Αναζητώντας μια αληθινή ταυτότητα
«I did not recognize him ten years later, for now his face was marked by those famous deep wrinkles, as though life itself had delineated a kind of face-scape to make manifest the heart’s invisible furies». Hannah Arendt, Thinking without a banister: Essays in Understanding, 1953-1975.
«You’ve got to tell the world how to treat you. If the world tells you how you are going to be treated, you are in trouble». James Baldwin, Margaret Mead and James Baldwin, A Rap on Race.
Η κυκλοφορία της ελληνικής έκδοσης του «The Heart’s Invisible Furies» έγινε, κατά σύμπτωση, σε σημαδιακή περίοδο. Ακριβώς 30 χρόνια πριν, τον Μάιο του 1988, η Συντηρητική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ εισήγαγε το Section 28, που εφαρμόστηκε στην Αγγλία, την Ουαλία και τη Σκωτία. Ήταν ο νόμος που απαγόρευε την «προώθηση» της ομοφυλοφιλίας από τις τοπικές Αρχές και τα σχολεία, ενώ απέτρεπε τη χρηματοδότηση, από δημόσιους φορείς, πρωτοβουλιών και οργανώσεων που είχαν αντικείμενο τη βοήθεια και την υποστήριξη των ομοφυλόφιλων. Η διάλυση πολλών ακτιβιστικών και φιλανθρωπικών οργανώσεων εξαιτίας αυτής της απαγόρευσης επιβάρυνε τη θέση των ΛΟΑΤΚΙ στη βρετανική κοινωνία. Είκοσι ένα χρόνια πριν την επιβολή του Section 28, το βρετανικό κοινοβούλιο ψήφισε την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας κατόπιν της έγκρισης του παλατιού, μεν, μιας θερμής ολονύχτιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, δε. Έως τότε, με αρχή μία τροπολογία του 1885, οποιαδήποτε ομοφυλοφιλική δραστηριότητα μεταξύ ανδρών σε βρετανικό έδαφος ήταν παράνομη. Όμως, ακόμα και εκτός Βρετανίας, οι ποιότητα ζωής των ομοφυλοφίλων δεν θωρακίζεται θεσμικά, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι το 1992 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατέτασσε την ομοφυλοφιλία στις ψυχικές διαταραχές.
Όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν το προσχέδιο της ζωής του ήρωα αυτού του βιβλίου, πριν εκείνος γεννηθεί.
Η ζωή του Σίριλ ξεκίνησε στο μεταπολεμικό Δουβλίνο. Η ανήλικη έγκυος μητέρα του τον γέννησε στο διαμέρισμα του Σον και του Σμουτ, του παράνομου ομοφυλόφιλου ζευγαριού που τη φιλοξενούσε.
Η μητέρα μου τον ταρακούνησε καθώς οι πόνοι την έσφαζαν. «Πρέπει να ζήσεις, Τζακ!» του φώναξε. «Πρέπει να ζήσεις!» Κι έπειτα η μητέρα μου μάλλον λιποθύμησε, αφού η ηρεμία αποκαταστάθηκε στο δωμάτιο για το επόμενο λεπτό, στη διάρκεια του οποίου εκμεταλλεύτηκα την ξαφνική γαλήνη για να σπρώξω πάνω στο λερό χαλί τού επάνω διαμερίσματος της οδού Τσάταμ το υπόλοιπο του μουλιασμένου στη γλίτσα και στο αίμα μικροσκοπικού σώματός μου, μαζί με τον πλακούντα που με έτρεφε τόσον καιρό. Περίμενα μια δυο στιγμές για να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου προτού ανοίξω για πρώτη φορά τα πνευμόνια μου, και με μια διαπεραστική κραυγή, που σίγουρα άκουσαν οι άντρες στην παμπ από κάτω, αφού ανέβηκαν τρέχοντας τη σκάλα για ν’ ανακαλύψουν την αιτία όλου αυτού του ορυμαγδού, ανακοίνωσα στον κόσμο ότι είχα αφιχθεί, είχα γεννηθεί, ότι επιτέλους ήμουν κι εγώ μέρος του.
Ελάχιστα λεπτά πριν γεννηθεί ο Σίριλ, ο Σον έβρισκε τον θάνατο από τα χέρια του πατέρα του. Η συμπλοκή κόστισε το μάτι και του πόδι του Τζακ Σμουτ. Το δικαστήριο επέβαλε τη μικρότερη των ποινών στον «πατέρα» γιατί ήταν «αγανακτισμένος» και επιζητούσε να ξεπλύνει την ντροπή.
