Το ανεικόνιστο

L
Ξένια Κουναλάκη

Το ανεικόνιστο

Είδα τον «Γιο του Σαούλ» πριν λίγες μέρες. Στον «Δαναό». Ήμασταν τέσσερις άνθρωποι μαζί, έγινε διάλειμμα, με δυσκολία ανταλλάξαμε δυο κουβέντες, μετά, στο τέλος, κανείς δεν μπορούσε να πει αν του άρεσε η ταινία ή όχι. Προσωπικά ένιωθα μια έντονη δυσφορία, σχεδόν σωματική, έφταιγαν οι φλου εικόνες των σωμάτων, η διαρκής κίνηση της κάμερας, ο αγχωτικός ρυθμός του Σαούλ, του Sonderkommando που πάει κι έρχεται και προσπαθεί να βρει ένα ραβίνο να θάψει το παιδί του. Δεν υπάρχει κάτι συγκινητικό στην ταινία. Ακόμη κι εγώ που κλαίω με όλα, και είμαι η ευκολότερη λεία των tearjerker, μετά βίας δάκρυσα.

Μπορείς άραγε να βγεις από μια ταινία για το Ολοκαύτωμα και να πεις, «Ναι, μου άρεσε πολύ»; Υποθέτω πως όχι. Ή, αν το πεις, μάλλον κάτι πάει λάθος. Θυμάμαι πόσο έκλαιγα στο «Η ζωή είναι ωραία» του Μπενίνι, ενώ στη «Λίστα του Σίντλερ», αν και ήμουν πιτσιρίκα, είχα ενοχληθεί από την αισθητικοποίηση του θέματος και τη χολιγουντιανή ματιά του σκηνοθέτη.

Γράφτηκαν πολλά για τον «Γιο του Σαούλ», που πήρε εύφημο μνεία από τον Κλοντ Λανζμάν του εννιάωρου ντοκιμαντέρ «Shoah» — είχα νιώσει αντίστοιχη δυσφορία όταν την είχα δει. Διάβασα μεταξύ των άλλων και ένα άρθρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη στην Καθημερινή:

«Ποιος μπορεί να αναπαραστήσει τον θάνατο μέσα στους θαλάμους αερίων; Η κάμερα σταματάει μπροστά στην κλειστή πόρτα των θαλάμων και μπαίνει μέσα εκεί, μόνο μετά την εξολόθρευση, μαζί με τους Sonderkommandos που πάνε να μεταφέρουν τα πτώματα και να αφανίσουν τα ίχνη του φονικού που προηγήθηκε. Το ανεικόνιστο μένει ανεικόνιστο: η εικόνα γύρω από τον Σαούλ φλουτάρει, ακούμε μόνο ήχους και κραυγές. Ο ήχος αναπληρώνει τις εικόνες φρίκης που απουσιάζουν. Με άλλα λόγια, ο Νέμες φτιάχνει ένα φιλμ μυθοπλασίας, αλλά δεν αναπαριστά το μη αναπαραστάσιμο».

Δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του Λάσλο Νέμες στους Financial Times και τον Νάιτζελ Αντριους με παρόμοιο τίτλο: «Εικονογραφώντας το ανείπωτο». Τσιτάρει τον Πρίμο Λέβι ο Ούγγρος σκηνοθέτης:

«Πέρασα από το Άουσβιτς, αλλά δεν έχω συλλάβει τι ήταν. Μόνο όσοι πέθαναν μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτό. Οι αυτόπτες μάρτυρες είναι οι επιζήσαντες».

Αυτή την αδυναμία ερμηνείας την είχα διαγνώσει και στον Χόρχε Σεμπρούν και το «Μεγάλο Ταξίδι», που κυκλοφόρησε σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τη μεταφορά του στο Μπούχενβαλντ. Αυτό τον αγώνα να καταλάβει. Είκοσι χρόνια.

Πολλές φορές έχω σκεφτεί να γίνω Εβραία. Ξέρω ότι ακούγεται γελοίο, παιδιάστικο — είναι άλλωστε και δύσκολο τεχνικά. Αλλά νιώθω μια ανάγκη να κάνω κάτι, κάτι συμβολικό, να αποδείξω με κάποιο τρόπο τη συντριβή που μου προκαλεί το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα έγινε, και τον σεβασμό που αισθάνομαι για τους Εβραίους και γι’ αυτό το, εγγεγραμμένο στο DNA τους, φορτίο που καλούνται να διαχειριστούν. Θέλω να επωμιστώ ένα κομμάτι της συλλογικής ενοχής, νομίζω.

Ένα από τα πιο συγκινητικά ταξίδια μου ήταν αυτό στη Βαρσοβία. Το Μουσείο Ιστορίας των Εβραίων της Πολωνίας, ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, έχει κατασκευαστεί μπροστά από το Μνημείο του εβραϊκού γκέτο, εκεί όπου γονάτισε ο Βίλι Μπραντ. Αυτή η φωτογραφία του —γονυπετής, στα σκαλιά, με το κεφάλι σκυμμένο— με συγκλονίζει πάντα, όσες φορές κι αν την δω.

Στο σχολείο της, η κόρη μου είχε πολλούς συμμαθητές Εβραίους. Ήξερε από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού ποιος ήταν Εβραίος. Περίεργο δεν είναι;

[ Εικόνα: τοιχογραφία στο Άουσβιτς· λεπτομέρεια ].