Αναγνώστης βιογραφιών [6]

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Αναγνώστης βιογραφιών [6]

Ένας μάγος στην Άγρια Δύση του πνεύματος. Όταν, στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, ο Μπρετόν, ο Ελιάρ, ο Μαξ Ερνστ και οι άλλοι υπερρεαλιστές ποιητές και ζωγράφοι τάραζαν τον ύπνο των αστών και άλλαζαν αιφνιδίως και τελεσίδικα τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την τέχνη και την πραγματικότητα, εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους. Όταν, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο αργότερα, η καλλιτεχνική πρωτοπορία της Ευρώπης μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη και άνοιξε τον δρόμο της ανανέωσης για τους σημαντικότερους Αμερικανούς δημιουργούς, εκείνος ήταν επίσης εκεί. Όταν στην Ταγγέρη, κατά τη δεκαετία του 1950, ο Μπάροουζ συνέθετε το Γυμνό γεύμα του, ο Πολ Μπόουλς έγραφε τα εξαίσια μυθιστορήματα και διηγήματά του, ενώ την περιοχή επισκέπτονταν ο Τένεσι Γουίλιαμς, ο Γκορ Βιντάλ, ο Τρούμαν Καπότε και οι Rolling Stones, εκείνος βρισκόταν ήδη εκεί. Και στο Παρίσι ξανά, στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και στις αρχές τις επόμενης, έζησε στο θρυλικό Beat Hotel και συνεργάστηκε με τον Μπάροουζ, τον Γκίνσμπεργκ και τον Κόρσο στην ίδια πάντα εξαίσια προοπτική: της επίθεσης ενάντια στον εφησυχασμό, στη στασιμότητα και στη χειραγώγηση.

Στα εβδομήντα χρόνια ενός καθ’ όλα συναρπαστικού και περιπετειώδους βίου, ο Μπράιον Γκάιζιν άσκησε τη δημιουργική του ευφυΐα με όποιον τρόπο στάθηκε δυνατό: υπήρξε πολυσχιδής συγγραφέας γράφοντας διηγήματα, μυθιστορήματα, ιστορικές μελέτες και αφηγήσεις, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ποιήματα και στίχους για τραγούδια, ενώ δοκιμάστηκε επίσης στη συγγραφή σεναρίου για τον κινηματογράφο καθώς και ενός μιούζικαλ. Κύρια, ωστόσο, ιδιότητα του ήταν αυτή του πολύπλευρου και πρωτοποριακού εικαστικού καλλιτέχνη: υπήρξε εξαιρετικός ζωγράφος, φωτογράφος και καλλιγράφος, συνδυάζοντας συχνά τις ιδιότητες αυτές στο ίδιο έργο, και επίσης εικονογράφησε και σχεδίασε τα εξώφυλλα πολλών βιβλίων. Ακόμη, μεταφέροντας και προσαρμόζοντας στη συγγραφική εργασία μέσα και τεχνικές των εικαστικών τεχνών, εισηγήθηκε και επεξεργάστηκε τη μέθοδο cut-up, με την οποία συνέθεσε ο ίδιος πολλές σελίδες ποίησης και πεζού λόγου. Επινόησε, επιπλέον, και κατασκεύασε την Ονειρομηχανή, το μοναδικό έργο τέχνης που το βλέπεις με κλειστά μάτια, σύμφωνα με τον δικό του χαρακτηρισμό, και, στη σταθερή του επιδίωξη να συνενώσει τις τέχνες, προχώρησε σε ακόμη ένα πρωτοποριακό εγχείρημα: έδωσε ο ίδιος ως περφόρμερ πολυάριθμες παραστάσεις στις οποίες συνδύαζε τη λογοτεχνία με τη μουσική και τις προσωπικές του ηχογραφήσεις με την προβολή εικόνων. Ανακάλυψε, πρώτος αυτός (δεύτερος ήταν ο άτυχος Brian Jones των Rolling Stones), και μαγεύτηκε από τους Master Musicians of Jajouka και, προκειμένου να μπορεί να τους ακούει καθημερινά, άνοιξε και διηύθυνε δικό του μπαρ και εστιατόριο στην Ταγγέρη. Εργάστηκε, επίσης, για το θέατρο, ως βοηθός ενδυματολόγου σε πολλές παραστάσεις του Μπροντγουέι, και αργότερα, στην Ταγγέρη αυτή τη φορά, ως σκηνογράφος και μακιγιέρ.