Η ντροπή της Κάθριν, όμως, δεν ξεπλύθηκε. Εξοστρακισμένη από τη συντηρητική καθολική κοινωνία του χωριού της, διασύρθηκε από τον ιερέα της ενορίας μπροστά σε όλους επειδή έμεινε έγκυος στα δεκάξι της. Φυσικά, ο υπαίτιος δεν κατονομάζεται, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του· μόνο εκείνη θα λοιδορηθεί, το κορίτσι που κακομεταχειρίζεται ο ιερέας ενώπιων των συγχωριανών, των συγγενών και των γονιών της. Η ετυμηγορία του ανεπίσημου δικαστηρίου στην κυριακάτικη λειτουργία; Η Κάθριν πρέπει να φύγει για πάντα ‘ωστε να ζήσει η οικογένειά της με αξιοπρέπεια, για να μην μπουν σε πειρασμό οι νέοι του χωριού και συνάψουν σχέση με μία «εξώλης».
«Στα τσακίδια λοιπόν», είπε ο πατήρ Μονρό, πηγαίνοντας πίσω της και κλοτσώντας την τόσο δυνατά με την μπότα του που την έστειλε να κουτρουβαλήσει στα σκαλιά της Αγίας Τράπεζας κι από εκεί να σωριαστεί φαρδιά πλατιά στο πάτωμα, με τα χέρια τεντωμένα εμπρός της, γιατί, ακόμα και σ’ αυτό το τόσο πρώιμο στάδιο της ανάπτυξής μου, η μητέρα μου ήταν αποφασισμένη να με προστατεύσει με κάθε τίμημα. «Εξαφανίσου από δω μέσα, παλιοθήλυκο, εξαφανίσου από το Γκολίν, και πάρε μαζί και τις πομπές σου! Υπάρχουν σπίτια στο Λονδίνο που είναι φτιαγμένα για τσούλες σαν και του λόγου σου, κρεβάτια για ν’ ανασκελωθείς και ν’ ανοίξεις τα ποδάρια σου, άντρες για να ικανοποιήσουν τις βρόμικες ορέξεις σου!»
Η Κάθριν δίνει το παιδί για υιοθεσία σε ένα πλούσιο ζευγάρι, μία συγγραφέα και έναν τραπεζίτη. Από τη στιγμή της σύλληψης του παιδιού, η Κάθριν κατέστρωσε το σχέδιό της για να επιβιώσει πριν την κατασπαράξει η άνιση προκατάληψη του χωριού. Τη χαρακτηρίζουν η καθαρότητα σκέψης και η ψυχραιμία, που διακρίνονται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό σε όλες τις ηρωίδες του βιβλίου.
Για τον Μπόιν ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν τον αναλάμβαναν οι γυναίκες. Στο κείμενο υπερτερούν σε λογική —ακόμα και οι εκκεντρικές και οι συντηρητικές ενεργούν σύμφωνα με την κατασταλαγμένη ιδιοσυγκρασιακή λογική τους—, εκφράζουν συναισθήματα, ανοίγουν ζητήματα, εμμένουν στην προσωπικότητά τους αντί να την προσαρμόζουν, βρίσκουν μόνες τους λύσεις στα προβλήματα που πετάει η ζωή στα πόδια τους. Στο σύμπαν του Σίριλ και, ευρύτερα, στην Ιρλανδία του βιβλίου, οι άντρες πιέζονται και καταπιέζουν, κρύβονται πίσω από την τοξικότητα του ανδρισμού τους, με συνέπεια να φοβούνται και να εκφοβίζουν, να φιμώνονται και να φιμώνουν. Οι φωνές της σωφροσύνης και της αντικειμενικότητας, της τόλμης, του θάρρους και της ανάληψης ευθυνών είναι γυναικείες.
