Το al dente σπαγγέτι του Ταραντίνο

C
Χρήστος Γραμματίδης

Το al dente σπαγγέτι του Ταραντίνο

Το σάουντρακ που ετοίμασε ο Ένιο Μορικόνε, μόνιμος συνθέτης του Σέρτζιο Λεόνε, για το σπαγγέτι γουέστερν «Οι μισητοί οκτώ» («The Hateful Eight») του Κουέντιν Ταραντίνο περιέχει μερικά θέματα που είχαν γραφτεί το 1982 για το φιλμ «Η απειλή» («The Thing») του Τζον Κάρπεντερ, το οποίο ήταν ριμέικ μιας παλιότερης ταινίας του Χάουαρντ Χοκς, τα γουέστερν του οποίου με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν —με αποκορύφωμα το «Rio Bravo», που ξανάφτιαξε ο Κάρπεντερ ως «Επίθεση στον Σταθμό 13» («Assault on Precinct 13»)— καθόρισαν το χολιγουντιανό πρότυπο σε αντίστιξη προς το οποίο ο Λεόνε αντιπαρέθεσε τα «άσχημα», βίαια και βρόμικα γουέστερν του. Όλα μπερδεύονται γλυκά, που λέει και το τραγούδι.

Αυτό που κάνει το «The Thing» του Τζων Κάρπεντερ τόσο συναρπαστικό είναι ο τρόπος που υπερτονίζει σχιζοφρενικά τη σχέση μεταξύ της ταινίας του Χοκς την οποία διασκευάζει και του πρότυπου γουέστερν που έφτιαξε ο Χοκς αργότερα. Το αποκλειστικά αντρικό καστ του «The Thing» προσπαθεί να αποκρούσει ένα θανάσιμο εισβολέα μέσα σε μια απομακρυσμένη εγκατάσταση στην Αρκτική, πράγμα που, όπως και το «Assault on Precinct 13», θυμίζει μεν τη βασική σεναριακή πλοκή του «Rio Bravo», αλλά αντιστρέφοντάς την: αντί για έναν εχθρό που πολιορκεί από έξω, εδώ η απειλή κρύβεται μέσα στο κτίριο και χρησιμοποιεί ανθρώπινους ξενιστές. Με τον μόνιμο ήρωά του, τον Κερτ Ράσελ, να ποζάρει πάλι, μετά την «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» («Escape from New York») ως συνδυασμός Τζον Γουέιν και Κλιντ Ίστγουντ, ο Κάρπεντερ απέτισε φόρο τιμής στον Χοκς και στο παλιό Χόλυγουντ, ακολουθώντας παράλληλα το δικό του μηδενιστικό όραμα: οι πολιορκημένοι κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον (κυριολεκτικά) αντί να συνασπιστούν απέναντι στον εχθρό. Είναι μια πράξη ταυτόχρονα λατρευτική και βίαια καταστροφική που μετατρέπει το «The Thing» (μια ταινία ήδη πλούσια σε συμπαραδηλώσεις για τους κοινωνικούς και βιολογικούς κινδύνους της εποχής) σε ένα σχόλιο γύρω από τον εαυτό του.

Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Ένας πιθανός τρόπος να προσεγγίσουμε το παχύδερμο θηρίο που λέγεται «The Hateful Eight» είναι σαν ένα υβριδικό αφιέρωμα-ριμέικ του «The Thing» του Κάρπεντερ (η παρουσία του Κερτ Ράσελ ως κυνηγού επικηρυγμένων βοηθάει). Πράγμα που, με τη βιολογική λογική του στόρι του «The Thing», σημαίνει ότι η ταινία του Ταραντίνο περιέχει το ίδιο βασικό DNA με την ταινία του Κάρπεντερ, καθώς και τις ποικίλες προσθήκες σε αυτό το DNA που είχε κάνει ο πρώτος διδάξας μάστορας, μαζί με μια ολόκληρη σειρά από περαιτέρω αναφορές, αφιερώματα και μιμήσεις που ο ίδιος ο Ταραντίνο έχει συλλέξει από δεκάδες άλλες λογοτεχνικές και κινηματογραφικές πηγές. Και ένας πιθανός τρόπος για να δούμε τον Ταραντίνο είναι ως το καλλιτεχνικό αντίστοιχο του παράσιτου στην ταινία του Κάρπεντερ: έναν αδίστακτο τύπο που παίρνει τη μορφή όποιου βρει στο διάβα του και που μετά από κάθε μεταμφίεση αναχωρεί, αφήνοντας τον ξενιστή του κούφιο, ενώ ο ίδιος προχωρεί στην αμείλικτη αποστολή της κατάκτησης των πάντων.

