Αναγνώστης βιογραφιών [3]

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Αναγνώστης βιογραφιών [3]

Πολιτική ανυπακοή. Την 4η Ιουλίου (Ημέρα της Ανεξαρτησίας) του 1845 ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ εγκαθίσταται σε μια καλύβα στις όχθες της λίμνης Ουόλντεν, στην οποία θα ζήσει μόνος για δύο ολόκληρα χρόνια καλλιεργώντας τον κήπο του και αφιερώνοντας τον υπόλοιπο χρόνο του στους μακρινούς περιπάτους, στη συγγραφή και στην ανάγνωση βιβλίων, και στον στοχασμό. Τον άλλο χρόνο όμως, το 1846, οι ΗΠΑ θα κηρύξουν τον πόλεμο στο Μεξικό, έναν πόλεμο αποτέλεσμα του οποίου θα είναι, σύμφωνα με τον Θορώ, η ακόμη μεγαλύτερη εξάπλωση της δουλείας. Προκειμένου, λοιπόν, να αντιδράσει, όχι μόνο με τον καταγγελτικό του λόγο αλλά και με τη δράση του, σε μια κυβέρνηση που διατηρεί σκλάβους, αρνείται να πληρώσει τους φόρους που θα χρηματοδοτούσαν αυτόν τον πόλεμο. Συνέπεια της άρνησής του αυτής ήταν ο εγκλεισμός του στη φυλακή (για μια νύχτα μόνο, τελικά). Στην ερώτηση, «Χένρι, γιατί είσαι εδώ;» που του απηύθυνε στο κελί του ο φίλος και δάσκαλός του Ραλφ Ουόλντο Έμερσον, ο Θορώ απάντησε: «Ουόλντο, εσύ γιατί δεν είσαι εδώ;» Για να διευκρινίσει ο ίδιος λίγο αργότερα: «Σε ένα καθεστώς που φυλακίζει αδίκως, η θέση του δίκαιου ανθρώπου είναι επίσης στη φυλακή».

10 χρονών. Όταν ακόμα ζούσε στη γενέθλια Ζάκυνθο και το όνομά του ήταν Niccolò, ο Ιταλός αργότερα ποιητής Ugo Foscolo σχηματίζει και ηγείται μιας ομάδας η οποία θα επιτεθεί σε μια από τις Πύλες που χωρίζουν το εβραϊκό γκέτο από την υπόλοιπη πόλη και με ένα βαρύ τσεκούρι στο χέρι προσπαθεί να την γκρεμίσει. Συλλαμβάνεται αμέσως από την αστυνομία της πόλης. «Δεν είναι σωστό να είναι φυλακισμένοι μ’ αυτόν τον τρόπο οι Εβραίοι», θα διαμαρτυρηθεί. Ήταν δέκα χρονών. Πολλά χρόνια αργότερα, και χωρίς να έχει αλλάξει μυαλά, θα γράψει τον στίχο: «Αντίμαχος στον κόσμο εγώ, αντίμαχα τα πράματα σ’ εμένα».

Bice. Ο Νίτσε ονόμασε τον Δάντη «ύαινα που κάνει ποίηση μέσα στους τάφους», ενώ ο Καζαντζάκης υποστηρίζει ότι το κυρίαρχο κίνητρο για να γράψει ο Φλωρεντινός συγγραφέας το μέγιστο έργο του, τη «Θεία Κωμωδία», ήταν η επιθυμία του για εκδίκηση, η λύσσα του ενάντια στους εχθρούς του που τον είχαν εξορίσει από την αγαπημένη του Φλωρεντία και του είχαν στερήσει τις τιμές που άξιζαν σε έναν ποιητή, και πολίτη, του μεγέθους του.

Εκείνος όμως ήταν εννιά χρονών, κι η Βεατρίκη το ίδιο ακριβώς, όταν τα μάτια του την αντίκρισαν για πρώτη φορά:

Κι απ’ τη στιγμή εκείνη λέω άρχισε ο Έρωτας άρχοντας να ’ναι στην ψυχή μου, που τόσο γρήγορα ζευγάρωσε μαζί του, κι άρχισε με τη δύναμη που τού ’δινε η δικιά μου φαντασία να ’χει πάνω μου τόση σιγουριά και τόση εξουσία έτσι που έπρεπε οπωσδήποτε να εκτελώ τις διαταγές του.

Εννιά χρόνια αργότερα θα την ξαναδεί, θα του μιλήσει και θα γράψει το πρώτο του ποίημα γι’ αυτήν. Η ζωή όμως τούς κράτησε μακριά, και ο θάνατος, στα είκοσι τέσσερά της χρόνια, θα ακυρώσει οριστικά κάθε πιθανότητα μιας νέας συνάντησής τους.

Ίσως ο Δάντης να έγραψε ολόκληρη τη «Θεία Κωμωδία» μόνο και μόνο για να πραγματοποιήσει στο πλαίσιό της τη συνάντηση με την αγαπημένη του Βεατρίκη Πορτινάρι, την Μπίτσε όπως τη φώναζαν, που η αληθινή ζωή τού στέρησε. Ή, διαφορετικά, απλώς για να βρει την ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτήν, όπως της άξιζε. Όπως πολλά χρόνια νωρίτερα είχε καταγράψει σε μια επιστολή, με κάποια αφορμή, εξήντα γυναικεία ονόματα, μόνο και μόνο για να έχει την ευκαιρία να συμπεριλάβει ανάμεσά τους, κρυφά, και το όνομα εκείνης, της γυναίκας που μια για πάντα αγάπησε. Ένα μελαγχολικό παιχνίδι για ποιητές.