Ποιος είναι όμως ο Σίριλ Έιβερι;
Γνωρίζουμε τον Σίριλ το 1952 όταν υιοθετείται από το ζεύγος Έιβερι. Ο πατέρας Τσαρλς, Διευθυντής Επενδύσεων στην Τράπεζα της Ιρλανδίας, και η μητέρα Μοντ, πασίγνωστη λογοτέχνης, είναι χαρακτήρες βγαλμένοι από φαρσοκωμωδία. Παρά την κοινή έγγαμη ζωή, χαράζουν διαφορετικές και ανώμαλες πορείες και αποτελούν την επιτομή του genial. Απασχολούν τον Τύπο και την τοπική υψηλή κοινωνία με τον ανεκδιήγητα μη συμβατικό τρόπο ζωής τους και ευθύνονται για την άνιση ανατροφή του αγοριού που απέκτησαν με μια γενναία χορηγία στη μονή που μεσολάβησε και μια αμοιβή στην Κάθριν.
«Δες το περισσότερο ως ενοικίαση, Σίριλ», μου είχε πει –μου έδωσαν το όνομα Σίριλ από ένα σπάνιελ που είχαν κάποτε και που το λάτρευαν– «μια ενοικίαση διάρκειας δεκαοχτώ ετών. Δεν υπάρχει κανένας λόγος όμως να μην τα πηγαίνουμε καλά στη διάρκειά της – έτσι δεν είναι; Μολονότι, αν είχα δικό μου γιο, θα ήθελα να είναι ψηλότερος από σένα. Και λίγο καλύτερος στο ράγκμπι. Υποθέτω όμως ότι υπάρχουν και χειρότεροι. Ένας Θεός ξέρει τι μπορούσε να μας έχει τύχει. Το ξέρεις ότι κάποια στιγμή έπεσε στο τραπέζι η ιδέα να πάρουμε μωρό με αφρικανική καταγωγή;»
Οι Έιβερι συμπεριφέρονται στον Σίριλ σαν σε ενήλικο φιλοξενούμενο. Δεν αδιαφορούν, δεν τον κακοποιούν, για εκείνους είναι ένας ακόμα κάτοικος του εντυπωσιακού τους σπιτιού στην πλατεία Ντάρτμουθ.
«Με λένε Σίριλ Έιβερι και είμαι εφτά χρόνων. Ο Τσαρλς και η Μοντ είναι οι γονείς μου, αν και δεν είναι οι πραγματικοί γονείς μου, είναι οι θετοί γονείς μου, δεν είμαι σίγουρος ποιοι είναι οι πραγματικοί, αλλά ζω εδώ από πάντα και έχω το δωμάτιο στο τελευταίο πάτωμα. Δεν πάει κανείς ποτέ εκεί πάνω, εκτός από την υπηρέτρια για να το καθαρίσει, οπότε τα έχω όλα όπως τα θέλω».
Η Μοντ είναι η βασίλισσα των αντιφάσεων. Η επιτομή του αφηρημένου καλλιτέχνη, περιφέρεται στον κόσμο μέσα στην προσωπική της φυσαλίδα και αγαπά να μισεί την τέχνη της.
Η Μοντ αναστέναξε, άπλωσε το χέρι της κι έσφιξε το δικό του περίπου για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. «Έχεις πολύ απαλό δέρμα», είπε, γουργουρίζοντας λιγάκι. «Βέβαια, έτσι είναι σε γενικές γραμμές το δέρμα των μικρών αγοριών. Δεν είναι συνηθισμένο στη σκληρή δουλειά. Πόσων χρόνων είσαι, αν επιτρέπεται;» «Είμαι εφτά», απάντησε ο Τζούλιαν. «Όχι, ο Σίριλ είναι εφτά», είπε η Μοντ κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι. «Ρώτησα πόσων χρόνων είσαι εσύ». «Κι εγώ εφτά είμαι», της είπε. «Και οι δυο είμαστε εφτά». «Και οι δυο εφτά», είπε σχεδόν ψιθυριστά η Μοντ. «Κοίτα σύμπτωση!» «Δε νομίζω ότι είναι», είπε ο Τζούλιαν, λιγάκι σκεφτικός, σαν να το εξέταζε. «Όλοι μου οι συμμαθητές στο σχολείο εφτά είναι. Όπως κι εκείνοι του Σίριλ, φαντάζομαι. Μάλλον υπάρχουν τόσοι εφτάχρονοι στο Δουβλίνο όσοι και άνθρωποι των υπόλοιπων ηλικιών». «Μπορεί», αποκρίθηκε η Μοντ, χωρίς να έχει πειστεί.