Είκοσι χρόνια μετά τη στιγμή που το (πραγματικά υπέροχο) «Pulp Fiction» κέρδισε επαίνους για την υποτιθέμενη απόκλισή του από τους χολιγουντιανούς κανόνες (ενώ έπρεπε να επαινείται για τελείως άλλους λόγους), ο Ταραντίνο είναι ίσως ένας από τους πιο ισχυρούς σκηνοθέτες στο Χόλιγουντ και, κατά μία έννοια, ο πιο ελεύθερος από όσους βρίσκουν χρηματοδότηση από τα μεγάλα στούντιο. Είναι ο νέος Σπίλμπεργκ (ή τουλάχιστον o doppelgänger του) και, από την εποχή του αντιπαραδείγματος σχετικά με το Ολοκαύτωμα «Άδωξοι Μπάσταρδη» («Inglourious Basterds»), έχει κάνει μια (συγκρίσιμη με τον μετά-Σίντλερ Σπίλμπεργκ) προσπάθεια για «σοβαρότητα». Αν το «The Hateful Eight» είναι με πολλούς τρόπους το αντίθετο από το είδος της ταινίας που θα γύριζε ο Σπίλμπεργκ, είναι επίσης, παραδόξως, ακριβώς το είδος της ταινίας που μόνο ένας τιτάνας μεγέθους Σπίλμπεργκ  θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει στο Χόλυγουντ. Οι παραγωγοί εμπιστεύτηκαν προφανώς την πέραση του ονόματος του Κουέντιν — πράγμα που πιθανώς να αποδειχτεί λάθος, αφού, αφήνοντας το ζήτημα της συνολικής ποιότητας της ταινίας στην άκρη (και ίσως ανοιχτό για πάντα, σαν ακαυτηρίαστη πληγή), αυτή είναι η πιο ανοίκεια για το ευρύ κοινό ταινία του Ταραντίνο μέχρι σήμερα. Ένας χαρακτήρας στο «The Thing» λέει σε κάποια στιγμή: «Δεν ξέρω τι στο διάολο είναι εκεί μέσα, αλλά είναι παράξενο και τσαντισμένο ό,τι κι αν είναι». Αυτό πιθανότατα θα σκεφτεί και ο μέσος θεατής βλέποντας το φιλμ του Ταραντίνο.

