Το αίμα πίσω από την ανθισμένη κολόνα
Με ρυθμό ανάγνωσης ρεαλιστικού μυθιστορήματος του περασμένου αιώνα ή σοβαρής κυριακάτικης εφημερίδας, τα είκοσι ποιήματα που αποτελούν την ποιητική συλλογή της Μαρίας Αγγελοπούλου «Η απουσιολόγος» διαβάζονται σε λιγότερο από είκοσι λεπτά. Με ρυθμό εκφώνησης ραδιοφωνικού δελτίου ειδήσεων δεν χρειάζονται πάνω από δέκα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος, μεταξύ άλλων, να διαβάζεις ποιήματα: μια γρήγορη, αλλά με συγκεντρωμένο το μυαλό, πρώτη ανάγνωση, για να παρατηρήσεις ύστερα χωρίς καθυστέρηση το ίζημα που κατακάθεται μέσα σου από τα λόγια του ποιητή — της ποιήτριας, στην προκειμένη περίπτωση.
Γιά να δούμε λοιπόν τι μένει στο μυαλό του αναγνώστη μετά από μια τέτοια γρήγορη ανάγνωση των ποιημάτων της «Απουσιολόγου». Η πρώτη και κυρίαρχη αίσθηση θα είναι, νομίζω, αυτή μιας έντονα, μονότροπα, εμμονικά, θα έλεγα, σωματικής ποίησης. Οι λέξεις που αναφέρονται στο ανθρώπινο σώμα, στα μέλη και στα όργανα του ανθρώπινου σώματος συγκεκριμένα, κυριαρχούν σε όλο το μήκος της συλλογής, σε κάθε ποίημα, σε κάθε στίχο σχεδόν. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια σωματική ποίηση σαν αυτή της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, για τις ηδονές και τις οδύνες της σάρκας, ούτε βέβαια για μια ποίηση που εορτάζει την αίσθηση, όπως εκείνη του Άγγελου Σικελιανού. Η ματιά της Αγγελοπούλου στο σώμα είναι εκείνη του χειρουργού με το νυστέρι στο χέρι ή, άλλοτε, η έντρομη ματιά του τραυματισμένου που αντικρίζει το δικό του ματοβαμμένο πουκάμισο — καμιά φορά είναι και το βλέμμα του χασάπη με τη ματωμένη ποδιά και τον μπαλτά στο χέρι.
Παραδείγματα για να ξέρουμε για τι μιλάμε: «Ξέχασες να πάρεις μαζί σου τους πόνους. // Μαζί σου, με: φρύδια, στήθος, μαλλιά, αίμα, σπλήνα / μαζί με ένα δικό της ματωμένο συκώτι / τρύπιο / ξέχασες / τους πόνους». Κι αλλού: «Δίχως μυοχάλαση / χειρουργώ. / Μυρίζει καμένο δέρμα / αχνίζει λίπος / η διαθερμία. / Μια πέτρα από χολή / μια αιμάτινη στάμπα / στο πράσινο σεντόνι». Και πιο κάτω: «Ρέουν απ’ τις φλέβες μου // αίματα στα χώματα / κόκκινη λάσπη γίνεται / χασάπικο μυρίζουν». Κι ένα τελευταίο: « Η σταφυλή μου κατρακυλά / στον φάρυγγα / δίκην / κόμπου πέτρας. // Τα μηνίγγια μου / φωτορυθμικό / εξωκάρδιων κτύπων. // Γύρω / λευκοπράσινος θάνατος. // Διασωλήνωση».