Σε αυτό το μικροσύμπαν με τους δύο πλανήτες, ο Σίριλ είναι ο δορυφόρος, είναι ο ενήλικος της οικογένειας, παρόλο που και οι δύο θετοί γονείς τού υπενθυμίζουν καθημερινά ότι δεν είναι ένας πραγματικός Έιβερι. Παρατηρώντας τις ιδιοσυγκρασίες τους, ο Σίριλ γίνεται δεκτικός και οξυδερκής από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, αλλά δεν αναπτύσσει άμυνες. Σαν παιδί τραυλίζει ασταμάτητα μέχρι τα επτά του χρόνια. Τότε γνωρίζει τον πρώτο και καθοριστικό έρωτα της ζωής του, τον Τζούλιαν. Ο πατέρας του Τζούλιαν είναι ο δικηγόρος του Τσαρλς και κάνει ό,τι μπορεί για να τον κρατήσει έξω από τη φυλακή. Οι καταχρήσεις, οι κακές επενδύσεις και οι σπατάλες, όμως, δεν βοηθούν.
Επτά χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, τα δύο αγόρια βρίσκονται ξανά στο κολέγιο. Ο Τσαρλς έχει αποφυλακιστεί, η Μοντ δεν ζει πια. Μετά την ποινή του Τσαρλς, ο πατέρας του Τζούλιαν αγόρασε το σπίτι των Έιβερι — εκδίκηση για το πισώπλατο μαχαίρωμα του πελάτη του, που είχε σχέση με τη σύζυγό του. Ο όμορφος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και «ξεπεταγμένος» Τζούλιαν είναι το αντίθετο του μοναχικού, συνεσταλμένου και σεξουαλικά άπειρου Σίριλ. Όσο ο Τζούλιαν ιδρώνει στη θέα γυναικείων ποδιών και ζουμερών βυζιών, ο Σίριλ «ιδρώνει» να κατανοήσει και να αποδεχτεί τη σεξουαλικότητά του.
Από τότε που μπορούσα να θυμηθώ τον εαυτό μου ήξερα ότι ήμουν διαφορετικός από τα άλλα αγόρια. Κάτι μέσα μου λαχταρούσε τη στενή φιλία και την επιδοκιμασία των συνομηλίκων μου με τρόπους που δεν την επιζητούσαν εκείνοι. Ήταν μια αρρώστια στην οποία οι παπάδες αναφέρονταν πότε πότε ως αμαρτία του αισχίστου είδους, λέγοντάς μας ότι το αγόρι που ήταν τόσο διεστραμμένο ώστε να κάνει λάγνες σκέψεις για ένα άλλο αγόρι αναμφίβολα θα πήγαινε κατευθείαν στην κόλαση και θα έμενε εκεί στον αιώνα τον άπαντα, να τσουρουφλίζεται στο πυρ το εξώτερον, με τον Σατανά καθισμένο δίπλα του για παρέα, να γελάει και να τον τσιγκλάει με την τρίαινά του.
Ο Σίριλ κρύβει τη σεξουαλικότητά του, βιώνοντας παθητικά, ενοχικά και υποσυνείδητα την καταπίεση της κοινωνίας και του νόμου. Κάνει διπλή ζωή, γνωρίζει το σεξ μόνο ως κάλυψη μιας σωματικής ανάγκης σε σκοτεινά και επικίνδυνα μέρη χωρίς να ελπίζει πως κάποτε θα ερωτευτεί. Επιτρέπει στο κράτος και την Εκκλησία να του χαρτογραφήσουν τη ζωή γιατί η σεξουαλικότητά του τον κάνει ευάλωτο απέναντι στον νόμο. Η πιο μικρή υποψία σχετικά με τη διαφορετική σεξουαλικότητά του είναι αρκετή για να τον φέρει αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη· μία καταγγελία φτάνει. Ο διασυρμός είναι βέβαιος και, δεν είναι λίγες οι φορές που οι καλοθελητές χρίζονται τιμωροί, βιαιοπραγώντας κατά των ομοφυλόφιλων ή επωφελούμενοι σεξουαλικά με εκβιασμούς.
Είμαστε μάρτυρες της ιστορίας ενός παραμελημένου παιδιού που ενηλικιώνεται σε εσωστρεφή και φοβισμένο ομοφυλόφιλο νέο και ωριμάζει σε συνειδητοποιημένο άντρα.
