Αναγνώστης βιογραφιών [ 1 ]
Καρδιά από φλόγα, μυαλό από πάγο. Έφυγαν από τη Ρωσία μετά τη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση για να καταφύγουν αρχικά στο Βερολίνο και, στη συνέχεια, στο Παρίσι. Όχι για πολύ ωστόσο· τρία χρόνια αργότερα, το ζεύγος Β&Β Ναμπόκοφ μαζί με τον γιο τους Ντμίτρι θα μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά από έναν δύσκολο χρόνο εκεί, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά και χωρίς θετικές προοπτικές, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ θα βρεθεί στο Ρίτζφιλντ του Κονέτικατ, προκειμένου να κουβεντιάσει για μια θεατρική διασκευή του «Δον Κιχώτη» που είχε προτείνει στο Θέατρο Τσέχοφ της πόλης. Θα του προσφέρουν μια μόνιμη έμμισθη θέση, την οποία όμως ο ιδιοφυής συγγραφέας και παθιασμένος λεπιδοπτερολόγος θα απορρίψει — για να ανακαλύψει το ίδιο βράδυ πως δεν έχει χρήματα για την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη και να περάσει έτσι τη νύχτα του, όπως-όπως, στους κοιτώνες των ηθοποιών. Δυο-τρεις μέρες αργότερα θα γράψει στη Βέρα, για να της εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόρριψη της δουλειάς: «Στ’ αλήθεια, είναι ωραία εδώ, αλλά βάζουν χημικά σε όλα τα δέντρα και μάλλον δεν θα έχει πολλές πεταλούδες».
Γη χωρίς ψωμί, άνθρωποι με συνέπεια. Στη Σαραγόσα ο Ισπανός κινηματογραφιστής Λουίς Μπουνιουέλ μιλάει στους φίλους του Σάντσεθ Βεντούρα και Ραμόν Ασίν για τη φιλοδοξία του να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ που να αναφέρεται στην εγκαταλελειμμένη ορεινή περιοχή Λας Χούρδες. Ο Ραμόν Ασίν, γνωστός αναρχικός, ακούει προσεκτικά και με ενδιαφέρον· αίφνης, μεταξύ φαγητού και ποτού, γυρίζει και λέει στον Ισπανό σκηνοθέτη πως, αν κερδίσει στο λαχείο τον πρώτο αριθμό, θα του δώσει εκείνος τα λεφτά για την ταινία. Δυο μήνες αργότερα κέρδισε πράγματι ένα σεβαστό ποσό στο λαχείο και, τηρώντας χωρίς δεύτερη σκέψη τη λησμονημένη από τους υπόλοιπους υπόσχεσή του, έδωσε στον Μπουνιουέλ τα χρήματα με τα οποία εκείνος γύρισε την ταινία του Γη χωρίς ψωμί.
Μάνα είναι μόνο μία. Ο ίδιος εκδοτικός οίκος που είχε τυπώσει τη διατριβή του Αρθούρου Σοπενχάουερ «Η τετραπλή ρίζα» εξέδωσε λίγο καιρό αργότερα και έναν τόμο με ταξιδιωτικές αναμνήσεις της μητέρας του φιλοσόφου. Ήταν το δεύτερο από τα δεκάδες βιβλία που έγραψε και δημοσίευσε στη διάρκεια της ζωής της, με μεγάλη επιτυχία, η Γιοχάνα Σοπενχάουερ. Για τη φιλοσοφική διατριβή του γιου της παρατήρησε κάποτε πως, κρίνοντας από τον τίτλο της, θα πρέπει να προοριζόταν για ανάγνωση από φαρμακοποιούς. Ο Σοπενχάουερ απάντησε πως, «Όταν δεν θα υπάρχει πια αντίτυπο των δικών σου βιβλίων ούτε σε κάποιο υπόγειο, το δικό μου θα το διαβάζουν ακόμα», για να λάβει την απάντηση της Γιοχάνε: «Ακόμα και τότε, τα αντίτυπα της δικής σου έκδοσης δεν θα έχουν εξαντληθεί».
Στον διάολο κι εσύ και τα λεφτά σου. «Στον διάολο κι εσύ και τα λεφτά σου μπάσταρδε. ΣΤΟΠ. Αρνούμαι το βραβείο. ΣΤΟΠ. Δεν το ζήτησα ποτέ. ΣΤΟΠ. Με ποταπότητα ανακατεύεις τον καλλιτέχνη παρά τη θέλησή του με τη διαφήμισή σου. ΣΤΟΠ. Απαιτώ δημόσια διαβεβαίωση ότι δεν έχω συμμετάσχει στο γελοίο παιχνίδι σου». Το οργισμένο τηλεγράφημα ανήκει στον απόλυτο και άτεγκτο Δανό εικαστικό καλλιτέχνη και θεωρητικό Άσγκερ Γιορν και απευθύνεται στον Χάρι Γκούγκενχαϊμ. Με αυτό ο Γιορν αρνείται στις 15 Ιανουαρίου του 1964 το βραβείο του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ που του είχε προσφερθεί. Όπως είχε ήδη αρνηθεί το βραβείο Eckersberg, τη σημαντικότερη διάκριση που δίνεται σε Δανούς καλλιτέχνες, καθώς και τη συμμετοχή του στην Μπιενάλε της Βιέννης το 1962. «Η πειραματική ελευθερία στην εφεύρεση και η αποδοχή “άχρηστων” χειρονομιών που δεν είναι απολύτως αναγκαίες για τη συντήρηση και την προάσπιση της ζωής είναι η πολυτιμότερη πολυτέλεια του ανθρώπου», έγραφε ο ίδιος λίγα χρόνια νωρίτερα.