Η Κοινωνική Επανάσταση στην Ιταλία. «Αηδιασμένοι, μπουχτισμένοι, μπερδεμένοι, σχεδόν πισθάγκωνα δεμένοι, από τα ψέματα και τις πλάνες της φοβερής ετούτης εποχής» (κατά τη γνωστή διατύπωση του Ανδρέα Εμπειρίκου), κάποια Κυριακή Απριλίου του 1881, ο Ερρίκο Μαλατέστα, ο Κάρλο Καφιέρο και περίπου είκοσι πέντε ακόμη σύντροφοί τους αναρχικοί εισέρχονται στο ορεινό χωριό της Ιταλίας Λεντίνο και, συναινούντων των κατοίκων του χωριού, του παπά συμπεριλαμβανομένου, κηρύσσουν στη χώρα την «Κοινωνική Επανάσταση». Διακηρύσσουν από εκεί όπου βρίσκονται την καθαίρεση του βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ, ο οποίος είναι αμφίβολο αν πληροφορήθηκε ποτέ την πτώση από το αξίωμά του, ρίχνουν στη φωτιά όλα τα αρχεία της κοινότητας (συμβόλαια ιδιοκτησίας, καταγραφές χρεών και φόρων) και βαδίζουν προς το επόμενο χωριό, το Γκάλο, ακολουθώντας περίπου την ίδια διαδικασία, με την πρόθεση να διατρέξουν ολόκληρη την επικράτεια προπαγανδίζοντας με τη δράση τις αναρχικές τους ιδέες. Δύο μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή.

Έναν καφέ για τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Μες στο σπίτι, όσο δουλεύει, φοράει ένα καλογερικό ράσο, πάνω από μια άσπρη φανέλα, που το συγκρατεί στη μέση του με ένα στριφτό κορδόνι. Η μισή δουλειά που έχει να κάνει είναι να γράφει τα κεφάλαια του νέου βιβλίου που πρέπει να παραδώσει και η άλλη μισή να διορθώνει, να συμπληρώνει, να σβήνει και να ξαναγράφει τα τυπογραφικά δοκίμια, που πηγαίνουν κι έρχονται μέχρι το βιβλίο να πάρει την τελική του μορφή. Θα γράψει έτσι εκατό σχεδόν μυθιστορήματα και άλλες τόσες σελίδες με επιστολές, ποικίλα άρθρα, λιβελογραφήματα, νεανικά έργα. Θα δημιουργήσει δύο χιλιάδες πεντακόσιους χαρακτήρες, από τους οποίους οι εξακόσιοι επανεμφανίζονται το λιγότερο άλλη μία φορά σε κάποιο άλλο έργο. Προκειμένου να καταφέρνει να κρατιέται ξύπνιος και να δουλεύει με αυτό τον ρυθμό, δεκαπέντε ώρες τη μέρα, πίνει κατά μέσο όρο τριάντα κούπες καφέ ημερησίως: «Αυτή η μεγάλη δύναμη της ζωής μου!» θα πει. «Τριάντα χιλιάδες φλιτζάνια καφέ ήπια όσο έγραφα την “Ανθρώπινη Κωμωδία”».

Από ένα σημείο και μετά, αναπόφευκτα, θα έλεγε κανείς, ζει με τους ήρωες των μυθιστορημάτων του, τους οποίους παίρνει πια για πραγματικούς ανθρώπους και όχι για πλάσματα της δικής του φαντασίας. «Θα πάω στην Αλανσόν όπου ζει η δεσποινίς Κορμόν!» ανακοινώνει κάποτε. Κι άλλοτε σχολιάζει στα γράμματά του γεγονότα που ο ίδιος έχει βάλει στα βιβλία του σαν να είναι πραγματικά: «Ξέρετε ποια παντρεύεται ο Φελίξ ντε Βαντενές; Μια δεσποινίδα Ντε Γκρανβίλ· πολύ καλό γάμο κάνει· οι Γκρανβίλ είναι πολύ πλούσιοι». Η αδελφή του θα τον ρωτήσει κάποτε για ένα δευτερεύον πρόσωπο που βρίσκουμε σε κάποιο μυθιστόρημά του, κι εκείνος θα της απαντήσει σοβαρά: «Δεν γνώριζα τον κύριο ντε Ζορντί πριν από την άφιξή του στο Νεμούρ».

Θα πεθάνει στα πενήντα ένα του χρόνια, τη νύχτα της 18ης προς 19η Αυγούστου του 1850. Στην επιθανάτια κλίνη του θα ψιθυρίζει με δυσκολία, «Αν ήταν εδώ ο Μπιανσόν, θα μ’ έκανε καλά!»

Ο Μπιανσόν είναι γιατρός που εμφανίζεται σε κάποια από τα βιβλία της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» του Μπαλζάκ.