Αναγνώστης βιογραφιών [5]
The Common Reader. Φαντάσου ότι είσαι έφηβη σε μια βικτωριανή Αγγλία που δεν λέει ν’ αλλάξει, η μητέρα σου μόλις έχει πεθάνει και ζεις σε μια οικογένεια με έναν πατέρα που αδυνατεί, και θα αδυνατεί μέχρι τέλους, να αποδεχτεί την απώλεια και να διαχειριστεί τη νέα πραγματικότητα. Λίγο αργότερα θα πεθάνει και η μεγαλύτερη αδελφή σου, που είχε πάρει, θέλοντας και μη, τη θέση της μητέρας στο σπίτι, ενώ τα δύο μεγάλα ετεροθαλή σου αδέλφια σε αντιμετωπίζουν σαν κατώτερο είδος ανθρώπου — είσαι γυναίκα, μην το ξεχνάς, κι ας ζεις στο Λονδίνο στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Ένας από τους δύο σε κακοποιεί σεξουαλικά. Και για σχολείο ούτε λόγος να γίνεται. Τι κάνεις για να αντέξεις; Αν είσαι η Βιρτζίνια Γουλφ, τα πρωινά, που τα αδέλφια σου πηγαίνουν στο κολέγιο και ο πατέρας σου απομονώνεται στο γραφείο του, εσύ θα κλείνεσαι στο δικό σου δωμάτιο και θα διαβάζεις· πάντα με πάθος, με μανία, με απελπισία, με ηδονή, με πίστη, με κόπο, με πειθαρχία, με αντοχή και με απόλαυση. Ευριπίδη, Σοφοκλή, Πλάτωνα, τους οποίους αποκρυπτογραφείς λέξη-λέξη με τη βοήθεια του Λίντελ-Σκοτ, και Τζέιν Όστιν, Ντίκενς, Τζορτζ Έλιοτ, Χόθορν και ένα σωρό άλλους. Έτσι θα συνεχίσεις να κάνεις σε όλη σου τη ζωή. Γιατί η Βιρτζίνια Γουλφ είναι ίσως η πιο παθιασμένη αναγνώστρια μεταξύ των συγγραφέων. Μάλιστα, σε αντίθεση με τους περισσότερους συναδέλφους της, που, όταν βυθίζονται στη συγγραφή των δικών τους έργων, αποφεύγουν τον περισπασμό και την επίδραση της ανάγνωσης άλλων βιβλίων, η Βιρτζίνια Γουλφ συνεχίζει να διαβάζει όπως κάνει πάντα, συστηματικά, ενεργητικά και ακόρεστα. Και σημειώνει με επιμέλεια τα διαβάσματά της στο ημερολόγιό της, όπως, παραδείγματος χάριν, την εποχή που έγραφε την «Κυρία Ντάλογουεϊ», οπότε προγραμματίζει να διαβάσει, «λίγο Όμηρο, μια ελληνική τραγωδία, λίγο Πλάτωνα, Ζίμερν, Σέπαρντ σε χειρόγραφο, τη ζωή του Μπέντλεϊ αλλά επίσης λίγο Ίψεν, για να τον συγκρίνω με τον Ευριπίδη, και Ρακίνα, για να τον αντιπαραβάλω με τον Σοφοκλή, ίσως και τον Μάρλοου σε αντιδιαστολή με τον Αισχύλο». Ποιος άλλος θα έγραφε έτσι για τους αναγνώστες; «Ονειρεύομαι μερικές φορές πως, τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης και τότε όλοι οι σπουδαίοι κατακτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφτάσουν για να παραλάβουν τα έπαθλά τους, τα στέμματά τους, τις δάφνες τους και τα ονόματά τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια, “Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λάτρεψαν το διάβασμα”».
Νεότης, νεότης, τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. «Σαν πυρετός μάς είχε κυριέψει ο πόθος να μάθουμε τα πάντα, να γνωρίσουμε όλα τα επιτεύγματα της τέχνης και της επιστήμης· στριμωχνόμασταν τα απογεύματα ανάμεσα στους φοιτητές του πανεπιστημίου για να παρακολουθήσουμε τις παραδόσεις, επισκεπτόμασταν όλες τις εκθέσεις έργων τέχνης και πηγαίναμε στις αίθουσες διδασκαλίας της ανατομίας για να δούμε πώς γίνονται οι νεκροψίες. Χώναμε τη μύτη μας παντού με πρωτοφανή περιέργεια. Τρυπώναμε στις πρόβες της φιλαρμονικής, κάναμε άνω-κάτω τα παλαιοπωλεία, επιθεωρούσαμε καθημερινά τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, ώστε να γνωρίζουμε αυθημερόν τις νέες κυκλοφορίες. Και προπαντός διαβάζαμε, διαβάζαμε ό,τι έπεφτε στα χέρια μας. Απ’ όλες τις δημόσιες βιβλιοθήκες δανειζόμασταν βιβλία και ανταλλάσσαμε μεταξύ μας ό,τι βρίσκαμε. Το αγαπημένο μας, όμως, μορφωτικό στέκι για ό,τι νέο κυκλοφορούσε ήταν το καφέ. […] Στην ουσία, οσφραινόμασταν τον άνεμο πριν ακόμα περάσει τα σύνορά μας, αφού ζούσαμε αδιάκοπα με τα ρουθούνια μας τεντωμένα. Βρίσκαμε το καινούργιο, γιατί ποθούσαμε το καινούργιο, γιατί διψούσαμε για κάτι που θα ανήκε σε μας, και μόνο σε μας — κι όχι στον κόσμο των πατεράδων μας και του περιβάλλοντός μας». Στέφαν Τσβάιχ, «Ο κόσμος τού χθες».
