Το αίνιγμα της Κίνας

C
Ρωμανός Γεροδήμος

Το αίνιγμα της Κίνας

Μιλούσα χτες στους φοιτητές μου για την άνοδο της Κίνας και παρατήρησα την ίδια αντίδραση που σημειώνουν και κάποιοι ειδικοί των πολιτισμικών σπουδών στο θέμα αυτό, όπως η Julia Lovell: μία άρνηση εμπλοκής (resistance) μεγάλου τμήματος των κοινωνιών της Δύσης σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την Κίνα. Με το που μπήκα στο θέμα αυτό, αρκετοί έπιασαν κινητά ή έκλεισαν τα μάτια τους. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο έπεσε κατά μερικούς βαθμούς Κελσίου. Αντιδράσεις και σχόλια μηδέν, από μία τάξη που συνήθως σφύζει από ζωή. Η μόνη στιγμή που ζωντάνεψαν ήταν όταν τους είπα ότι ενδέχεται η Gu Kailai ―η γυναίκα του Bo Xilai που καταδικάστηκε για τον φόνο του Βρετανού επιχειρηματία Neil Haywood― να ήταν άλλη από τη γυναίκα που εμφανίστηκε στο δικαστήριο (οι φωτογραφίες δείχνουν δύο αρκετά διαφορετικά πρόσωπα).

Για να είμαι βέβαια ειλικρινής (και δίκαιος με τους φοιτητές μου), η αλήθεια είναι ότι συχνά πιάνω τον εαυτό μου να έχει ακριβώς την ίδια αντίδραση. Ενώ άλλες χώρες της Ασίας, όπως η Ινδία ή η Ιαπωνία, κεντρίζουν, έστω και επιφανειακά, το ενδιαφέρον, η Κίνα είναι ένα θέμα τοξικό.

Το «γλωσσικό (και πολιτισμικό) φράγμα» είναι σαφώς ένας τεράστιος παράγοντας. Στα πολλά χρόνια διδασκαλίας και επαφής με χιλιάδες φοιτητές από πολλές χώρες, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις Κινέζων φοιτητών που μπόρεσαν να επικοινωνήσουν (δηλαδή να καταλάβουν και να μεταδώσουν πληροφορία και συναίσθημα, γραπτά και προφορικά) αβίαστα. Ακόμη και σε μεγάλα ακαδημαϊκά ή επιστημονικά συνέδρια και επιθεωρήσεις, η μέθοδος που ακολουθείται είναι συνήθως τόσο περιγραφική, επιφανειακή ή αποκομμένη από τη δυτική βιβλιογραφία και επιστημονική μέθοδο, ώστε να έχει δημιουργηθεί ένα άτυπο απαρτχάιντ· μία άρνηση εμπλοκής αμφιτεροπλεύρως. Η συντριπτική πλειοψηφία δε των επιστημόνων, αναλυτών και συγγραφέων της Δύσης έχει τέτοια άγνοια της κινεζικής γλώσσας, της πνευματικής παραγωγής και των κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών (context), ώστε να μη διαθέτει ούτε το ερμηνευτικό πλαίσιο, ούτε το ενδιαφέρον για να επεξεργαστεί και να καταλάβει πώς σκέπτονται και τι συμβαίνει «εκεί».

Όλα αυτά θα ήταν μία ωραία αλλά μικρής σημασίας συζήτηση εάν η Κίνα δεν ήταν στα πρόθυρα του να γίνει η μεγαλύτερη παγκόσμια υπερδύναμη, ειδικά σε μία εποχή που οι ΗΠΑ αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στον παθητικό-επιθετικό απομονωτισμό και τη διπλωματία του Twitter. Με πληθυσμό 1,4 δισ. να παράγει τα αγαθά που όλος ο υπόλοιπος πλανήτης καταναλώνει, τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα, αποικιοποίηση και εκμετάλλευση των πόρων της αφρικανικής ηπείρου, με μία οικονομία που «κρατάει» το χρέος των ΗΠΑ και μπορεί να αγοράσει ταυτόχρονα το χρέος της νότιας Ευρώπης (ναι, ακόμη και της Ελλάδας), με όλους τους γίγαντες της ψηφιακής τεχνολογίας, με πυρηνικά όπλα και με μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Κίνα ένας κρίσιμος παίκτης στο διεθνές σύστημα.

Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά αρκούν για να γίνει η Κίνα υπερδύναμη· να θέσει, δηλαδή, την παγκόσμια ατζέντα. Να ασκήσει ισχύ. Να καθορίσει, δηλαδή, τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, όπως έκαναν οι ΗΠΑ και η Βρετανία πριν από αυτήν. Η απάντηση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, και οι έμπειροι παρατηρητές της Κίνας διαφωνούν. Αναλυτές όπως ο Martin Jacques υποστηρίζουν ότι η κυριαρχία της Κίνας είναι αναπόφευκτη· ότι η Δύση εθελοτυφλεί· και ότι είναι απαραίτητο να αντιληφθούμε ότι ο τρόπος που σκέφτονται οι κινέζοι ―η κοσμοθεωρία τους― είναι εντελώς διαφορετικός από τον δική μας (π.χ. Πολιτισμός v. Έθνος). (Η ομιλία του Jacques στο TED είναι διαθέσιμη εδώ). Άλλοι, όπως ο Jonathan Fenby, πιστεύουν ότι η Κίνα είναι γίγαντας που στηρίζεται σε πήλινα πόδια: η οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται στη δυτική κατανάλωση δεν είναι βιώσιμη· ο περιορισμός πολιτικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα οδηγήσει εντέλει σε μαζική αντίδραση· η κοινωνία εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, και το απολυταρχικό, πατριαρχικό, απαρχαιωμένο πολιτικό σύστημα δεν θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις σύγχρονες προκλήσεις, κ.ο.κ. (Το 2012, ο Jacques και ο Fenby έκαναν μία εξαιρετικά κατατοπιστική συζήτηση στην εκπομπή του BBC Start the Week, η οποία είναι ακόμη διαθέσιμη). Οι ίδιοι, λίγο-πολύ, παράγοντες αναφέρονται και σε μεγάλο πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού Atlantic (China’s Great Leap Backwards).

Ωστόσο, ο βασικότερος παράγοντας ανάσχεσης της κινεζικής ανόδου μπορεί να μην είναι ούτε η βιωσιμότητα της οικονομίας, ούτε τα εσωτερικά προβλήματα, αλλά το πολιτισμικό χάσμα που προανέφερα. Η ήπια ισχύς ―η άσκηση δηλαδή επιρροής όχι μέσω της στρατιωτικής ισχύος ή του εξαναγκασμού, αλλά μέσω του πολιτισμού, των αξιών, των συμβόλων, των αφηγημάτων― είναι αναγκαία συνθήκη για την επικράτηση μιας υπερδύναμης. Η κυριαρχία της Αμερικής στον 20ό αιώνα δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της στρατιωτικής υπεροχής στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά λόγω της παγκόσμιας επιρροής και σημασίας που είχε για τις κοινωνίες εκτός ΗΠΑ το Αμερικανικό Όνειρο: το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο αξιών της ελευθερίας, της ατομικής προσπάθειας, της εργατικότητας, της φιλοδοξίας, της επιτυχίας, της άνεσης, της κατανάλωσης. Οι αξίες και τα ιδανικά αυτά δεν επιβλήθηκαν με τα όπλα αλλά με την καλλιτεχνική υπεροχή και την παγκόσμια διείσδυση των πολιτισμικών προϊόντων της Δυτικής Ακτής (Χόλιγουντ, κυρίως τις δεκαετίες του 1930, ’40 και ’50) και της Ανατολικής Ακτής (διαφήμιση των δεκαετιών 1950, ’60 και ’70). Τα αφηγήματα αυτά δεν πέτυχαν γιατί επιβλήθηκαν, αλλά γιατί εκατομμύρια θεατές και καταναλωτές σε όλο τον κόσμο θεώρησαν και ένιωσαν ότι τους αφορούν. Μπορούσαν δηλαδή (και σε μεγάλο βαθμό μπορούν ακόμη) να ταυτιστούν με αυτά. Κάπως έτσι έφτασαν οι ΗΠΑ να προσελκύουν χιλιάδες από τους πιο ταλαντούχους και φιλόδοξους επιστήμονες, εργάτες και εκκολαπτόμενους ηγέτες σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, και να καταλήξουν μία σύγχρονη Κιβωτός του Νώε. Με άλλα λόγια, δεν εξήγαν μόνο, αλλά εισήγαν ιδέες, ταλέντο και ανθρώπινο δυναμικό, στο οποίο βάσισαν τη θεμελίωση της κυριαρχίας τους.

Παρά τον χείμαρρο χρημάτων που η κυβέρνησή της ρίχνει σε πολιτισμικές δραστηριότητες, υποδομές και συνεργασίες (π.χ., με κυβερνήσεις, οργανισμούς και πανεπιστήμια του εξωτερικού), η Κίνα εξακολουθεί να έχει μικρή έως μηδαμινή πολιτισμική επιρροή σε παγκόσμια κλίμακα. Η χώρα δεν παράγει και δεν εξάγει ένα θετικό όραμα ή ένα αφήγημα που να αφορά τον υπόλοιπο κόσμο. (Και πώς θα μπορούσε αυτό να γίνει, άλλωστε, όταν το σύστημα είναι καταπιεστικό, ενώ μεγάλα τμήματα του υπόλοιπου κόσμου έχουν ήδη κατακτήσει ελευθερίες και σεβασμό προς το άτομο, τον οποίο θεωρούν πλέον δεδομένο).