Η εναρκτήρια σεκάνς του «The Hateful Eight» είναι μια ελαφρώς αφηρημένη ζωγραφιά οκτώ χιονισμένων βουνοκορφών, κάτω από τους ανατριχιαστικούς ήχους του Μορικόνε: μια κίνηση αλά παλαιά, κλείσιμο ματιού για τους μυημένους και, ίσως, σήκωμα φρυδιού απέναντι στους άσχετους. Οι πρώτες εικόνες ζωντανής δράσης είναι το ίδιο δυνατές: widescreen πλάνα τοπίων του Γουαϊόμινγκ, ευγενική προσφορά του σπουδαίου Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον (τρία Όσκαρ φωτογραφίας), δοσμένα με επιβλητικό ρυθμό από τον μοντέρ Φρεντ Ράσκιν, μέχρι να σταματήσουμε σε μια πέτρινη εικόνα του Ιησού στον σταυρό, στην άκρη του δρόμου που διανύει ο κυνηγός επικηρυγμένων Τζον Ρουθ (Κερτ Ράσελ) και η αιχμάλωτή του Νταίζη (Τζένιφερ Τζέισον Λι) καθ’ οδόν προς την πόλη του Ρεντ Ροκ, όπου η Νταίζη θα κρεμαστεί για φόνο. Την πορεία τους ανακόπτει ο Μαρκί Γουόρεν (Σάμιουελ Τζάκσον) που θέλει να τον πάρουν μαζί τους με την άμαξα — πράγμα που, όπως πάντα στον Ταραντίνο, προκειμένου να γίνει απαιτεί εκτενή συζήτηση. Όταν η τριάδα συναντά έναν ακόμη τύπο, τον Κρις Μάνιξ (Γουόλτον Γκόγκινς), έναν πρώην ληστή που το γύρισε σε επίδοξος σερίφης, νέες παρατεταμένες συζητήσεις προκαλούνται, σε σημείο που ο οδηγός της άμαξας Όου Μπι (Τζέιμς Παρκς) λέει ότι πρέπει να επιταχύνουν τον ρυθμό τους, πριν τους καταπιεί η χιονοθύελλα.

Πρόκειται σίγουρα για πονηρό αστείο από την πλευρά του Ταραντίνο: ό,τι άλλο και να του λείπει, είναι βέβαιο ότι δεν στερείται αυτογνωσίας. Στο «Inglourious Basterds», η υπερβολική λεκτική άνεση του Ταραντίνο ήταν όμορφα δεμένη με την έμφαση της ιστορίας στη μεταμφίεση και τη γλωσσική εξαπάτηση. Στο «Django ο τιμωρός» («Django Unchained») η σχέση μορφής/περιεχομένου ήταν παρόμοια, αλλά η γλώσσα ήταν πιο τραβηγμένη και πιο «περικοκλαδίστικη», ίσως για να αναπληρώσει τη σχετική έλλειψη σε συναρπαστικές αφηγηματικές περιπλοκές. Οι δίδυμες ιστορίες εκδίκησης του «Inglourious Basterds» παραλληλίζονταν κομψά για δύο και πλέον ώρες προτού συγκλίνουν στο φινάλε σε ένα σινεμά σκέτη φωτιά, που αντιπροσωπεύει ίσως την καλύτερη αφηγηματική στιγμή του Ταραντίνο. Αντίθετα, η αργή δομή λιτανείας του «Django Unchained» έμοιαζε λίγο σαν ο δημιουργός να βαριόταν ελαφρώς (παρά την ύπαρξη δυνατών στιγμών, όπως η εφάμιλλη των Μόντι Πάιθον σκηνή ανθολογίας με τους καουμπόηδες της Κου Κλουξ Κλαν και τις τρύπιες μαξιλαροθήκες). Στο «The Hateful Eight» πάλι, ο Ταραντίνο υιοθετεί τη μορφή ενός δράματος «δωματίου»: όταν ο Ρουθ και οι συνεπιβάτες του φτάνουν σε ένα ταπεινό μαγαζί στην άκρη του Ρεντ Ροκ για να περιμένουν να περάσει η καταιγίδα και βρίσκουν εκεί ένα κουαρτέτο θαμώνων, η ταινία μένει στο ίδιο μέρος για δύο ώρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι χαρακτήρες να μην έχουν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να μιλάνε και, παγιδευμένος μαζί τους, ο θεατής είναι υποχρεωμένος να ακούει τη φλυαρία τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε η επί της οθόνης τρέλα αρχίζει να γίνεται μεταδοτική.

