Το αίμα στα βιβλία
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος: το «Κάτω από το δέρμα» είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Με μάγεψε.
Ταυτόχρονα, είναι ένα μυθιστόρημα που σε παγιδεύει: αν παραδοθείς στη γοητεία του (και θα παραδοθείς), δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Πρωτίστως όμως, υπό μία έννοια, είναι ένα μυθιστόρημα-ύμνος στο βιβλίο ως αντικείμενο, στο βιβλίο ως αξία — μιλάμε βέβαια για τις μεγάλες εκδόσεις αποκλειστικά, ή, ειδικά στην περίπτωσή μας εδώ, για μεμονωμένα βιβλία που ανάγονται σε θησαυρούς χάρη στην καλλιτεχνική τους βιβλιοδεσία. Όμως είναι μαζί ένα βιβλίο για τη Νέα Υόρκη — τη Νέα Υόρκη του τέλους των 60s: μία από τις πιο όμορφες εκδοχές τής πιο όμορφης πόλης του κόσμου, αν όχι σαφώς την ομορφότερη, και αυτή που νοσταλγούμε όλοι. Και είναι ακόμη ένα βιβλίο ενηλικίωσης. Και ένα βιβλίο για τη μοναξιά· και το σεξ. Και ένα αστυνομικό, βέβαια, βιβλίο — με σίριαλ κίλερ, και μάλιστα έναν σίριαλ-κίλερ σπάνιας εκκεντρικότητας και λεπτού γούστου.
Αλλά, τέλος, είναι και ένα βιβλίο για το Ολοκαύτωμα. Για το τέρας μέσα στον άνθρωπο. Για τη Γερμανία της εποχής της ανόδου του ναζισμού. Για τα πογκρόμ και τον θάνατο: όλα τα άλλα, είναι μια πρόφαση γι’ αυτό. Όμως τι πρόφαση! Και τι εκτέλεση.
Ο Κάιζερ τιθασεύει ένα πελώριο υλικό, και δείχνει πως το κάνει με μια άνεση που σε ζαλίζει. Θυμίζει κάποιους βιρτουόζους των ακροβατικών, έναν από εκείνους τους ζογκλέρ που ελέγχουν με τα χέρια, τα πόδια και το στόμα μπάλες, πιατίνια και κορύνες, ενώ ταυτόχρονα χαμογελούν και δείχνουν να το διασκεδάζουν. Προφανώς και έχουμε να κάνουμε με μία δουλειά που κράτησε ίσως και χρόνια, με μέθοδο, με έρευνα σε πολλά αρχεία και πάρα πολλά βιβλία, αλλά το αποτέλεσμα είναι μαγευτικό — και σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Γιατί ανά πάσα στιγμή είσαι εκεί: στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο, στη Βαϊμάρη, στο Ισραήλ, σε μια αργεντίνικη πάμπα… ή σε ένα υπόγειο βιβλιοδετείο· σε μια κρυφή βιβλιοθήκη· σε ένα απόμερο πλακόστρωτο στενό, ακούγοντας τον ήχο από ένα ζευγάρι γυναικεία παπούτσια· σε ένα βαν, περιμένοντας το επόμενο ακόμη ζωντανό θύμα σου· ή σε μια εβραϊκή συνοικία την επομένη της Νύχτας των Κρυστάλλων.
Δεν είναι ένα εύκολο βιβλίο, καθώς απαιτεί την προσοχή σου — και δικαίως: πρέπει να σου φανερωθούν χώροι και καταστάσεις για τις οποίες ακριβώς γράφτηκε αυτό το βιβλίο· και πρέπει να αφεθείς να γλιστρήσεις πίσω από το κάλυμμα αυτού ειδικά του βιβλίου, να στριμωχτείς και να χωρέσεις μέσα στα τυπογραφικά του, να βουτήξεις στο μελάνι του και να το γευτείς μέχρι το (ανατριχιαστικό, αλησμόνητο) τέλος.
Όσοι αγαπούν την τυπογραφία (όχι απαραιτήτως όντας τυπογράφοι ή επιμελητές τυπογραφίας όπως εγώ), όσοι αγαπούν τη βιβλιοδεσία, τις ακριβές και σπάνιες εκδόσεις, και το βιβλίο ως αντικείμενο, όσοι συγκεντρώνουν βιβλία όχι απλώς για να τα διαβάσουν αλλά για να τα έχουν, θα λατρέψουν το Κάτω από το δέρμα. Ασφαλώς λοιπόν, δεν θα έπρεπε να το χάσουν.