«Μου αρέσει να επινοώ πράγματα για να διασκεδάζω. Η ζωή, εξάλλου, δεν είναι καριέρα, είναι ένα παιχνίδι», έλεγε. Σχεδόν κανείς δεν τον θυμάται σήμερα.

Bloomsbury. Τα πιο πολλά ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ανυπόστατες φήμες, κανείς ωστόσο από την παρέα δεν ενδιαφέρθηκε να τις διαψεύσει ή, έστω, με κάποιον τρόπο να τις διασκεδάσει. Το αντίθετο μάλλον. Ότι τα κορίτσια, ας πούμε, ξεγυμνώνονταν δημοσίως και ότι, κάποτε, προκάλεσαν λιποθυμία σε γνωστές κυρίες της πόλης εμφανιζόμενες ημίγυμνες σε έναν χορό, ντυμένες δηλαδή με φορεσιές του Νοτίου Ειρηνικού. Ή ότι η μεγαλύτερη από τις δύο αδελφές είχε κάνει μια φορά έρωτα με τον οικονομολόγο Τζον Μέιναρντ Κέινς στο σαλόνι του σπιτιού της ενώπιον ολόκληρης της παρέας. Αληθινότατη ήταν πάντως η φάρσα που αποτόλμησε η ομάδα τον Φεβρουάριο του 1910, όταν μεταμφιέστηκαν όλοι με τουρμπάνια, καφτάνια και γενειάδες, ως ο αυτοκράτορας της Αβησσυνίας και η συνοδεία του, και ξεναγήθηκαν μετά βαΐων και κλάδων στο Ντρέντνοτ, το μεγαλύτερο τότε θωρηκτό του βρετανικού στόλου. Το Βασιλικό Ναυτικό, που λίγες ημέρες αργότερα αντιλήφθηκε την απάτη, δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό των μελών της ομάδας του Μπλούμσμπερι, γνωστότερα εκ των οποίων είναι σήμερα η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο Ε. Μ. Φόρστερ, ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο Άλντους Χάξλεϊ. «Στο Μπλούμσμπερι», τις πρώτες εκείνες δεκαετίες του 20ού αιώνα, «μπορούσε κανείς να είναι και παιδιάστικος και γελοίος και σοβαρός μέχρι θανάτου και πολύ έξυπνος. Όλα επιτρέπονταν, εκτός από τη βλακεία και την έλλειψη στιλ, και από το να κάνεις κάτι με μισή καρδιά».

Δυο ζωές. Ο πατέρας του δούλεψε τα περισσότερα χρόνια του εργάτης σε κάποιο εργοστάσιο ξυλείας· τον υπόλοιπο καιρό έψαχνε για δουλειά. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση έπινε πολύ περισσότερο απ’ όσο άντεχε ο οργανισμός του, για να πεθάνει τελικά αλκοολικός και με τα πνευμόνια του γεμάτα πριονίδι σε ηλικία πενήντα τριών ετών. Η μητέρα του, πωλήτρια και σερβιτόρα, πέρασε τα χρόνια της δίπλα στον άντρα της με τις ποικίλες μορφές βίας και με τη μόνη και αναπόδραστη μορφή απόγνωσης που μια τέτοια συμβίωση συνεπάγεται. Εκείνος, ωστόσο, δεν φαίνεται να διδάχτηκε τίποτε από το παράδειγμα και τη σκληρή μοίρα της οικογένειάς του — όχι πάντως προτού περάσει πολύς καιρός. Στα δεκαεννιά του χρόνια θα βρεθεί παντρεμένος με τη φίλη του από το σχολείο Μαίρη-Ανν, σχεδόν τρία χρόνια μικρότερή του, και πατέρας ενός παιδιού, για να ακολουθήσει την επόμενη κιόλας χρονιά η γέννηση ενός δεύτερου, και να συμπληρωθεί έτσι η εικόνα της οικογενειακής ευτυχίας που ονειρεύονταν οι δύο νεαροί αγαπημένοι όταν συναντιόνταν στους δρόμους της μικρής τους πόλης.