Ο Σίριλ έχει κοφτερό βλέμμα και καυστική αντίληψη, αθώα λόγω ανατροφής και εκπαίδευσης, και ζωντανεύει μέσω του λυτρωτικού χιούμορ του Μπόιν. Είναι τραγικός ήρωας, παρόλο που δεν το συνειδητοποιεί και δεν το κραυγάζει, γιατί ο συγγραφέας δεν εφαρμόζει τεχνικές ανάδειξης αυτής της τραγικότητας. Βιώνει στωικά μία εγγενή αδικία που εξώθησε χιλιάδες ανθρώπους στην αυτοκτονία, έκλεισε άλλους σε ψυχιατρικά ιδρύματα ή τους παρέδωσε στα χέρια της «δικαιοσύνης» σαν εγκληματίες.
Ηττημένος, άφησα τους ώμους μου να πέσουν και πίεσα τους αντίχειρες και τους δείκτες μου στις γωνιές των ματιών μου. «Δεν είναι δίκαιο, είναι;» είπα χαμηλόφωνα έπειτα από λίγο, αβέβαιος αν το έλεγα σ’ αυτόν, στον εαυτό μου ή στο σύμπαν. «Φοβάμαι», είπε το αγόρι, και η αίσθηση της απογοήτευσης που με είχε κυριεύσει έδωσε τη θέση της στον οίκτο μου γι’ αυτόν. Έτρεμε ολόκληρος· ήταν ολοφάνερο ότι η εμπειρία τού ήταν πρωτόγνωρη. «Θέλησες ποτέ απλώς ν’ αυτοκτονήσεις;» ρώτησα, κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Τι;» ρώτησε μπερδεμένος. «Μερικές φορές», του είπα, «το μόνο που θέλω είναι να πάρω το μαχαίρι του ψωμιού και να το χώσω στην καρδιά μου». Δεν είπε τίποτα, παρά κοίταξε γύρω του σαστισμένος, προτού τελικά στραφεί ξανά προς το μέρος μου και κατανεύσει. «Το δοκίμασα πέρσι», είπε. «Όχι με μαχαίρι του ψωμιού. Με άλλον τρόπο. Με χάπια. Αλλά δεν πέτυχε. Μου έκαναν πλύση στομάχου».
Ευτυχώς, αντιλαμβάνεται σύντομα στη ζωή του ότι δεν είναι πολίτης τρίτης κατηγορίας, δεν είναι μιαρός, ότι δεν θα έπρεπε να θεωρείται απόκληρος. Νιώθει την ανάγκη για κάτι περισσότερο από τη φευγαλέα ικανοποίηση και επιζητά την ελευθερία της συναισθηματικής και σεξουαλικής του έκφρασης.
Το φόντο της εξέλιξης του Σίριλ είναι η εξέλιξη της Ιρλανδίας από τον σκοταδισμό στο δημοψήφισμα του σύμφωνου συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων — ήρωας και χώρα μεγαλώνουν στην άγνοια, ενηλικιώνονται στον φόβο και εξοικειώνονται με τον σκοταδισμό μέχρι να κάνουν την επανάστασή τους και να περάσουν στην ώριμη περίοδό τους. Όπως η χώρα του, έτσι και ο Σίριλ αργεί να ενηλικιωθεί ουσιαστικά. Ο ήρωας θα κάνει την πρώτη του μόνιμη σχέση μετά τα τριάντα· έως τότε γνωρίζει μόνο το σεξ, το βιαστικό και ένοχο σεξ, και αυτό σε κρυφά και βρομερά μέρη με τον φόβο των περιπολιών της αστυνομίας να καραδοκεί στο πάρκο, στα ουρητήρια, σε σκοτεινά στενά μετά τα μεσάνυχτα. Κάθε επτά χρόνια ο Μπόιν μάς συστήνει τον νέο Σίριλ. Από το σπίτι των Έιβερι στο κολέγιο, από τα πρώτα χρόνια ενηλικίωσης στην Ιρλανδία στον γάμο που έμεινε στα χαρτιά, από τη νέα αρχή στην Ολλανδία και αργότερα στην Αμερική κ.ο.κ.
