Το (ανεπανάληπτο) Θαύμα του Ρήνου

P
Ιωάννης Μουστάκης

Το (ανεπανάληπτο) Θαύμα του Ρήνου

Από την αυγή κιόλας της Μεγάλης Ύφεσης μέχρι και τις ημέρες μας, η γερμανική οικονομία, πέρα από μια απτόητη ανθεκτικότητα στις πολλαπλές προκλήσεις του διεθνούς οικονομικού στερεώματος, έχει επιδείξει και μία εντυπωσιακή προσαρμοστικότητα στη νέα παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Το 2009, χάρη στο κατεξοχήν εξαγωγικό μοντέλο, την εγγενή αφοσίωση στη δημοσιονομική πειθαρχία και την επί μακρόν πολιτική ομαλότητα, η χώρα όχι μόνο κατάφερε να βγει σχετικά αλώβητη από την κρίση –χρειάστηκε μόλις δύο τρίμηνα για να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης–, αλλά διατήρησε, ως αδιαμφισβήτητη επικεφαλής, και την οικονομική στοχοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθ’ όλο το ταραχώδες διάστημα. Ακόμη ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της οικονομικής ευρωστίας της μπορεί να αντληθεί από το 2014: όταν οι χώρες της ευρωπεριφέρειας πάσχιζαν να διαχειριστούν δυσβάστακτα δημοσιονομικά βάρη, η Γερμανία παρουσίαζε πλεόνασμα προϋπολογισμού ύψους €18 δις, που ισοδυναμούσε με το 0,6% του ΑΕΠ της. Παρά ταύτα, με τις απρόβλεπτες τροπές που έχουν λάβει από τότε οι παγκόσμιες πολιτικές εξελίξεις, η ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης φαίνεται να ασθμαίνει πλέον για να διαιωνίσει την οικονομική υπεροχή της, κι αυτό διότι από νωρίς βρέθηκε εν τω μέσω των διασταυρούμενων πυρών του εμπορικού πολέμου μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, χωρίς καταστρωμένο ένα σχέδιο απόδρασης για εξαιρετικές συνθήκες.

Η γερμανική οικονομία, σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία της χώρας, υπέστη συρρίκνωση για δεύτερο διαδοχικό τρίμηνο μέσα στο 2019, με τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης να επιβραδύνεται από 0,9% σε 0,4%. Η επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί ευθεία συνέπεια της πτώσης στη βιομηχανική παραγωγή, με τον σχετικό δείκτη να έχει υποχωρήσει από τον Μάρτιο μέχρι και τον Ιούλιο του 2019 κατά 4%. Η καθοδική πορεία βασικών οικονομικών μεγεθών για τη Γερμανία έχει την αφετηρία της σε ένα συνδυασμό διεθνών εμπορικών διαμαχών και εξ αντανακλάσεως πληγμάτων στο εσωτερικό. Δεδομένου ότι το 47% του ΑΕΠ της Γερμανίας προερχόταν τη διετία 2017-2018 από τις εξαγωγές –με το 9% να αφορά τις ΗΠΑ και το 7% την Κίνα–, γίνεται εύκολα αντιληπτή η ευπάθειά της στην εκατέρωθεν επιβολή δασμών, αφού η τελευταία έχει συμπαρασύρει προς τα κάτω τη ζήτηση κυρίως για αυτοκίνητα, που είναι και το βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας. Η εξασθενημένη εξωτερική ζήτηση δεν ζημίωσε μόνον την αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και τον εγχώριο κατασκευαστικό τομέα, με το αντίστοιχο μέτρο να σημειώνει πτώση κατά 30%, σηματοδοτώντας έτσι την είσοδο του κλάδου σε υφεσιακή φάση.

Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις για την πορεία της γερμανικής οικονομίας, η κυβέρνηση φαίνεται εξαιρετικά διστακτική απέναντι σε ένα ενδεχόμενο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων ή κοινωνικών παροχών προκειμένου να ανανήψουν οι ρυθμοί ανάπτυξης. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, σε σχετική τοποθέτησή του, άφησε να εννοηθεί πως, σε περίπτωση που η χώρα βρεθεί αντιμέτωπη με μία ύφεση, είναι έτοιμη να επιστρατεύσει κεφάλαια της τάξεως των €50 δις για την επαρκή θωράκισή της. Το ποσό αυτό δεν εκτιμάται ικανό να απορροφήσει τους πιθανούς κραδασμούς, καθότι μόνο τόσο υπήρξε, σύμφωνα με τη γερμανική κυβέρνηση (προσεγγιστικά), το κόστος διάσωσης των γερμανικών τραπεζών κατά την πρόσφατη κρίση του 2008, με ανεξάρτητους αναλυτές να αυξάνουν το συνολικό κόστος για την τραπεζική ανάκαμψη στα €70 δις. Η απροθυμία αυτή για πρόσθετες δαπάνες εδράζεται πάνω στην απόλυτη προσκόλληση των Γερμανών στο δόγμα του «μηδενικού ελλείμματος», το οποίο και τηρούν καθ’ υπερβολήν, μιας και για το 2018 το πλεόνασμα που επετεύχθη άγγιξε το δυσθεώρητο ύψος των €58 δις. Ακόμη και αν η γερμανική κυβέρνηση, όμως, ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει προσωρινά τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, η –προερχόμενη από τα δεινά δημόσια οικονομικά του κράτους στις αρχές του 2000– συνταγματική πρόβλεψη για διαρθρωτικά ελλείμματα μέχρι 0,35% του ΑΕΠ θα έπαυε σύντομα κάθε ικανή δημοσιονομική επέκταση.

Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, η διασυνδεσιμότητα μεταξύ των κρατών-μελών είναι τόσο εκτεταμένη που η διάχυση της οικονομικής δυναμικής είναι μοιραία. Για του λόγου το αληθές, η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2019 μόλις κατά 0,2%, από 0,4% το προηγούμενο τρίμηνο, μια αναιμική επίδοση που αποδίδεται κυρίως στην αποδυνάμωση της γερμανικής οικονομίας. Επόμενο, λοιπόν, είναι να πληθαίνουν οι φωνές στην Ευρώπη που ζητούν από τη Γερμανία να εκμεταλλευτεί τον πλεονάζοντα δημοσιονομικό χώρο, ούτως ώστε να πάψουν να υπονομεύονται οι αναπτυξιακές προσπάθειες πρωτίστως των ασθενών χωρών της Ένωσης από το δυσμενές οικονομικό κλίμα. Χαρακτηριστικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στη ΔΕΘ, συμμερίστηκε τις απόψεις που θεωρούν ολοένα και αυξανόμενη την ανάγκη για χαλάρωση της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής, με σκοπό την έγκαιρη αναστροφή των διαβλεπόμενων υφεσιακών τάσεων. Οι προτροπές των εταίρων αφήνουν προς το παρόν τη γερμανική ηγεσία ασυγκίνητη, και αυτό γιατί εκείνη εμμένει πεισματικά στη θέση πως η συστολή της οικονομίας της οφείλεται μονάχα στη διεθνή συγκυρία. Βέβαια, η γερμανική απάντηση στις παροτρύνσεις συνιστά συνειδητή υπεκφυγή από τον πυρήνα της ευρωπαϊκής κριτικής που αφορά την αναθεώρηση των πολιτικών λιτότητας για την προάσπιση της μακροοικονομικής ευστάθειας της ηπείρου.

To 1950, η βρετανική εφημερίδα The Times κατοχύρωσε τον όρο «Θαύμα του Ρήνου» για να περιγράψει την ταχεία οικονομική άνθηση που γνώρισε η Δυτική Γερμανία μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εφαρμόζοντας μια οικονομική πολιτική που προέβλεπε καταρχάς την επιθετική μείωση των φορολογικών συντελεστών, και έπειτα την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Ο γερμανικός Τύπος, 65 χρόνια περίπου μετά τη σημείωση του χαρακτηρισμού, έσπευσε να διαπιστώσει και να πανηγυρίσει τη σύγχρονη αναβίωση του θαύματος. Μερικά χρόνια αργότερα, η οικονομική ιστορία θα κατέρριπτε παταγωδώς την αλαζονική αυτή αυταναφορικότητα, αφού η υπέρμετρη εξάρτηση της Γερμανίας από την εξωτερική ζήτηση –συνοδευόμενη από την αδυναμία της να διεγείρει την εγχώρια ζήτηση– και η εμμονική πίστη της στη δημοσιονομική συγκράτηση θα απειλούσαν άμεσα την οικονομική της κυριαρχία.

Κανένα θαύμα δεν άντεξε στη βάσανο του οικονομικά αναπόφευκτου, ούτε το πιο βεβιασμένο.

[ Φωτογραφία ]