Διαβάζοντας πιο προσεκτικά τα ποιήματα, όπως είναι το σωστό δηλαδή, καταλαβαίνουμε τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτά: η Μαρία Αγγελοπούλου γράφει έχοντας πάντα στο μυαλό της το χυμένο κόκκινο αίμα και το στιλέτο ή τη λάμα που το κάνουν να τρέχει· έχοντας πάντα στη σκέψη της, με άλλα λόγια, το καθημερινό φονικό που μισοκρύβεται πίσω από την ανθισμένη πρόσοψη της πραγματικότητας και που οι περισσότεροι φροντίζουμε ή προσπαθούμε διαρκώς να ξεχνάμε — μέχρι τη στιγμή ίσως που θα το αισθανθούμε να καίει πάνω στο δικό μας δέρμα. Το δέκατο τέταρτο ποίημα της συλλογής αφηγείται αυτήν ακριβώς την ιστορία και μας δίνει την ευκαιρία να επισημάνουμε ένα ακόμη γνώρισμα των ποιημάτων της Αγγελοπούλου, που με την πρώτη ανάγνωση πιθανότατα δεν θα το παρατηρήσει ο αναγνώστης· εννοώ το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα ποιήματα, όσο ξεχαρβαλωμένη ή προσωπική κι αν εμφανίζεται η σύνταξή τους και όσο ελλειπτικό και αφαιρετικό κι αν είναι το ύφος τους, αφηγούνται μια ιστορία, διηγούνται ένα περιστατικό.
Αυτή εδώ, ας πούμε, είναι η ιστορία ενός τραγικού δυστυχήματος με θύμα ένα μικρό αγόρι:
Στο σταυροδρόμι
μυρίζει ψωμί. Λακκούβες, φανάρι κόκκινο.
Ένα
μπαμ
γδούπος κορμιού
σιωπή.
Δειλινό
για το αγόρι.
Σταματήστε τον
αυτόν με τη μερσεντές,
θα τον αναγνωρίσετε
απ’ τον ματωμένο προφυλακτήρα.
Τα αίματα του αγοριού
μαζί και μυαλά του
ξεράθηκαν
κανένας δεν τα σκούπισε.
Στάμπα,
πίσω από μία
ανθισμένη κολόνα.
Γιατί αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η βασική δουλειά —και η κύρια ικανότητα ενδεχομένως— του ποιητή: να βλέπει εκείνο που οι υπόλοιποι αδυνατούν να διακρίνουν, ή αρνούνται ίσως. Να βλέπει το ξεραμένο αίμα πίσω από την ανθισμένη άνοιξη — και την ανθισμένη άνοιξη, όμως, πίσω από το καθημερινό φονικό. Να βλέπει ταυτόχρονα το λευκό πίσω από το μαύρο και το μαύρο πίσω από το λευκό — και όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις. Και να δοκιμάζει με τους στίχους του να τα καταστήσει όλα αυτά ορατά στους αναγνώστες των ποιημάτων του. Κι ακόμη περισσότερο, να επιχειρεί να εκπαιδεύσει τους αναγνώστες σε αυτήν τη δεξιότητα, τη διπλή κατά κάποιον τρόπο όραση, που κοιτάζοντας την ίδια πραγματικότητα διακρίνει πάντα κάτι παραπάνω από όσα η συνηθισμένη ματιά βλέπει. Γιατί οι ζωντανοί είμαστε διαρκώς μετεξεταστέοι, όπως διαβάζουμε στο πιο σύντομο ποίημα της συλλογής, τρεις λέξεις όλο κι όλο. Και η ποίηση έχει πολλά ακόμα να μας διδάξει.
Όπως το κάνει, για παράδειγμα, σε ένα ακόμα ποίημα που αξίζει να ξεχωρίσουμε, το δέκατο όγδοο της συλλογής, το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου (ή μήπως ενός θεού;) που οδηγείται στη σφαγή βαυκαλιζόμενος διαρκώς, όπως κάνουμε όλοι μας, πως κάτι θα γίνει και η θυσία του τελικά δεν θα πραγματοποιηθεί, και κάθε νέα αναβολή δίνει ζωή στις ελπίδες του, που φυσικά γνωρίζουμε καλά πως είναι φρούδες. Νά μια ακόμα δουλειά του ποιητή: να διαλύει τις αυταπάτες μας και να μας αφυπνίζει. Η Μαρία Αγγελοπούλου το κάνει αυτό χωρίς να δείχνει καμία λύπηση για τον αναγνώστη της. Το ποίημα:
Ανηφόριζε με προσδοκία, ν’ αποφύγει τη σφαγή
κάπου στον δρόμο χάθηκε,
σπρώχνοντας χάντρες.