Η εν λόγω συζήτηση είναι, φυσικά, παλαβή, ενώ ο Ταραντίνο έχει κατανείμει τα dramatis personae του έτσι ώστε να αντιπροσωπεύουν παραλλαγμένους τους βασικούς τύπους του γουέστερν. Ο Γουόρεν του Σάμιουελ Τζάκσον πολέμησε στον εμφύλιο κατά των Νοτίων και συνέχισε να τους σκοτώνει ακόμη και μετά τη συνθηκολόγηση, πράγμα που ερεθίζει τον καλό και ανόητο χωριάτη του Γκόγκινς και εξοργίζει τον, σωματικά αδύναμο, απόστρατο στρατηγό των Νοτίων (Μπρους Ντερν) που βρίσκεται κολλημένος δίπλα στο τζάκι σαν παλιό έπιπλο. Τον Μπομπ τον Μεξικάνο (Ντέμιαν Μπισίρ) τον αποφεύγουν όλοι (και ο Γουόρεν) εξαιτίας της ισπανόφωνης καταγωγής του, ενώ ο συγκριτικά προοδευτικός στα φυλετικά θέματα Ρουθ γίνεται αντιπαθής με τον μοχθηρό τρόπο που φέρεται στη φόνισσα Νταίζη, της οποίας έχει μαυρίσει το μάτι και η οποία υφίσταται μία βία χωρίς τέλος (όχι μόνο λεκτική) κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και για το μεγαλύτερο μέρος της διαμονής τους — λες και ο Ταραντίνο το κάνει επίτηδες για να δοκιμάσει τις ευαισθησίες του κοινού.

Υποθέτω ότι ένα από τα μεγάλα ερωτήματα σχετικά με το «The Hateful Eight» είναι αν ο Ταραντίνο εκμεταλλεύεται την αναδρομή στο παρελθόν ως δικαιολογία για να επιδοθεί απλά σε μια πολυποίκιλη επίθεση κατά της πολιτικής ορθότητας ή αν στα σοβαρά προσπαθεί να σχολιάσει τις αμαρτίες της αμερικανικής ιστορίας ή αν θέλησε να προβάλει ένα όραμα του δικού μας οπισθοδρομικού παρόντος μέσα από τον φακό του παρελθόντος. Όλες οι εκδοχές μπορούν να υποστηριχτούν, και αυτή η στρατηγική ασάφεια δίνει το ελεύθερο στον Ταραντίνο να τραβήξει τις δυσάρεστες καταστάσεις ώς τα άκρα. Όπως και στο «Django Unchained», ο Ταραντίνο φαίνεται να απολαμβάνει να ακούει ένα καστ αστέρων να λέει «nigger» όλη την ώρα, με τον Σάμιουελ Τζάκσον για άλλη μια φορά να λειτουργεί ως αφροαμερικανικό άλλοθι. Η Τζέισον Λι, εν τω μεταξύ, βασανίζεται και τρομοκρατείται τόσο αδυσώπητα, που οι θεατές (ανεξαρτήτως φύλου) θα τη λυπηθούν ακόμη και όταν η πλοκή επιβεβαιώσει ότι, στο ανελέητο σύμπαν της ταινίας, η Νταίζη κάθε άλλο παρά αθώα είναι. Κι όμως, όταν ο Βρετανός Οσγουάλντο Μόμπρεϊ (Τιμ Ροθ) προτείνει να αποφορτιστεί η ένταση με το να διαιρεθεί ο χώρος του μαγαζιού σε κομμάτια που να αντιπροσωπεύουν διαφορετικές περιοχές της χώρας (π.χ., το μπαρ είναι η Φιλαδέλφεια), οι μικροκοσμικές επιπτώσεις είναι άμεσες και ηχηρές — και όχι επειδή φαίνεται να ανήκουν σε κάποιο μακρινό παρελθόν.

