Ανδρός πεσούσης

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Ανδρός πεσούσης

Οι άντρες επιβάτες είναι πιο ομιλητικοί και πολύ πιο περίεργοι από τις γυναίκες. Θα κάνουν απανωτές ερωτήσεις, θα αστειευτούν και, πολλές φορές, θα προσπαθήσουν και να φλερτάρουν, συνήθως όχι και με τον καλύτερο τρόπο. Τα περιστατικά πολλά και καθημερινά — ορισμένα, όμως, πολύ χαρακτηριστικά.

Ο χήρος

Μεσόκοπος κύριος κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Μετά τα πρώτα μέτρα ξεκινούν οι κλασικές, πλέον, ερωτήσεις περί της οικογενειακής μου κατάστασης.

«Εγώ, κυρία Σούλα μου [πρώτο χτύπημα], είμαι χήρος. Τον έχω όμως τον τρόπο μου. Τα παιδιά μου είναι μεγάλα, τη γυναίκα μου την έκλαψα, κακό πράμα η μοναξιά. Ψάχνω, να πούμε, νά, μια κυρία σαν εσάς, να πούμε, να γεμίσει το σπίτι μου [καλά, έχω πάρει μερικά κιλά, αλλά δεν γεμίζω και σπίτι]. Να τα συζητήσουμε».

«Σας ευχαριστώ πολύ, δεν ενδιαφέρομαι».

«Και τις εκδρομές μας θα τις πηγαίνουμε [προσκύνημα στον Όσιο Λουκά, να φανταστώ, θα το κάψουμε, κυρ-Στέφανε], και, με όλο το θάρρος κιόλας, και ενεργός είμαι [ναι, εσείς και το Πινατούμπο]».

«Σας εύχομαι ολόψυχα να βρείτε την κυρία που ψάχνετε, φτάσαμε».

«Δεν μου έδωκες το τηλέφωνό σου να σε ξαναβρώ».

«Και ούτε θα σας το δώκω, καλή σας μέρα».

Ο καλλιτέχνης

Στην ηρωική, από πολλές απόψεις, Κολοκοτρώνη, ψηλός ασπρομάλλης κύριος βολεύεται στο μπροστινό κάθισμα.

«Ω, τι ευχάριστη έκπληξη να με γυρίζει σπίτι μου μια κυρία! [Καλά, συνεχίστε έτσι εσείς και θα το ξεχάσω αυτό το κυρία]. Χρησιμοποιώ καθημερινά ταξί, να μου δώσετε την κάρτα σας».

Η διαδρομή συνεχίζεται με συζήτηση για τη μουσική και τη λογοτεχνία. Ευτυχώς, λέω από μέσα μου, δεν συνέχισε ο κύριος στο ύφος που άρχισε.

«Να μου δώσετε την κάρτα σας», λέει πληρώνοντας, πράγμα το οποίο και έκανα.

Και αποβιβάζεται. Μετά από 20 λεπτά, τηλέφωνο.

«Ναι, γεια σας, είμαι ο κύριος που αφήσατε προ ολίγου».

«Ξεχάσατε κάτι στο αυτοκίνητο;»

«Όχι, όχι, πήρα να σας πω ότι σας σκέφτομαι συνέχεια. [Να ξαπλώσετε και να πίνετε πολλά υγρά, θα κάνει τον κύκλο του]. Θέλω να σας χαρίσω την ποιητική μου συλλογή».

Ο ντροπαλός

Σταδίου, την ώρα που σχολάν τα νοικοκυρόπαιδα. Συμπαθής κύριος μπαίνει και κάθεται στο πίσω κάθισμα, πράγμα πολύ σπάνιο για άντρα, και κίνηση που εκτιμώ ιδιαίτερα.

«Το έχετε πολύ περιποιημένο το αυτοκίνητο. Κι εσείς είστε πολύ περιποιημένη. [Ναι, με την εικόνα που έχει ο κόσμος για τα ταρίφια, μπορείτε να με πείτε κι έτσι]. Έχετε και ωραία φωνή. [Άσχετο]. Οδηγείτε πολύ ωραία. Ήρεμα, σωστά, ήμουν οδηγός αγώνων και ξέρω».

«Ευχαριστώ».

«Οδηγείτε χρόνια;»

«Το ταξί, όχι. Γενικώς, ναι — από τα δεκαοχτώ».

«Δηλαδή πόσα χρόνια έχουν περάσει από τα δεκαοχτώ; Νά, ας πούμε, από όταν ήμουν εγώ δεκαοχτώ, έχουν περάσει… έεε… χμμμ… τριάντα πέντε χρόνια».

«Σαράντα».

«Τι σαράντα; Τόσα χρόνια πέρασαν από τότε που ήσασταν δεκαοχτώ;»

«Όχι, εννοώ σαράντα είμαι τώρα. Σας το λέω για να μη χάνετε τον χρόνο σας με τις προσθέσεις».

Ο σταφιδάς

Αμέριμνη στο φανάρι, η πόρτα ανοίγει και κάθεται δίπλα μου μια πολύ δυσάρεστη μυρωδιά.

«Αυτά είναι, άργησα να βρω ταξί, αλλά πέτυχα το καλύτερο! Τι κοντέσα είσαι εσύ;»

«Η Εστερχάζυ».

«Ξένη; Δεν είσαι από δω; [Σπίρτο μονάχο είσαι, πανάθεμά σε]. Ε; Από πού;»

«Θα μου πείτε και πού πάμε ή να το κόψω για όπου νομίζω;»

«Α, είσαι καλό εσύ! Κοριτσάρα, πάμε να πάρουμε το φορτηγό, το ’χω αφήσει στον μάστορα, να ’ρθω να φορτώσω τα καφάσια μου να γυρίσω στην κυρά μου. Γιά πες εσύ».

«Εγώ δεν θα φορτώσω».

«Εγώ, που λες, έρχομαι στη Αθήνα και πουλάω τα προϊόντα μου. Σταφύλια, κυρίως. Άμα με περιμένεις να πάρω το φορτηγό, θα σε φιλέψω και σταφυλάκι. Έρχομαι πολλές φορές τη βδομάδα κι επειδή πολύ μου αρέσεις, να βρισκόμαστε. Η κυρά είναι μακριά, με κατάλαβες».

«Από την πρώτη στιγμή».

«Βγάλε λίγο το γυαλί, ρε μανάρι μου, μην μου το παίζεις μυστήριο».

«Λοιπόν, άκου: κάτσε εκεί ήσυχος, κάνε το τσιγαράκι σου να ρημαδοφτάσουμε στο φορτηγό σου κι άσ’ τα τα υπόλοιπα».

Το αγλάισμα των σταφιδοπαραγωγών καπνίζει, τραγουδάει αγνώστου προελεύσεως τραγούδια, μου χαζογελάει, πετάει διάφορα που θεωρεί εξυπνάδες, η διαδρομή κυλά αργά και βασανιστικά.

«Φτάσαμε».

«Βγάλε μία το γυαλί και θα σου δώσω τα διπλά».

«Αν είναι να φύγεις, παίρνω και τα μισά».

Έφυγε. Δεν τα ’βγαλα. Και χάσαμε και το σταφυλάκι.