Δεν θα πούμε άλλα, γιατί θέλουμε να αφιερώσουμε τον χώρο εδώ για δυο (μόνο…) αποσπάσματα, τόσο για την απόλαυση της ανάγνωσής τους, όσο και για να φανεί ελάχιστα η ποιότητα της μετάφρασης του βιβλίου από τον Βασίλη Τσαλή. Η δουλειά του είναι εξαιρετική, ή καλύτερα: πολύ παραπάνω από εξαιρετική — μας συνάρπασε. Πόσο μόχθο κρύβει! Τι έρευνα. Βέβαια, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία πως θα βραβευτεί. Μιλάμε για άθλο. Ο αναγνώστης του βιβλίου θα καταλάβει τι εννοούμε.
* * *
Οι ενδιάμεσες μέρες όμως, η εποχή της αποπομπής μου, ήταν γλυκές και μελαγχολικές και ανυπόφορες. Δεν διάβαζα, δεν πήγαινα στις παραδόσεις, μετά τη δουλειά τριγύριζα άσκοπα στην πανεπιστημιούπολη και έπαιρνα στο κατόπι κοπέλες με ροζ μίνι φούστες που τιτίβιζαν χαρούμενα, τα άτακτα κορίτσια από την Μπελβίλ και το Νορθ Μπέργκεν. Όμως δεν μιλούσα σε καμιά και καμία δεν μου έδινε την παραμικρή σημασία, μόνο εκείνο το Έλα κι από δω, καλέ!, από τις πόρνες στην 7η Λεωφόρο. Είχα πιστέψει ότι η πρώτη μου φορά θα άλλαζε τα πάντα. Ότι τώρα θα είχα περισσότερη αυτοπεποίθηση και θα ήμουν πιο σίγουρος για τον εαυτό μου, επειδή είχα αποδείξει ότι μπορούσα, επειδή ήξερα πώς γινόταν και επειδή τώρα στο κάτω κάτω ήμουν πια άντρας και όχι παιδί. Μάταια όμως, ήμουν το ίδιο μικρό παιδί, άπειρο και ντροπαλό. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου έγραφα ένα ποίημα, που υποτίθεται ότι θα συνομιλούσε με τον Ρεμπό και τον Χαρτ Κρέιν, και το έσκιζα. Σκότωνα την ώρα μου με τις φωτογραφίες της Γκρέτχεν και το μικρό μου τρανζίστορ. Όλοι οι σταθμοί έπαιζαν το «Get Back» –Get back, get back to where you once belonged, μου τραγουδούσε ο Πολ και αυτή ακριβώς ήταν η σκέψη που με βασάνιζε εκείνες τις μέρες. Get back, Jojo. Δεν μπορούσα όμως. Το μέγεθος και η δύναμη και η διαφθορά της Νέας Υόρκης, η λάμψη και το θάμπος της, η κάψα και ο βόμβος της μέρα νύχτα, το σφυροκόπημα, το αλισβερίσι, η κίνηση, ο πυρετώδης παλμός της, πιο δυνατός και πιο καθαρός απ’ όσο σε ένα εργοστάσιο τη Δευτέρα το πρωί, με τραβούσαν, με τραβούσαν κοντά της, κι έτσι περνούσα τις νύχτες μου με τη Rolleiflex σε ετοιμότητα, τη φωτογράφιζα πάλι, την κοίταζα, τη μύριζα και την άκουγα να ουρλιάζει και να φλυαρεί, να πάλλεται και να χορεύει, τη μεγαλοπρεπή και ζέουσα και σάπια ερημιά της, τους τύπους με τα φανταχτερά κίτρινα πόντσο που έπαιζαν μπόνγκος στο πάρκο της Ουάσιγκτον Σκουέαρ, τους χρυσούς σταυρούς στη λιτανεία του Σαν Τζενάρο, το τραγούδι των Ιταλίδων και τον θρήνο της Παρθένου Μαρίας, κι έπειτα πάλι μια παρέλαση, εδώ να παίζουν μπάντζο, εκεί να φωνάζουν συνθήματα για τον Χο Τσι Μινχ και το Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Νότιου Βιετνάμ, τα άλογα των έφιππων αστυνομικών να καλπάζουν χλιμιντρίζοντας στην οδό Μπάουρι