Αναζητώντας την ανθρωπιά
Το μυθιστόρημα «Ο Ταξιδιώτης» δεν είναι αποκλειστικά προϊόν φαντασίας του συγγραφέα. Οι περιπέτειες του Εβραίου ήρωα κατά τη διάρκεια των πογκρόμ του 1938 βασίζονται λίγο-πολύ στις δυσκολίες του ίδιου τού Ούλριχ Μπόσβιτς και της οικογένειάς του να διαφύγουν από την επιρροή του Γ΄ Ράιχ…
Για την ιστορία, η δολοφονία του Ερνστ φον Ρατ —γραμματέα της γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι— από έναν δεκαεφτάχρονο Πολωνοεβραίο δίνει την αφορμή στα Τάγματα Εφόδου να εξαπολύσουν τη συσσωρευμένη μήνι του κόμματος κατά των Εβραίων. Οι επιθέσεις σε συναγωγές και σε επιχειρήσεις, οι εισβολές σε σπίτια Εβραίων πολιτών της Γερμανίας, εξαναγκάζουν τον ήρωα του βιβλίου Ότο Ζίλμπερμαν να περιπλανηθεί για μέρες στη γερμανική επικράτεια με ελάχιστα υπάρχοντα σε μία βαλίτσα και όσα χρήματα κατάφερε να περισώσει, ελπίζοντας να περάσει τα σύνορα.
«Για εμάς τους Εβραίους απαγορεύεται η ζωή», απάντησε ο Ζίλμπερμαν. «Θα υπακούσετε στην απαγόρευση;»
Καμία χώρα δεν εκχωρεί άδεια εισόδου σε Εβραίους — ο γιος του Έντουαρντ που ζει στο Παρίσι προσπαθεί για μία εξαίρεση στην πολιτική έκδοσης αδειών, χωρίς επιτυχία. Η Γερμανίδα σύζυγός του έχει εξαφανιστεί μετά την έφοδο στο σπίτι τους και ο Ότο φτιάχνει τα χειρότερα σενάρια στο μυαλό του, τα διαγράφει και τα αναθεωρεί πασχίζοντας να εκλογικεύσει την παράνοια που βιώνει.
Για κάμποσο καιρό οι Εβραίοι πολίτες αισθάνονταν ανασφάλεια στη γερμανική κοινωνία. Παρά την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις απολαβές του, το όνομα του Ζίλμπερμαν δεν αναγραφόταν στην επιγραφή του γραφείου του, βάσει των φυλετικών νόμων. Αν και δεν «δείχνει» για Εβραίος, όπως του θυμίζει καλοπροαίρετα μία γειτόνισσα, όρισε μέτοχο-συνεργάτη έναν γκογίμ υπάλληλο στον οποίο εμπιστεύτηκε υποχρεωτικά τη διαχείριση των χρημάτων και τις διαπραγματεύσεις — παρόλο που είναι ιδιοκτήτης, οι Γερμανοί υπάλληλοι τον θεωρούν κατώτερο.
Σχεδόν νιώθω τύψεις και ταυτόχρονα θέλω να τρίψω την αλήθεια στη μούρη όλων εκείνων των υποκριτών που παριστάνουν πως είμαι τάχα ακόμα αυτό που ήμουν. Θέλω να τους πω ότι είμαι Εβραίος και από χτες είμαι Αλλιώτικος. Τι ήμουν; Όχι, όχι, τι είμαι τώρα; Τι είμαι; Μια βλαστήμια με δυο πόδια, μια ζωντανή βρισιά που δεν της φαίνεται ότι είναι βρισιά!
Ο Ούλριχ Αλεξάντερ Μπόσβιτς μεταθέτει τη δική του απόγνωση στον Ζίλμπερμαν. Γιος Εβραίου επιχειρηματία και Γερμανίδας ζωγράφου, επιφανών πολιτών του Βερολίνου, υπέστη σοκ με τους πρώτους διωγμούς και την εξαγγελία των Φυλετικών Νόμων της Νυρεμβέργης. Συνοδεύει τη μητέρα του στις σκανδιναβικές χώρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Εκεί επιδίδεται στη συγγραφή του πρώτου βιβλίου του. Ο «Ταξιδιώτης», το επόμενο μυθιστόρημά του, γράφτηκε αφότου ο μόλις εικοσιτετράχρονος συγγραφέας εγκατέλειψε τη Σορβόννη, λίγους μήνες πριν υποχρεωθεί να αφήσει το Λουξεμβούργο και συλληφθεί στα σύνορα. Μεταφέρθηκε με τη μητέρα του στη Νήσο του Μαν και, κατόπιν, μόνος μέχρι την Αυστραλία.
