Αναγνωστικά ημαρτημένα
«Παραδεχόμαστε ορισμένα ασήμαντα ελαττώματά μας, για να πείσουμε τους άλλους πως δεν έχουμε μεγάλα». — Λαροσφουκό.
Μπαίνοντας στην εφηβεία, ή ίσως λίγο αργότερα, κι αφού διάβασα τον πρώτο μου βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη και πληροφορήθηκα μέσες-άκρες ορισμένα περιστατικά από τον βίο του Δανού φιλοσόφου Σαίρεν Κίρκεγκωρ, μάζεψα όλα τα βιβλία της παιδικής μου ηλικίας σε γερές κούτες και τα απόθεσα σε κάποιο πνευματικό κέντρο της γειτονιάς. Τα βιβλία του Ιουλίου Βερν και τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγερ», τη «Χάιντι» και τον «Ροβινσόνα Κρούσο», τον «Πόλεμο της φωτιάς» και τον «Γιο της γης», τους Ντίκενς και τους Έκτορες Μαλό μου, τον «Ρομπέν των δασών» και τον «Δον Κιχώτη» — το μόνο που γλίτωσε είναι, νομίζω, οι «Μεγάλοι θαλασσοπόροι» του Σπυρίδωνος Ι. Χατζιδάκη, ίσως επειδή η έκδοση περιλαμβάνει Πρόλογο του Ανδρέα Καραντώνη, το όνομα του οποίου συναντούσα συχνά και στα βιβλία που ως μεγάλος πια διάβαζα. Σώθηκαν επίσης τα μυθιστορήματα του Τζακ Λόντον, αν και δεν είμαι βέβαιος πλέον σε ποια ηλικία της ζωής μου τα διάβαζα — νομίζω από πολύ μικρός. Όλα τα υπόλοιπα χάθηκαν. Τι κρίμα.
Το ίδιο περίπου έκανα, λίγα χρόνια αργότερα, με τα κλασικά βιβλία που ως έφηβος πια διάβασα, αλλά από εκδόσεις που δεν ανεχόμουν να έχω στη μικρή μου ακόμα βιβλιοθήκη: την «Ανάσταση» και την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι, το «Έγκλημα και τιμωρία» και τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι, τη «Δίκη» του Κάφκα, κάποιους διαλόγους του Πλάτωνα, το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Νίτσε. Ορισμένα από αυτά ακόμη δεν τα έχω αποκτήσει σε νέα έκδοση, κι ούτε τις παλιές έχω πια. Τι κρίμα.
Πρωτοδιάβασα Καβάφη από την κλασική δίτομη έκδοση του Ίκαρου που είχε στη βιβλιοθήκη του ο αδελφός μου, με τον οποίο μοιραζόμασταν μεν το ίδιο δωμάτιο, αλλά ο καθένας είχε τα δικά του βιβλία — και φυσικά διαβάζαμε ο ένας τα βιβλία του άλλου. Ενθουσιασμένος από την ποίηση του Αλεξανδρινού, βάλθηκα να υπογραμμίζω μετά μανίας, καθώς διάβαζα, στίχους και στροφές ολόκληρες, να στολίζω με αστεράκια και θαυμαστικά τα ποιήματα που μου άρεσαν (όσα δηλαδή σήμερα με δυσκολία ανέχομαι πια) και να τσακίζω τη γωνία ορισμένων σελίδων προκειμένου να ξαναβρίσκω εύκολα ό,τι ζητούσα όταν θα επέστρεφα στα ίδια ποιήματα. Ο αδελφός μου δεν εκτίμησε την αναγνωστική μου πρακτική εκείνης της εποχής. Τι κρίμα.
Λίγο καιρό αργότερα διάβασα, πάλι από τη βιβλιοθήκη του αδελφού μου, το βιβλίο του Βικτόρ Σερζ «Άνθρωποι στη φυλακή», μια έκδοση με ένα εξώφυλλο υπέροχου μπλε χρώματος — αυτό θυμάμαι. Ενθουσιασμένος προφανώς από το μυθιστόρημα, ή ίσως για να την εντυπωσιάσω με τα επαναστατικά μου αναγνώσματα, μίλησα για το βιβλίο στην Κάτια, τη νεαρή καθηγήτρια που ερχόταν τότε στο σπίτι και μου έκανε μαθήματα γαλλικών. Το ένα έφερε το άλλο και, άπειρος και αθώος όπως ήμουν, της το δάνεισα. Έχουν περάσει τρεις δεκαετίες από τότε. Το βιβλίο ακόμα να μου το επιστρέψει η Κάτια, και ο αδελφός μου ακόμη το θυμάται. Τι κρίμα.