«Ο βωμός δεν έχει αποπερατωθεί» τραγούδαγαν
κι εκείνος —όντας ευκολόπιστος—
χόρευε
φορώντας αγκάθινα παπούτσια.
Γνώριζε για τη θεμελίωση
έβλεπε που καλούπωναν
που έριχναν τσιμέντα
ήξερε (δε δικαιολογείται, ήξερε).
Μα κύλαγαν οι χάντρες, κάτω-πάνω-μέσα-γύρω.
Μέχρι που άπλωσαν στον τρούλο κεραμίδια,
ήλπιζε σε κατεδάφιση.
Η ποιήτρια, σαν απουσιολόγος (καθώς υπαινίσσεται ο τίτλος της συλλογής), μνημονεύει εκείνους που χάθηκαν, τα θύματα της πραγματικότητας, μα δεν αρκείται σε αυτό. Φροντίζει επίσης, με έντονα μεταφορικό, σκληρό και αιχμηρό λόγο, να κατονομάσει και τους άλλους, τους θύτες, όσους κάνουν συχνά τη ζωή μας τόπο μαρτυρίου, μένοντας ωστόσο οι ίδιοι ασφαλείς στο απυρόβλητο: τους «προστάτες / της ολόκληρης πίτας και του χορτάτου σκύλου», τους «φύλακες της τιμής / και εγγυητές της ευτυχίας» μας, εκείνους που για αντίδωρο μάς μοιράζουν σταυρούς, τους ποικιλώνυμους σωτήρες που μας τραβάνε άλλοι «στο τροχόσπιτο του Θεού» και άλλοι «στην ανοιχτή φυλακή / του ατέλειωτου οργασμού / της ψυχανάλυσης», κι εκείνους που μας αγαπούν όταν είναι πια αργά και μας προσφέρουν το νήμα της Αριάδνης όταν πια έχουμε συμφιλιωθεί με τον Μινώταυρο — γιατί κι αυτό συμβαίνει καμιά φορά.
Σε ένα άλλο σημείο της συλλογής εμφανίζεται ένας τρόφιμος ψυχιατρικού ιδρύματος που γράφει ποιήματα για την αφηγήτρια πάνω σε άδεια πακέτα τσιγάρων. Τα ποιήματα ενός μανιακού με τρυφερή προαίρεση. Μπορεί, σκέφτομαι, να είναι τα δικά του ποιήματα που διαβάζουμε στην «Απουσιολόγο» της Μαρίας Αγγελοπούλου. Ή να είναι τα ποιήματα που γράφει η αφηγήτρια για εκείνον. Ποιήματα με σκληρή και τραχιά εικονοποιία και ελλειπτικό λόγο, με ξεχαρβαλωμένη σύνταξη και παράδοξο λεξιλόγιο, ποιήματα που έχουν, θα έλεγε κανείς, τις καταβολές τους στον λόγο των υπερρεαλιστών και εξπρεσιονιστών ποιητών· που κάποιες φορές θυμίζουν την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου ή του Μίλτου Σαχτούρη και άλλοτε εκείνη του Βασίλη Στεριάδη, από τον οποίο δανείζεται η ποιήτρια και το motto της συλλογής της. Το διαβάζω, γιατί δίνει ένα κλειδί ακόμα για τα είκοσι ποιήματα του βιβλίου: «Σου έλεγα, λοιπόν, τώρα τελευταία σκορπίσαμε / ο ένας ερωτεύτηκε σ’ ένα νησί / ο άλλος πήγε στο εξωτερικό για σπουδές / (μια παράξενη ειδικότητα στην κατασκευή πλαστικών εγκεφάλων) / εγώ έμεινα, για να συμπληρώνω κάθε πρωί το απουσιολόγιο».
Η Μαρία Αγγελοπούλου κάνει, όπως γίνεται φανερό ακόμα και με την πρώτη ανάγνωση, κάτι παραπάνω: μας χαρίζει μια ποίηση εντελώς προσωπική και ξεχωριστή, με μια δύναμη που σπάνια έχουμε συναντήσει σε ποιητικό βιβλίο τα τελευταία χρόνια.