και στην 7η Λεωφόρο, πορείες ειρήνης στο Σέντραλ Παρκ, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας που εκφυλίζονται γρήγορα, ένας διαδηλωτής με εγκαύματα και τρεις τραυματισμένοι αστυνομικοί, κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου οι Ευρωπαίοι τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη, πιο πάνω οι γλάροι της αποβάθρας 45 να αρπάζουν στην κυριολεξία μέσα από το βρόμικο ράμφος των περιστεριών την τροφή που αυτά είχαν μαζέψει έξω από το εστιατόριο του πανεπιστημίου, και η γωνία Μπρόντγουεϊ και Λαφαγιέτ τίγκα στους μαύρους και τους Πορτορικανούς του Σίτι Κόλετζ και τους νταβατζήδες και τις πουτάνες και τους μαστουρωμένους που καραδοκούν πίσω από τους σκουπιδοτενεκέδες, ποιον, εμένα; ναι, εμένα και τις κυρίες με τα έξι σκυλάκια το κυριακάτικο απομεσήμερο, τις γάτες με τα τρία ποδάρια στις τσίγκινες στέγες, τους αρουραίους στο Χάρλεμ Ρίβερ, τους άντρες με τα τατουάζ και τα υπερβολικά κοντά τζιν παντελόνια, τους ζογκλέρ και τους κλόουν στο Μπράιαντ Παρκ να με περικυκλώνουν με τα κόλπα τους, να με πολιορκούν οι τύποι με το «τσάμπα πράμα, φίλε!» και τα ταξί και οι χαριτωμένες μαθήτριες με τα γαλάζια κουτιά για τον έρανο του Εβραϊκού Εθνικού Ταμείου, όπως οι μέλισσες που γυρεύουν τον μελισσοκόμο τους και βουίζουν Jojo was a man who thought he was a loner, ναι, αυτό σκεφτόταν!, πώς βουίζουν όλα και τραγουδάνε, οι προσόψεις από χυτοσίδηρο και οι πιτσαρίες και οι γερανοί στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, πώς βρυχώνται όλα και βροντούν και αντηχούν, μουγκρίζουν οι ίπποι από χρώμιο πάνω στη Γέφυρα του Μανχάταν, θρηνούν οι κινητήρες των αυτοκινήτων στην Κανάλ Στριτ, ο υπόγειος σιδηρόδρομος ουρλιάζει και σκούζει και στριγκλίζει πάνω απ’ τα κεφάλια μας και σφυρίζει και δονείται και βροντάει κάτω από τα πόδια μας, οι εργάτες κάνουν φασαρία, ο ψαράς φωνάζει δυνατά, η γριά Ινδιάνα σκληρίζει, μια τάξη νηπιαγωγείου τσιρίζει και ο αλήτης κλαψουρίζει, στέκει εκεί με τις ξεχαρβαλωμένες μπότες του πλάνητος και πουλάει συγχωροχάρτια, ο γενειοφόρος Τζο Νάμαθ με την πινακίδα του Ο Ιησούς–θυσιάστηκε–για τη σωτηρία–των αμαρτωλών με περιμένει στη γωνία Τσερτς και Γουέρθ Στριτ, στέκει ύποπτα κάθε μέρα έξω από την κεντρική είσοδο της Τσέις Μπανκ, πολύ ύποπτα, κύριε Νάμαθ!, από ψηλά στον τοίχο ακούγεται η δυνατή φωνή του Τσε Γκεβάρα: No More Miss America!, και οι μέλλουσες Μις Αμέρικα στρέφουν το κεφάλι τους, κουνιούνται ναζιάρικα, με βάζουν σε πειρασμό, λικνίζουν τους γοφούς τους, χτενίζουν τα μαλλιά τους καθώς περπατούν, μου γνέφουν, γλυκά και μελαγχολικά και ανυπόφορα. Και εγώ, εγώ είμαι μόνο ένας φτωχός εικοσάρης με είκοσι σέντσια στην τσέπη και το μόνο που θέλω είναι να είμαι μέσα στο παιχνίδι και δεν μπορώ κι όμως είμαι μέσα κατά κάποιον τρόπο.