Έτσι, η ζωή του Ρέιμοντ Κάρβερ, στα είκοσι-είκοσι δύο του χρόνια, δεν διέφερε, ουσιαστικά, σε τίποτε από τη μίζερη και απεγνωσμένη ζωή που ζούσε με τους γονείς του όλο τον προηγούμενο καιρό και την οποία άφησε για να δημιουργήσει τη δική του διαφορετική οικογένεια. Ακόμη και η όλο και συχνότερη καταφυγή στο αλκοόλ δεν άργησε να γίνει μέρος της καθημερινότητάς του, αν και ο αλκοολισμός ως πλήρης και αποκλειστική απασχόληση δεν θα έρθει προτού περάσουν εφτά-οχτώ χρόνια ακόμη.

Και όμως, υπήρχε μια καθοριστική όσο και αναπάντεχη διαφορά: «Ήμουν δεκαοχτώ ή δεκαεννιά χρονών», θα θυμηθεί πολλά χρόνια αργότερα ο ίδιος, «βασανιζόμουν από την ανάγκη να “γράψω κάτι” και είχα ήδη ώς τότε κάνει μερικές αδέξιες προσπάθειες να γράψω ποιήματα». Ο νεαρός Κάρβερ, λοιπόν, μπορεί να είχε χίλιους δυο λόγους για να μην πιάσει ποτέ μολύβι στα χέρια του (δεν υπήρχε καν στα διαδοχικά σπίτια που νοίκιαζε με τη γυναίκα του ο παραμικρός χώρος ή η ελάχιστη ησυχία για να συγκεντρωθεί κανείς, πόσο μάλλον ο ελεύθερος χρόνος ή το κουράγιο για να το κάνει), είχε όμως ήδη από τότε έντονη και πιεστική την εσωτερική ανάγκη να προσπαθήσει. Κάποτε, μάλιστα, έβγαινε από το σπίτι και κλεινόταν στο αυτοκίνητο για να μπορέσει, για λίγο έστω, να γράψει ήσυχος, ποιήματα και διηγήματα, αποκλειστικά — πού να βρεθεί χρόνος για οτιδήποτε άλλο;

Παράλληλα με αυτά, θα έρθει και ο αλκοολισμός του που θα είναι απεγνωσμένος, μακροχρόνιος και σαρωτικός, θα τον αποξενώσει πλήρως από τη γυναίκα και τα παιδιά του, θα του απαγορεύσει κάθε βιοποριστική απασχόληση, θα ακυρώσει κάθε δημιουργικό του εγχείρημα και θα τον οδηγήσει, τέσσερις φορές, ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο. Ως εκ θαύματος, θα γλιτώσει και τις τέσσερις φορές και, επίσης ως εκ θαύματος, στις 2 Ιουνίου του 1977, ο Ρέιμοντ Κάρβερ θα κόψει εντελώς το ποτό και θα αρχίσει να ζει αυτό που ο ίδιος ονομάζει τη δεύτερη ζωή του. Θα ζήσει ακόμα έντεκα εξαιρετικά δημιουργικά και ευτυχισμένα χρόνια και, λίγο πριν το τέλος του, στα πενήντα του χρόνια, θα γράψει γι’ αυτή την περίοδο:

Ζωντανός, νηφάλιος, να δουλεύει, ν’ αγαπάει και / να τον αγαπάει μια καλή γυναίκα. Έντεκα χρόνια / πριν του είχαν πει πως είχε έξι μόνο μήνες ζωής / με τον ρυθμό που πήγαινε. Και πουθενά αλλού δεν πήγαινε / παρά καρφί προς την έξοδο. Έτσι λοιπόν άλλαξε / κατά κάποιον τρόπο δρόμο. Έκοψε το ποτό! Και τα υπόλοιπα; / Ύστερα απ’ αυτό ήταν όλο κέρδος, κάθε ξεχωριστό λεπτό.