Αντίθετα: το «The Hateful Eight» είναι μια ταινία πάνω σε αυτό που ο δημιουργός του βλέπει ως αιώνιες αλήθειες της διαίρεσης και της διαφωνίας. Κι αν, εν τη απουσία βάθους, ο Ταραντίνο προσφέρει μόνο πρόκληση, είναι πιθανό αυτά τα δύο στοιχεία να μπορούν να συνδυαστούν — ή έστω να αποτελέσουν ένα είδος ημιευφυούς-ημιγελοίου τερατουργήματος (ένα άλλο «Thing»). Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς την τελευταία σκηνή της πρώτης πράξης, έναν εκτεταμένο μονόλογο από τον Τζάκσον απευθυνόμενο στον Ντερν, που ενεργοποιεί τη φυλετική και σεξουαλική παράνοια με απολύτως συγκρουσιακό τρόπο. Είναι η μοναδική ίσως σκηνή που στοχεύει στη μεγάλη μάζα των φανατικών οπαδών του Ταραντίνο. Είναι μια στιγμή πολύ σκληρή (και έξοχα παιγμένη), όπως η αντίστοιχη μεγάλη σκηνή του Τζάκσον στο «Django Unchained», αλλά, φαινομενικά παίρνοντας θάρρος από την επιτυχία εκείνης της ταινίας, ο Ταραντίνο πηγαίνει ακόμη μακρύτερα εδώ, σε σημείο που κάποιοι θα γελάσουν για να ξορκίσουν αυτό που βλέπουν, ενώ άλλοι θα επιμείνουν ότι δεν είναι δυνατόν να βλέπουν αυτό που βλέπουν. Εδώ ταιριάζει άλλη μια ατάκα από το «The Thing», αυτή τη φορά αμετάφραστη: «You’ve gotta be fucking kidding me».

Κι αυτό είναι το άλλο μεγάλο ζήτημα με το «The Hateful Eight»: μήπως μας δουλεύει ο Ταραντίνο με αυτή την ταινία; γύρισε πράγματι ένα τεράστιο (ως όγκο) φιλμ στα 70 mm, με ως επί το πλείστον κοντινά πλάνα ανθρώπων που κάθονται σε εσωτερικούς χώρους; έφτιαξε πράγματι ένα μνημείο αναισθησίας που σταματά σε ένα σημείο (αφού η δυσάρεστη συζήτηση έχει αντικατασταθεί από την πραγματική σωματική βία, αλλά και πάλι με άφθονο χρόνο μέχρι το φινάλε) για να εισαγάγει ένα νέο σύνολο χαρακτήρων, το καθεστώς των οποίων ως προβάτων επί σφαγή είναι εμφανές από την πρώτη στιγμή; γύρισε στ’ αλήθεια αυτή τη συρραφή άθλιων πράξεων και απόψεων στην οποία τα δραματικώς ευανάγνωστα κίνητρα των παλιάνθρωπων και των ληστών στο «Reservoir Dogs» και το «Jackie Brown» έχουν διαστραφεί σε μισανθρωπικές αφηρημένες έννοιες;

Δεν υπάρχουν σημεία εισόδου εδώ για να προσπελάσει το κοινό το σύμπαν του φιλμ. Αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι αμείλικτα απαίσιοι και χωρίς δυνατότητα ανάνηψης ή λύτρωσης. Είναι σαν το «The Thing» του Κάρπεντερ, μόνο που εδώ όλοι έχουν ήδη μολυνθεί, και είναι ως εκ τούτου αναλώσιμοι — αν και η σταδιακή τους πτώση δεν προκαλεί ούτε καν εκείνη τη δυσάρεστη ικανοποίηση του να βλέπεις να παθαίνει κάποιος αυτό που του αξίζει.