Διαβάζοντας τον «Ταξιδιώτη», γυρίζουμε τις σελίδες του ψυχογραφήματος μίας ολόκληρης φυλής στην πιο κρίσιμη ώρα της σύγχρονης Ιστορίας. Ο κλιμακούμενος πανικός του Ζίλμπερμαν από την ώρα που θα φύγει σαν κλέφτης από το σπίτι του μέχρι τον τελευταίο προορισμό των μάταιων διαδρομών του, οι μεταπτώσεις της διάθεσής του και η συνεχής αναθεώρηση αποφάσεων αντικατοπτρίζουν παραστατικά την ψυχική κατάσταση των πληθυσμών που βρέθηκαν φυγάδες στην ίδια τους την πατρίδα, ανεπιθύμητοι από τους φίλους και τους συνεργάτες εν μιά νυκτί.
Στον ήρωά του ο Μπόσβιτς προβάλλει την αγωνία, τον πυρετό της διαφυγής από το προδιαγεγραμμένο ριζικό των ομοεθνών του· μεταφέρει το δράμα που βίωσε ο ίδιος στην προσπάθεια να αποφύγει την αιχμαλωσία.
Το κράτος με δολοφόνησε. Ας φροντίσει τώρα να με θάψει.
Όσο οι ώρες περνούν, τα τηλεφωνήματα σε φίλους και συγγενείς μένουν αναπάντητα. Αν είσαι Εβραίος, δεν βρίσκεσαι σπίτι, δεν έχεις σπίτι. Με οξυμένο το ένστικτο της επιβίωσης, ο Ότο Ζίλμπερμαν κινείται συνεχώς. Δεν μένει σε ένα μέρος πάνω από λίγες ώρες. Τη μέρα κινείται στα βαγόνια των τρένων, σε εστιατόρια και ταχυδρομεία, η νύχτα τον βρίσκει να λαγοκοιμάται σε ξενοδοχεία και πανσιόν. Ενόσω σκαρφίζεται τρόπους για να ξανασμίξει με τη γυναίκα του, να φροντίσει την αδελφή του και να διαφυλάξει τα χρήματα που κατάφερε να σώσει, επιζητά την επικοινωνία με συνεπιβάτες και υπαλλήλους, κυνηγημένους και μη — είναι το ίδιο απελπισμένος να εντοπίσει την ανθρωπιά στους άλλους και στον εαυτό του, γι’ αυτό αφήνεται να ικανοποιηθεί και να ελπίζει μετά από μικρές φυσιολογικές συζητήσεις ή μία impromptu παρτίδα σκάκι.
Να ένας άνθρωπος, σκέφτηκε ο Ζίλμπερμαν χαρούμενος. Παρά το διακριτικό του κόμματος, ήταν άνθρωπος. Μπορεί και να μην ήταν τόσο χάλια τα πράγματα τελικά. Άνθρωποι με τους οποίους μπορεί κανείς να παίξει σκάκι, άνθρωποι που ξέρουν να χάνουν χωρίς να προσβάλλονται ή να γίνονται αγενείς, μάλλον δεν είναι ούτε ληστές ούτε φονιάδες.
Το βιβλίο σφύζει από την πεποίθηση, ίσως αθώα ίσως αγαθή, πως τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Η βεβαιότητα, δηλωτική της νεαρής ηλικίας του συγγραφέα, αργεί να εγκαταλείψει τον ήρωά του. Το πυρετώδες κυνηγητό στην αχαρτογράφητη ηθική που ξεπροβάλλει πίσω από τον αγκυλωτό σταυρό εξουθενώνει τον μεσήλικο Ζίλμπερμαν μα, αν λάβουμε υπόψη τις ελάχιστες πληροφορίες για τους τελευταίους μήνες του Μπόσβιτς, δεν πτόησε τον εικοσιεπτάχρονο πλέον λογοτέχνη. Συνέχισε να γράφει και να διορθώνει ένα μυθιστόρημα που προσδοκούσε να φέρει μαζί του από το στρατόπεδο εγκλεισμού στην Αυστραλία. Το έργο δεν εκδόθηκε ποτέ· χάθηκε στον βυθό μαζί με τον δημιουργό του, όταν το πλοίο της επιστροφής τορπιλίστηκε εφτακόσια μίλια βορειοδυτικά από τις Αζόρες…
Το βιβλίο κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε μετάφραση της πολύπειρης Μαρίας Αγγελίδου.