Ανάπαυση
Μου είχαν πει ότι πρέπει να πάω προετοιμασμένος γι’ αυτό που θα αντικρίσω. Έφτασε η μέρα και πήγα. Μόνος. Κατηφόρισα την Εβδόμη, βρέθηκα στην Constitution Avenue και έφτασα στη Δεκάτη Τετάρτη. Μπροστά στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος. Ήταν υπέροχη μέρα και στη διαδρομή είδα πολύ κόσμο: μητέρες με τα παιδιά τους, νέους και ηλικιωμένους, άλλους με τους καφέδες στο χέρι, άλλους με street food. Γέλια, βιασύνη, πόζες για φωτογραφίες, παιχνίδι, ζωντάνια, διάφορες γλώσσες από όλα τα μέρη του πλανήτη. Έσφυζε η πόλη από ζωή.
Περίμενα υπομονετικά στην ουρά μέχρι που έφτασε η σειρά μου.
Το πρώτο πράγμα που κάνεις μόλις μπεις στο μουσείο είναι να πάρεις στην τύχη ένα βιβλιάριο — έτσι θα το χαρακτήριζα, ένα βιβλιάριο: στις σελίδες του, σε κιτρινωπό χαρτί, υπάρχει μια φωτογραφία και ένα όνομα· και αναφέρεται μια ιστορία. Σε μένα έτυχε η ιστορία της Margot Heumann, που γεννήθηκε το 1928 στο Hellenthal της Γερμανίας. Η Margot είχε μία αδερφή, και παππού, και γιαγιά. Ο παππούς της την έμαθε να κολυμπά στον ποταμό Lippe. H Margot αγαπούσε τις γάτες και μετά το σχολείο ασχολούνταν με τον κήπο. Της άρεσαν και τα Χριστούγεννα. Τα γιόρταζε βέβαια μόνο με τους Χριστιανούς γείτονες και συμμαθητές της. (Δεν γνωρίζεις το τέλος της κάθε προσωπικής ιστορίας, εξάλλου βρίσκεσαι ακόμη στην αρχή).
Ο χώρος είναι σκοτεινός, και ο δρόμος του βιώματος της μνήμης ανηφορικός σαν τον Γολγοθά. Το κακό ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά μπροστά σου. Όπως ακριβώς συνέβη και στην πραγματικότητα. Και μ’ έπιασε ένα παράπονο και ήμουν και μόνος και άρχισαν να μου φεύγουν τα δάκρυα. Δεν θα ξεχάσω πότε αυτό που ένιωσα όταν μπήκα στα βαγόνια που στοίβαζαν τους ανθρώπους για να τους μεταφέρουν στα στρατόπεδα. Δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις. Νομίζω ότι δεν επαρκούν οι λέξεις. Η ζωή, που μόλις πριν από λίγο την είχα γευτεί έξω, εδώ είχε πάψει.
Και όμως, μέσα στο απόλυτο κακό, ο άνθρωπος προσπαθεί να επιβιώσει. Στα εκθέματα, για παράδειγμα, υπήρχαν και πορτρέτα που φιλοτέχνησαν κρατούμενοι: δίχως συμβατικές μπογιές. Όπως ο Γιεν Μαρκιέλ, στο Άουσβιτς το 1944 — ένας φούρναρης, που έφερνε ψωμί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης από ένα κοντινό χωριό, βοηθούσε τους φυλακισμένους στα κρυφά: ανάμεσα σε άλλα, έφερε και στον Μαρκιέλ κομμάτια από βαμμένους τοίχους, και ο ζωγράφος αξιοποιούσε το χρώμα τους πάνω στη σκληρή λινάτσα που χρησιμοποιούσαν για τα στρώματα…
Το ουσιαστικότερο στοιχείο του ριζικού και απόλυτου κακού σ’ αυτή την κλιμακωτή απανθρώπιση είναι ότι το έγκλημα δεν βασίζεται μόνο σε ένα άτομο που πράττει αλλά σε έναν ολόκληρο μηχανισμό καταστροφής. Για τον φιλόσοφο Hans Jonas, το Ολοκαύτωμα αποτελεί το μελανότερο γεγονός της ιστορίας, καθώς με τη νέα έκφραση του κακού όπως εμφανίστηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης —με το να δολοφονούνται άνθρωποι κάθε ηλικίας δίχως να προλάβουν να υψώσουν τη φωνή τους— εκφυλίστηκε η επίκτητη ικανότητά μας να επηρεάσουμε με θετικό πρόσημο τη θεϊκή μοίρα.
Το Άουσβιτς, τα κρεματόρια, οι στοίβες των παπουτσιών και οι φιγούρες των αποσκελετωμένων ανθρώπων είναι ακόμη εκεί για να θυμίζουν τι συντελέστηκε. Ακόμη και αν η μνήμη ατονεί με τον χρόνο, οι μαρτυρίες δεν μπορούν να πεθάνουν: έχουν καταγράφει στην ιστορία, έχουν γίνει κομμάτι του κόσμου μας.
Η μικρή Margot τελικά επέζησε. Αλλά δεν ξανασυνάντησε κανέναν από την οικογένειά της. Απελευθερώθηκε τον Απρίλιο του 1945 από το Bergen-Belsen και με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού βρέθηκε στις ΗΠΑ.
Οι νεκροί μας στη σοφίτα
κρέμονται
γυμνοί,
νύχτα και μέρα κρέμονται γυμνοί,
σφιχτοδεμένοι πισθάγκωνα μες στο Σκοτάδι,
όσο περνά ο καιρός η σάρκα τους σαπίζει,
σκορπίζεται,
τα πτώματα διαλύονται
και ο Τυφλός Φύλακας
που τα φρουρεί
διατάζει μέσα στο Άπειρο
ανάπαυση.
[ Νταβίτ Φόγκελ, 1891-1944, «Στη σοφίτα» ].