Από πολύ μικρός, μόλις άρχισα να βγαίνω μόνος μου στα μαγαζιά —τα βιβλιοπωλεία εννοώ— και να αγοράζω τα δικά μου βιβλία υιοθέτησα τη συνήθεια να σημειώνω στην πρώτη σελίδα κάθε τόμου, επάνω δεξιά, την ημερομηνία και τον τόπο όπου το αγόρασα, αν αυτός δεν ήταν η Αθήνα. Διαβάζοντας όμως, σε κάποια μελέτη, ότι ο Ελύτης δεν κράτησε, κατά πάσα πιθανότητα, ποτέ του ημερολόγιο, ούτε και ο Ανδρέας Μπρετόν εξάλλου, αποφάσισα πως κι εγώ έτσι έπρεπε στο εξής να ζήσω: έξω από τη συμβατική ροή του χρόνου όπως τον μετράνε τα ημερολόγια, έξω ίσως από την ιστορία, να διασχίζω ανάλαφρος τον χρόνο της προσωπικής μου μυθολογίας. Έσκισα λοιπόν τα ελάχιστα παλιά μου ημερολόγια και, για ένα διάστημα πέντε ή έξι ετών, έπαψα να σημειώνω την ημερομηνία αγοράς επάνω στα βιβλία μου. Τι κρίμα.
Τα μεταφρασμένα βιβλία που αγαπάω και κάθε τόσο πιάνω στα χέρια μου για να τα ξεφυλλίσω ή ψάχνω αφορμές για να τα ξαναδιαβάσω, τα έχω συνήθως στη βιβλιοθήκη μου σε περισσότερες από μία μεταφράσεις — κάποια από αυτά σε όσες, ίσως, μεταφράσεις κυκλοφορούν στα ελληνικά. Έτσι, ή περίπου έτσι, έχω, ας πούμε, τις «Περιπέτειες του Τομ Σόγερ», την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια», τα ποιήματα του Χέλντερλιν και του Πάουντ. Όχι όμως τον «Δον Κιχώτη». Έχω εδώ, στο ράφι πίσω από την πλάτη μου, τέσσερις πλήρεις μεταφράσεις του μυθιστορήματος του Θερβάντες, αλλά όχι την πρώτη γνωστή ελληνική μετάφραση του έργου: Μιχαήλ Τσερβάντες, «Ο επιτήδειος ευγενής δον Κισότης της Μάντσας», έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, που κάθε τόσο το κοιτάζω από τον υπολογιστή μου στα βιβλιοπωλεία και το λιγουρεύομαι, αλλά κάθε φορά παραγγέλνω κάτι άλλο που μου τραβάει την προσοχή ή δεν παίρνω τίποτα. Και το ξέρω, τη μέρα που θα αποφασίσω τελικά να το αγοράσω, θα εμφανίζεται εξαντλημένο — όπως τόσες φορές έχει ήδη συμβεί με τόσα άλλα βιβλία. Τι κρίμα.
Αν ισχύει το αξίωμα πως όλοι οι αναγνώστες επιθυμούν να διαβάζουν μόνο καλά βιβλία, αν όχι μόνο αριστουργήματα, τότε υποχρεωτικά θα ισχύει και η πρόταση (ανήκει στον Σοπενχάουερ, νομίζω) πως, αν θέλουμε να διαβάζουμε μόνο καλά βιβλία, τότε δεν πρέπει να διαβάζουμε κακά βιβλία. Κάθε συστηματικός αναγνώστης ξέρει, ωστόσο, πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι αυτό, όσο απλό και αν ακούγεται. Η μόνη μέθοδος που υπόσχεται σχετικά ασφαλή αποτελέσματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο εκούσιος περιορισμός του αναγνώστη στην ανάγνωση κλασικών και μόνο βιβλίων· βιβλίων δηλαδή για τα οποία η ετυμηγορία του χρόνου μοιάζει τελεσίδικη (κι ας γνωρίζουμε πως τέτοιο πράγμα βέβαια δεν υπάρχει). Δεν το κάνω πάντα. Παρασύρομαι, ώρες-ώρες, από τη μόδα που φέρνει στην επιφάνεια κάθε εβδομάδα άλλα βιβλία, από τις κουβέντες των φίλων που μιλάνε για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, από την επικαιρότητα που άπτεται θεμάτων που καθόλου ή ελάχιστα τα γνωρίζω, από τις παρουσιάσεις και τις κριτικές των βιβλίων στις εφημερίδες και τα περιοδικά που κάθε μήνα ανακαλύπτουν νέα αριστουργήματα, και αγοράζω κακά βιβλία. Πολλά από τα οποία ύστερα τα διαβάζω κιόλας. Τι κρίμα.