Ο έχων ένα χιτώνα. Μια βαθιά ριζωμένη στην προσωπικότητά του γενναιοδωρία, συνδυασμένη με την αδυναμία του να αρνηθεί την προσφορά βοήθειας όταν αντιλαμβανόταν ότι κάποιος είχε ανάγκη, ωθούσε τον Σάμιουελ Μπέκετ να σκορπά σχεδόν αλόγιστα τα χρήματά του, ακόμη κι αν ο ίδιος βρισκόταν σε εξίσου δυσχερή θέση με τον ευεργετούμενο. Έτσι, στις αρχές του 1955 συνεισέφερε ένα σεβαστό ποσό προκειμένου να αποκτήσει ο Bram van Velde ένα απλόχωρο και φωτεινό ατελιέ στο Παρίσι, γεγονός που έφερε τον ίδιο τον Μπέκετ σε δεινή οικονομική κατάσταση. Όσο για τα χρήματα του Βραβείου Νόμπελ (1969), πολύ γρήγορα εξανεμίστηκαν σε δωρεές προς διάφορα ιδρύματα και ανώνυμες προσφορές προς δεκάδες συγγραφείς, σκηνοθέτες και ζωγράφους. Εξίσου θαυμαστή και χαρακτηριστική του ανθρώπου είναι η ιστορία που συνέβη σε κάποιο μπαρ στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όταν κάποιος αλήτης πλησίασε τον Μπέκετ, που έπινε μόνος στον πάγκο, δύο η ώρα τη νύχτα, και θαύμασε το σακάκι που φορούσε. Ο Μπέκετ έβγαλε αμέσως το σακάκι του και, χωρίς καν ν’ αδειάσει τις τσέπες, το χάρισε στον άγνωστο αλήτη.
«Έλα, Ζορζέτ». Ο Ρενέ Μαγκρίτ με τη γυναίκα του κι ο Λουίς Μπουνιουέλ με τη δική του δειπνούν ένα βράδυ καλεσμένοι στο σπίτι του Μπρετόν, ο οποίος ήθελε επιτέλους να γνωρίσει τις συζύγους των υπερρεαλιστών συντρόφων του. Η ατμόσφαιρα είναι από την πρώτη στιγμή τεταμένη· ο οικοδεσπότης είναι συνεχώς συνοφρυωμένος και, σκυμμένος στο πιάτο του, απαντά σε ό,τι του λένε μονολεκτικά. Ξαφνικά, σαν να μην κρατιέται άλλο, δείχνει με το δάχτυλο έναν μικρό χρυσό σταυρό που κρεμόταν στον λαιμό της γυναίκας του Μαγκρίτ και έξω φρενών φωνάζει πως αυτό είναι μια απαράδεκτη πρόκληση και πως θα μπορούσε αυτή η γυναίκα να είχε βάλει κάτι άλλο στον λαιμό της για να έρθει να δειπνήσει στο σπίτι του. «Έλα, Ζορζέτ», είπε μόνο ο Μαγκρίτ, ο οποίος, ας το σημειώσουμε, δεν διακρινόταν για τα φιλοχριστιανικά του αισθήματα, «φεύγουμε». Όπως κι έγινε: έφυγαν από το σπίτι του Μπρετόν εκείνο το βράδυ, έφυγαν από το Παρίσι, έφυγαν από τη Γαλλία και επέστρεψαν στις Βρυξέλλες, όπου ο Μαγκρίτ δραστηριοποιήθηκε στο εξής στη Βελγική Υπερρεαλιστική Ομάδα.
Τα μέτρα και τα σταθμά. Το 1974 ο Άρης Αλεξάνδρου ζούσε ήδη αυτοεξόριστος στο Παρίσι (από όπου δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ) και, παρόλο που μόλις δυο χρόνια νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των τριών ποιητικών συλλογών του, λίγοι υπολόγιζαν ακόμα την παρουσία του στα ελληνικά Γράμματα. Ο παλιός του φίλος, ωστόσο, Χρήστος Θεοδωρόπουλος, σε κριτικό του σημείωμα, το οποίο απέστειλε στον ποιητή πριν τη δημοσίευσή του, τοποθετούσε τον Αλεξάνδρου στην «κορυφή της πυραμίδας των μεταπολεμικών ποιητών». Ο πάντοτε ακέραιος Άρης Αλεξάνδρου απάντησε αμέσως στον φίλο του με τόση οργή και σφοδρότητα, που εκείνος δεν τόλμησε να δημοσιεύσει ποτέ την εγκωμιαστική του κριτική: «Με τι μέτρα τούς μέτρησες όλους, με ποιο αρχιτεκτονικό σχέδιο έχτισες την πυραμίδα;»