Οι «Αόρατες Ερινύες της Καρδιάς» δεν είναι μανιφέστο για τα gay rights, παρ’ όλα αυτά. Ο συγγραφέας είναι Ιρλανδός και, αν κατέχουν κάτι καλά οι Ιρλανδοί, αυτό είναι το storytelling, η αφήγηση ιστοριών· είναι καλοί παραμυθάδες. Με τις λέξεις φωτογραφίζουν τοποθεσίες, ζωγραφίζουν τους χαρακτήρες με υπομονή και δεν αφήνουν έξω λεπτομέρειες. Σε αυτό το βιβλίο κάθε χαρακτήρας έχει τον χώρο του στην ιστορία, έχει το προνόμιο να αποτυπωθεί με φαντασία και παραστατικότητα, με background και ιδιαιτερότητες. Ο Μπόιν γνωρίζει τι συναισθήματα προκαλεί η ιστορία του. Για χρόνια, ο Σίριλ περνάει «ξυστά» από τη σύλληψη και τον θάνατο, ο δρόμος του διασταυρώνεται τακτικά με την πορεία της Κάθριν χωρίς την πολυπόθητη επανένωση γιου και μητέρας. Όπως στα παραμύθια, η αόρατη δύναμη του παραμυθά σώζει τον ήρωα, μεταμφιέζει τη νεράιδα σε θνητή, ρίχνει σκιές και καπνό τη μία φορά, ανοίγει μονοπάτια μέσα από τα βάτα την άλλη. Το απευκταίο αποφεύγεται και το ευκταίο αναβάλλεται για το τέλος.
Η αφήγηση παίρνει στο διάβα της όσα διαμόρφωσαν το ιρλανδικό ταπεραμέντο από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου — το δεδομένο για εκείνη την κουλτούρα και εκλογικευμένο gay-bashing, το παράνομο στάτους της ομοφυλοφιλίας, την αδικία τού να ζεις σε μια κοινωνία που σε θεωρεί παρία, που σε εξευτελίζει και σε δικάζει επειδή σου απαγορεύει να ερωτευτείς, την αυθαίρετη δικαιοδοσία των κληρικών να βιαιοπραγούν και να ασελγούν και να επιβάλλουν τη στρεβλή νοοτροπία τους στη διοίκηση της χώρας, τη διαφθορά ως status quo στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και στην πολιτική. Στη συντηρητική Ιρλανδία, ο ιερέας είχε μεγαλύτερη εξουσία από εκείνη του αστυνομικού. Η οργή και η κατάρα του ιερέα βάρυνε πολύ περισσότερο την ιρλανδική θρησκευόμενη συνείδηση από ό,τι η ποινή του δικαστηρίου.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι απολαυστικοί, ανθρώπινοι και η πρόζα του Μπόιν ευφυής με υποδόριο ανατρεπτικό χιούμορ· η ίδια ευφυΐα χαρακτηρίζει τους διαλόγους. Οι στιχομυθίες είναι νευρώδεις και απολαυστικές. Οι κωμικοτραγικές συγκυρίες της πολύπαθης ζωή του Σίριλ θυμίζουν slapstick κωμωδίες. Το χιούμορ ρέει αβίαστα σε κάθε φράση. Ο Σίριλ διαθέτει οξεία αντίληψη παρά την απειρία, τη συστολή και την ενοχή που του έχουν εμφυτευθεί από την ανατροφή και το καθολικό θρήσκευμα. Όσο τον γνωρίζουμε καλύτερα, τόσο νιώθουμε εμείς στη θέση του τον θυμό που δεν εξωτερικεύει ο Σίριλ, την αγανάκτηση που δεν του επιτρέπεται να ξεσπάσει: θυμό για την υποκρισία της ιρλανδικής κοινωνίας, αγανάκτηση για την τραγικότητα που τον έφερε στη ζωή — το γύρισμα του κεφαλιού, το χαμήλωμα του βλέμματος μπροστά στην κακοποίηση των γυναικών, στον περιορισμό τους σε αναπαραγωγικά και σεξουαλικά δοχεία, στην ενοχοποίηση της γυναικείας φύσης και ανατομίας.