The future. Γεννήθηκε στο Μόντρεαλ το 1934. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα θα ανακαλύψει τα ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και θα αποκτήσει την πρώτη του κιθάρα για να τα τραγουδήσει. Τον Μάρτιο του 1960, στο Λονδίνο πια, έχει αγοράσει την πράσινη Olivetti 22 γραφομηχανή του και το περίφημο μπλε αδιάβροχό του και έχει έτοιμη για έκδοση τη δεύτερη ποιητική του συλλογή και ολοκληρωμένη την πρώτη γραφή του μυθιστορήματός του. Το Λονδίνο δεν είχε τίποτε άλλο να του προσφέρει, μα κι εκείνος δεν είχε πού να πάει. Περιπλανώμενος, βαρύς και άεργος, ένα βροχερό απόγευμα στο Ιστ Εντ θα σκαλώσει η ματιά του στην πινακίδα της Τράπεζας της Ελλάδος της οδού Μπανκ και στον ηλιοκαμένο ταμία με τα γυαλιά ηλίου μες στο υποκατάστημα της τράπεζας. «Τι καιρό κάνει στην Ελλάδα τώρα;» θα τον ρωτήσει, για να λάβει την απάντηση: «Ανοιξιάτικο!» Την επόμενη κιόλας ημέρα ο Λέοναρντ Κόεν βρισκόταν στην Αθήνα και λίγο αργότερα στο λιμάνι της Ύδρας, στην οποία θα ζήσει, με διαλείμματα, τα επόμενα επτά χρόνια. «Τα χρόνια περνούν κι εμείς χάνουμε τόσο χρόνο διερωτώμενοι αν τολμάμε να κάνουμε το ένα ή το άλλο. Το θέμα είναι να κάνεις το άλμα, να δοκιμάσεις, να ρισκάρεις», θα γράψει.
Υποκριτής από την ανάποδη. Χαρακτηρίστηκε, από τους συγχρόνους του αλλά και από πολλούς μεταγενέστερους σχολιαστές της προσωπικότητας και του έργου του, μισάνθρωπος, τσιγκούνης, δύστροπος, άθεος, προδότης της πολιτικής του παράταξης, θρησκευτικός υποκριτής, τυραννικός προς τους κατωτέρους του και δουλικός έναντι των ισχυρών, παράφρων και, κατόπιν τούτων, αντιπαθής. Μα τον έχουν πει και υποκριτή από την ανάποδη, με την έννοια ότι προσπαθούσε συστηματικά, με διάφορους τρόπους, να αποκρύψει την ευσέβεια και την καλοσύνη του. Όταν ζούσε στο Λονδίνο, ξυπνούσε αξημέρωτα για να παρακολουθεί τη λειτουργία σε ώρα που κανείς γνωστός του δεν τον αντιλαμβανόταν, ενώ κάθε πρωί έκανε κοινή προσευχή με τους υπηρέτες του. Διέθετε σταθερά το ένα τρίτο των εισοδημάτων του σε ελεημοσύνες και φρόντιζε να έχει πάντα ψιλά στις τσέπες του για τους ζητιάνους που θα συναντούσε στον δρόμο του. Όποτε είχε τη δυνατότητα, παρενέβαινε στους πολιτικά ισχυρούς, προκειμένου να εξασφαλίσει οφέλη σε συγγραφείς, ποιητές, φιλοσόφους που ζητούσαν τη βοήθειά του είτε ανήκαν στην ίδια παράταξη με αυτόν είτε στην αντίπαλη. Υπερασπίστηκε έμπρακτα τον ιρλανδικό λαό από τη στυγνή εκμετάλλευση της αγγλικής κυβέρνησης. Πρωτοστάτησε στην εγγραφή συνδρομητών για τις μεταφράσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας του Αλεξάντερ Πόουπ, στον οποίο γράφει σε μια επιστολή του: «Βδελύσσομαι, απεχθάνομαι αυτό το ζώο που ονομάζουν άνθρωπο, αν και αγαπώ με όλη μου την ψυχή τον Τζον, τον Πίτερ, τον Τόμας ή όποιον άλλον θέλετε». Μισάνθρωπος είναι το πρώτο επίθετο που συναντά κανείς όταν αναζητήσει πληροφορίες για τον Τζόναθαν Σουίφτ.
[ Στη φωτογραφία, ο Λέοναρντ Κόεν στο σπίτι του στην Ύδρα ].