 

Η Κίνα συχνά φέρεται ως ο νικητής ―ή η πλέον ωφελημένη χώρα― από την παγκοσμιοποίηση. Είναι δύσκολο να το αξιολογήσει αυτό κάποιος, δεδομένου ότι η παγκοσμιοποίηση είναι κάτι που επηρεάζει τους πάντες και τα πάντα, και πολλά από τα αγαθά, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που τώρα απολαμβάνουμε στη Δύση οφείλονται σε αυτήν. Δεν πρέπει πάντως να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο η Κίνα να καταλήξει να συμβολίζει, στα μάτια των εργατικών και μεσαίων τάξεων της Δύσης, τον «κακό» του 21ου αιώνα. Παρά την πολυπαραγοντική φύση των φαινομένων που οδήγησαν στο Brexit, στην εκλογή του Τραμπ και στην άνοδο της ακροδεξιάς και της λαϊκιστικής αριστεράς στην Ευρώπη, υπάρχουν πλέον αρκετές ενδείξεις ότι η σημαντικότερη διαιρετική τομή (που έχει και ταυτοτικές συνέπειες) είναι πλέον ανάμεσα στα παγκοσμιοποιημένα, πολυπολιτισμικά μητροπολιτικά κέντρα που αντλούν το κεφάλαιό τους από τις υπηρεσίες, και τις απέραντες, εθνικά ομοιογενείς, περιθωριοποιημένες και αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της περιφέρειας. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται στα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια της βόρειας Αγγλίας, των Μεσοδυτικών Πολιτειών των ΗΠΑ και της ανατολικής Γαλλίας.

Οι «συστημικές» κυβερνήσεις της Δύσης έκαναν το λάθος να πιστέψουν ότι μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και πολιτική σταθερότητα βασισμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου σε «μαλακούς», μεταμοντέρνους τομείς όπως οι υπηρεσίες και ο τουρισμός. Αυτό ίσως να μπορούσε να ισχύει σε μία πλήρως παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία, στην οποία τα ορυχεία της Αφρικής, τα εργοστάσια της Κίνας, τα ξενοδοχεία της Ελλάδας, τα γραφεία του Λονδίνου και τα μαγαζιά των ΗΠΑ είναι κομμάτι του ίδιου συστήματος που αναδιανέμει κέρδη και προνόμια, ώστε να μένουν όλοι ευχαριστημένοι, όπως μπορεί να γίνεται στο εσωτερικό μίας χώρας. Σε ένα περιβάλλον ατελούς παγκοσμιοποίησης, όπου εθνοτικές, θρησκευτικές, γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές είναι ακόμα τεράστιες, και όπου οι οικονομίες και τα πολιτικά συστήματα είναι κατά βάση εθνικά ή έστω περιφερειακά, ανάπτυξη χωρίς παραγωγή αγαθών ―υλικών πραγμάτων, δηλαδή, πραγμάτων που έχουν ανάγκη άλλοι για να ζήσουν― δεν μπορεί να υπάρξει. (Αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα και για την Ελλάδα και για την Ευρωζώνη).

Συνεπώς, ο μόνος λογικός τρόπος για να διατηρήσει η Κίνα την παγκόσμια σημασία και ισχύ της είναι η περαιτέρω παγκόσμια ολοκλήρωση ― που όμως εμποδίζεται τόσο από τα τεράστια γλωσσικά, πολιτικά και πολιτισμικά χάσματα, όσο και από την αδυναμία των Δυτικών κυβερνήσεων να θέσουν τις οικονομίες τους σε μία νέα τροχιά. Πολλοί έχουν την αίσθηση ότι η Κίνα προσπαθεί να «εξαγοράσει» την παρουσία και την επιρροή της στη Δύση ― με τα ίδια της τα λεφτά. Αυτό βέβαια είναι άδικο, αφού εμείς ως καταναλωτές επιλέξαμε να προτιμούμε τα φτηνά προϊόντα, και έτσι χρηματοδοτήσαμε την οικονομική γιγάντωση της Κίνας. (Η οποία, παρεμπιπτόντως, έβγαλε εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια και την εξαθλίωση). Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι οι προθέσεις, οι αξίες, το αφήγημα που θέλει ή θα θελήσει να πουλήσει η Κίνα παγκοσμίως παραμένουν ένα αίνιγμα. Και κάθε μέρα που περνάει, με τις οικονομίες και τα πολιτικά συστήματα της Δύσης να έχουν βαλτώσει, το «κοινό» θα γίνεται ολοένα και πιο εχθρικό.