Οι «Αόρατες Ερινύες της Καρδιάς» είναι long read. Είναι tour de force. Μια ιστορία ενηλικίωσης ηλικιακής και πνευματικής. Σε αυτό το βιβλίο το στόρι είναι οι άνθρωποι. Ο ήρωας στοχεύει και πετυχαίνει την καρδιά μας. Όλοι οι χαρακτήρες είναι ανθρώπινοι, όλες οι καταστάσεις είναι ανθρώπινες. Ο Μπόιν δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω· φέρνει μπροστά μας όλα εκείνα που στερούν την ελευθερία των λίγων εξαιτίας της προκατάληψης των πολλών. Κάποιες σκηνές είναι σοκαριστικές, μολονότι η αποτύπωσή τους δεν προκαλεί τέτοιο συναίσθημα· ο συγγραφέας αφήνει τις καταστάσεις να σοκάρουν, με την ταπείνωση του ομοφυλόφιλου πληθυσμού από το κράτος και τη σκουριασμένη νοοτροπία ενός κοινωνικά απομονωμένου λαού. Η ενοχή είναι παρούσα σε όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου, σαν άλλη ατραξιόν του Δουβλίνου. Γίνεται ένα με τον ηθικό του κώδικα, μια ουλή που δεν επουλώνεται.
Τούτο εδώ όμως ήταν το Δουβλίνο, η πρωτεύουσα του κράτους. Η γενέτειρά μου, μια πόλη που λάτρευα, στην καρδιά μιας χώρας που μισούσα. Μια μεγαλούπολη γεμάτη καλόκαρδους αγαθιάρηδες, σιχαμερούς ρατσιστές, άπιστους συζύγους, ραδιούργους κληρικούς, άπορους χωρίς καμία βοήθεια από την Πολιτεία και εκατομμυριούχους που της έπιναν το αίμα. Κοιτάζοντας κάτω, είδα αυτοκίνητα να κινούνται γύρω από το Γκριν, άλογα να σέρνουν άμαξες γεμάτες τουρίστες, ταξί να σταματάνε μπροστά στο ξενοδοχείο. Τα δέντρα έσκαγαν καταπράσινα από νέα ζωή, κι ευχήθηκα απλώς να μπορούσα ν’ ανοίξω τα χέρια μου και ν’ απογειωθώ, να πετάξω από πάνω τους και να κοιτάξω τη λίμνη από κάτω προτού ανυψωθώ στα σύννεφα σαν τον Ίκαρο, πρόθυμος να καώ απ’ τον ήλιο και να διαλυθώ στην ανυπαρξία.
Η συναισθηματική εξέλιξη του ήρωα γίνεται με τρόπο αισθαντικό, η αρχική του παθητικότητα γίνεται δειλή ωριμότητα και συνειδητοποίηση, για να ολοκληρωθεί ένας πληγωμένος, μεν, αλλά καλοπροαίρετος και δοτικός άντρας. Φυσικά, δεν τοποθετείται στο απυρόβλητο από τον συγγραφέα. Ο Σίριλ κάνει κακές επιλογές, ο φόβος τον οχυρώνει τόσο πολύ μέσα στον εαυτό του, μέχρις του σημείου να αγνοεί ότι πλήγωσε τον καλύτερο φίλο του ή την, για ελάχιστα λεπτά, σύζυγό του. Είναι άπειρος στην αναγνώριση των βαθύτερων συναισθημάτων των γύρω του, επειδή προσπαθεί να κρυφτεί σε κοινή θέα και να δώσει τη σωστά λανθασμένη εντύπωση.
Βιογραφικό μυθιστόρημα με αυτοβιογραφικούς απόηχους; Ο συγγραφέας δεν το αρνείται. Ως ομοφυλόφιλος Ιρλανδός, ο Μπόιν γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι η σκιά της Καθολικής Εκκλησίας θα πέφτει για πολλά χρόνια ακόμα επάνω στα αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα. Εντούτοις, ήρωας και συγγραφέας επιστρέφουν στο Δουβλίνο συνειδητά. Οι μεγάλες συγκρούσεις που δηλητηρίαζαν το πολίτευμα έχουν ξεθυμάνει, η Εκκλησία αποκαθηλώθηκε μετά την αποκάλυψη των σεξουαλικών σκανδάλων, η φωνή του λαού ακούστηκε στο δημοψήφισμα.
Οι «Αόρατες Ερινύες της Καρδιάς» είναι ένα σπαρακτικό βιβλίο, ένα μυθιστόρημα-οδοιπορικό ενός ανθρώπου που πέρασε μια ολόκληρη ζωή ανακτώντας την ταυτότητά του. Την ταυτότητα που στερήθηκε ως γιος, ως φίλος, ως εραστής, ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας, ως πολίτης του κόσμου.