Αν υπάρχει ένας απόλυτος μπαμπούλας εδώ, όμως, αυτός είναι η Νταίζη. Κι ενώ ο μονόλογος του Γουόρεν στο τέλος της πρώτης πράξης είναι σίγουρα ένα δείγμα της αρρωστημένης δεξιοτεχνίας του Ταραντίνο, η αυξανόμενη έμφαση στην (καταπληκτική) ερμηνεία της Τζέισον Λι, με τις λυρικές στιγμές να συνυπάρχουν με στιγμές απόλυτης μανίας, είναι το σημείο όπου η πραγματική οργή (ή μήπως διαταραχή;) του Ταραντίνο ελλοχεύει. Είναι πραγματικά άσχημο και απαιτεί κάποια εξήγηση. Κι αν ο Ταραντίνο δεν είναι βλάκας (που σχεδόν σίγουρα δεν είναι), τότε είναι περίεργο και ζωτικής σημασίας να εξετάσει κανείς γιατί στήνει όλο αυτό το ταλαντευόμενο οικοδόμημα πάνω στην (ειλικρινά αξέχαστη) εικόνα μιας τσακισμένης αλλά άγριας γυναίκας που αντιμετωπίζει δύο άντρες οι οποίοι πρέπει να παλέψουν από κοινού προκειμένου να αντέξουν την επίθεσή της.

Τα σημεία αναφοράς για την τελευταία αυτή πράξη είναι ατελείωτα και πιθανώς εκ προθέσεως: σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, η Τζέισον Λι (ως Νταίζη) θα μπορούσε να είναι η Λίντα Μπλερ στον «Εξορκιστή» («The Exorcist») ή η Σίσι Σπέισεκ στο «Κάρι :Έκρηξη οργής» («Carrie»), για να αναφέρουμε δύο μόνο τρομακτικά, αιματηρά πρότυπα γυναικείας δύναμης. Όπως ο Κάρπεντερ παλιότερα, ο Ταραντίνο μπολιάζει το γουέστερν με την ταινία τρόμου, σε μια προσπάθεια να επαναχαράξει το πλαίσιο του σινεμά των ειδών (genre cinema), αλλά μένει επίσης πιστός και στο «The Thing» αναπαράγοντας το φινάλε του (με μια μικρή αλλαγή).

Είναι δύσκολο να πούμε αν το «The Hateful Eight» θα ήταν μια καλύτερη ή μια μικρότερη ταινία αν καταδεχόταν να διευκρινίσει την τελευταία σεκάνς του, αυτό το ανεξιχνίαστο ταμπλό που ομοιοκαταληκτεί με το αρχικό πλάνο του Εσταυρωμένου και που συνοδεύεται από την ανάγνωση μιας επιστολής που αποδίδεται στον Αβραάμ Λίνκολν και περιγράφει τις θυσίες, τους συμβιβασμούς και τις υποσχέσεις της Αμερικής κατά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Είναι δύσκολο να πούμε αν αυτή η σκηνή, και η ίδια η ταινία, θα ήταν περισσότερο πολιτικά επιθετική ή/και πολιτικά οξυδερκής, αν το εν λόγω έγγραφο (το οποίο συνεχίζει να αμφισβητείται) είναι αυθεντικό, καθιστώντας έτσι αναδρομικώς τον Λίνκολν κοντόφθαλμα αισιόδοξο, ή αν είναι πλαστό, πράγμα που θα διέσωζε την οξυδέρκεια του Λίνκολν, αλλά θα έδειχνε πόσο εύκολα η κληρονομιά του μπορεί να διαστρέφεται από τους οπορτουνιστές.

Είναι επίσης δύσκολο να πει κανείς εάν πραγματικά έχουν νόημα τα παραπάνω ή αν είναι φιοριτούρες που εμποδίζουν να πούμε αυτό που πραγματικά σκεφτόμαστε. Το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι το «The Hateful Eight» μπορεί πραγματικά να είναι κάπως τρομακτικό (και not in a good way). Κι όμως: αυτό το φιλμ είναι ένα γκροτέσκο, ενοχλητικό, συναισθηματικά ισχυρό και πιθανώς μη βιώσιμο εμπορικά τεστ αντοχής που ίσως είναι δύσκολο να το απολαύσεις ή να το σεβαστείς, αλλά είναι πιο δύσκολο να το απορρίψεις ελαφρά τη καρδία. Για να κλείσουμε με άλλη μια ατάκα από το «The Thing» (πάλι αμετάφραστη):

«Why don’t we just wait here a while, and see what happens?»