* * *
Τις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν, ταξίδεψε σε κάποια μέρη όπου μπορούσε να δει και να ψηλαφίσει βιβλία. Ταξίδεψε στο Στράλζουντ και στο Σβέριν. Ταξίδεψε στο Ντέσαου και στο Μαγδεμβούργο, όπου έριξε μια ματιά στη συλλογή της πριγκίπισσας Ραντβάνι. Ταξίδεψε στο Μπράουνσβαϊκ και στο Βόλφενμπιτελ, στο Χάλε και στο Ζάνγκερχαουζεν και τελικά ο δρόμος του τον έφερε στη Σαξονία. Κατά τη διάρκεια αυτών των ταξιδιών γνώρισε αναρίθμητα βιβλία. Πέρασαν τόσο πολλά απ’ τα χέρια του, χάιδεψε με το βλέμμα του τόσο πολλά, έτσι που ένας συνηθισμένος άντρας ασφαλώς θα είχε γρήγορα ξεχάσει πού και ποιο αντίτυπο είχε δει. Ο Άιζενσταϊν όμως ήταν σε θέση ακόμη και μήνες μετά να κατονομάσει τον τόπο και να περιγράψει το δέσιμο κάθε τίτλου. Ψηλάφιζε τα βιβλία μέσα έξω, όταν του το επέτρεπαν. Μάζευε τις αισθήσεις που του μετέδιδαν τα ακροδάχτυλά του την ώρα που γλιστρούσαν πάνω στα εξώφυλλα και στη ράχη, πάνω στο χαρτί, στην περγαμηνή, στο βελούδο, στο δέρμα. Kαι πόσο πολύμορφες ήταν οι αισθήσεις που αποκόμιζε από τις επιφάνειες! Η ψυχρότητα του λούστρου, η τραχύτητα του βερνικωμένου λινού, η ομαλότητα του λειασμένου μάρμαρου σε ένα άγαλμα του δέκατου όγδοου αιώνα, η ζεστή απόχρωση των νιφάδων χρυσού, το σκληρό σαν δέρμα ελέφαντα κάλυμμα ενός βιβλίου από βερνικωμένο ξύλο, ψηλάφισε το φρέσκο μαλακό κατσίκι, το σκληρό δέρμα από την Περσία, το φολιδωτό από το Κάιρο, το φοδραρισμένο με ταφτά ή μουαρέ, τριζάτο μαροκέν, το φίνο σεβρό, το βελούδινο δαμασκηνό, δέρμα μαλακό σαν κερί σόγιας ή σκληρό σαν μπαλένα φάλαινας ή ινώδες σαν μπαμπού, το ιριδίζον σεντέφι, το χνούδι της ενισχυμένης με κόκαλο τσόχινης ράχης, σαν βρύα που φύονται πάνω στον σχιστόλιθο, στολίδια από ταρταρούγα, αλάβαστρο ή ελεφαντόδοντο, κουμπώματα από οξειδωμένο ασήμι, ρητινούχα λάκα, μεταξωτό μπροκάρ, πάπυρο ή περγαμηνή λεπτή σαν μεταξόχαρτο, επεξεργασμένο ύφασμα γκρο, γαλαζωπό χαρτί της Βίβλου που το διαπερνούσαν αδιόρατες χρυσές παγιέτες. Ήταν μια ηδονή που δεν περιγράφεται με λέξεις. Πόσο φτωχή είναι η γλώσσα όταν έρχεται αντιμέτωπη με τη μαστοριά αυτών των βιβλίων, πόσο ανεπαρκείς ήταν οι λέξεις που χρειαζόσουν! Για τα δάχτυλα του Άιζενσταϊν όλα αυτά τα δέρματα, τα καλύμματα, τα περιβλήματα και οι κάψουλες, όλες οι επιφάνειες σ’ αυτόν τον κόσμο, ήταν μια πρόγευση μακαριότητας. Όμως μια πρόγευση μόνο. Κοντά τους έβρισκε γοητεία, παρηγοριά, βάλσαμο και απληστία, όμως το συναίσθημα –αυτό το μοναδικό συναίσθημα– δεν το έβρισκε. Τίποτε δεν ικανοποιούσε την ενόρμησή του.