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Nohlen, «Διαφορετικές εθνικές κοινωνικές δομές, ιστορικές εμπειρίες, πολιτικές συνθήκες και προθέσεις είχαν ως συνέπεια κάθε φορά να προκύπτουν διαφορετικά εκλογικά συστήματα». [2]
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
Εάν ισχύουν τα ανωτέρω, τότε αυτονόητο είναι ότι η συζήτηση περί αλλαγής του εκλογικού συστήματος στην Ελλάδα πρέπει να ενταχθεί στην πολιτική συγκυρία, με τα κριτήρια που έχουμε ήδη αναφέρει. Πρέπει, με άλλα λόγια, να εξεταστούν οι συνέπειες από μια τέτοια αλλαγή και, κυρίως, να αντιμετωπιστούν τα ενδεχόμενα πολιτικά αποτελέσματα. Δεν υπάρχουν απαράβατοι κανόνες. Επικλήσεις «αρχών» είναι είτε εκ του πονηρού, είτε πολιτική αφέλεια.
Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι σε αρκετές φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το εκλογικό σύστημα είναι σταθερό, με ελάσσονες κατά καιρούς αλλαγές, ενώ σε κάποιες άλλες χώρες οι αλλαγές στο εκλογικό σύστημα είναι ένα κλασικό μέσο για την εδραίωση ενός κόμματος στην πολιτική εξουσία, ή για τον αποκλεισμό κάποιων κομμάτων (συνήθως εξτρεμιστικών) από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Κατά συνέπεια, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάθε δικαίωμα να προτείνει αλλαγή του εκλογικού συστήματος, όπως το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι επικριτές του να προβάλλουν τη διαφωνία τους. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι το σύστημα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σχέση με την απλή και «άδολη» αναλογική των αριστερών ονειρώξεων. Στον ιδεότυπο της απλής αναλογικής δεν υπάρχει το κατώφλι του 3%. Δεν υπάρχει η δυσαρμονία των αχανών περιφερειών (Β΄ Αθήνας) και των μονοεδρικών. Αντίθετα, όλη η χώρα είναι μία και μοναδική εκλογική περιφέρεια. Επίσης, σε ένα εκλογικό σύστημα που προτάσσει την αντιπροσωπευτικότητα είναι αδιανόητο να μην μπορούν να ψηφίζουν οι Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό.
Πίσω στη συγκυρία λοιπόν. Στην πραγματικότητα. Στη χώρα όπου οι έννοιες συναίνεση και συμβιβασμός θεωρούνται εγκλήματα καθοσιώσεως. Στη χώρα όπου το κόμμα που κυβερνά και εισηγείται την απλή αναλογική είχε ως κεντρικό προεκλογικό του σύνθημα το «Ή αυτοί ή εμείς» και ο επικεφαλής του δήλωνε «Στις 20 Σεπτέμβρη, ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν». Το κόμμα που έσπειρε το μίσος και τον διχασμό, το κόμμα που ενθάρρυνε την πολιτική βία και χρησιμοποίησε συστηματικά τον εμφυλιοπολεμικό λόγο εισηγείται ένα εκλογικό σύστημα που βασίζεται στις συνεργασίες και στις ευρύτερες πολιτικές συνθέσεις. Υπαρκτός σουρεαλισμός.
Εάν λοιπόν η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν έχει καμία σχέση με την ευρύτερη φιλοσοφία, τον σκληρό πυρήνα, της απλής αναλογικής, πού στοχεύει; Θα ήταν εθελοτυφλία εάν δεν κατανοούσαμε ότι πρόκειται για ιδιοτελή ανάγνωση της συγκυρίας, που στόχο έχει την παρεμπόδιση του πρώτου κόμματος σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση ή συμμαχική χωρίς τη συμμετοχή του δεύτερου κόμματος. Με άλλα λόγια, ακυβερνησία, αστάθεια, αδυναμία λήψης οποιωνδήποτε σοβαρών πολιτικών αποφάσεων. Η χώρα στα τάρταρα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστικός παράγων της πολιτικής ζωής.
Παράλληλα, πρόκειται και για μια ομολογία ήττας. Η προτεινόμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου ξεκινά από την παραδοχή ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει στις επόμενες εκλογές. Προσδοκά ότι δεν θα σχηματιστεί κυβέρνηση, παρά το μπόνους των «50 εδρών» στις επόμενες εκλογές, και ότι στις μεθεπόμενες εκλογές θα ισχύσει το εκλογικό σύστημα που προτείνει και που κατά πάσα πιθανότητα θα ψηφιστεί από την παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία.
Στο όνομα μιας θολής «δικαιοσύνης», στερείται από τις μελλοντικές κυβερνήσεις η λειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα. Οδηγούμαστε σε αδυναμία λήψης αποφάσεων, ακόμα και αν σχηματιστούν κυβερνήσεις. Η κυβερνητική αστάθεια θα οδηγήσει μαθηματικά στην ακυβερνησία. Κραυγαλέο παράδειγμα η Οικουμενική το 1989-90.
Στο όνομα μιας θολής «δικαιοσύνης» παρέχεται δυσανάλογη δύναμη στα μικρά κόμματα. Το να τίθενται παράλογοι όροι από ένα κόμμα του 3,5% σε ένα κόμμα του 40% δεν είναι δίκαιο. Όπως επίσης δεν έχει σχέση με τη δικαιοσύνη να δίνει κανείς λευκή επιταγή στις ηγεσίες των κομμάτων να συμφωνήσουν σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που δεν το ψήφισε κανείς.
Τι απομένει μετά από όλα αυτά; Μόνον η ομολογία του Τσίπρα στον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα ότι, αφού υπέγραψε Μνημόνια, αντίθετα με όσα υπερφίαλα είχε υποσχεθεί, η «απλή αναλογική» ήταν το μόνο αριστερό μέτρο που του απέμενε να πάρει.
Με κόστος, την ολοκλήρωση της καταστροφής της χώρας.
[1] Χρυσάφης Ιορδάνογλου, «Περί απλής αναλογικής και παρενθέσεων», στο Γερνώντας μαζί με την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, Παρατηρητής, 2002, σελ. 229-30. Στο κείμενο αυτό γίνεται και μια εξαιρετική επισκόπηση για τα αποτελέσματα της απλής αναλογικής όποτε εφαρμόστηκε στην Ελλάδα.
[2] Dieter Nohlen, Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, Επίκεντρο, 2007, σελ. 267-68. Εξαιρετικό και κλασικό βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν στο θέμα.