Ανήμπορη να την αφήσω

C
Σαπφώ Καρδιακού

Ανήμπορη να την αφήσω

«Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες. / Αν τώρα είμαι ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε. / Αν και, όπως μια πέτρα, αυτό δε μ’ ενοχλούσε, / να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια». Ερωτικό Γράμμα. Σύλβια Πλαθ, Ποιήματα (μετάφραση Κ. και Ε. Ηλιοπούλου, Εκδόσεις Κέδρος 2003).

Όταν γνώρισε τον Στρέιν, η Βανέσα Γουάι, μεγαλωμένη σε μια απομονωμένη περιοχή του Μέιν, ήταν σχεδόν δεκαπέντε ετών. Εκείνος ήταν σαράντα δύο, επικεφαλής του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας στη Σχολή Μπρόγουικ. Από τα πρώτα μαθήματα δείχνει να την καταλαβαίνει περισσότερο σε σχέση με τους άλλους καθηγητές, την ξεχωρίζει. Οι συζητήσεις τους παρεκκλίνουν από τη δεδομένη θεματολογία ανάμεσα σε καθηγητή και μαθήτρια. Η Βανέσα, αμήχανη και ανασφαλής, νιώθει να κοιτάζει τη ζωή της από απόσταση. Αποφασισμένη να περάσει τη χρονιά μακριά από έναν αδιάφορο τόπο καταγωγής και από δύο γονείς βουτηγμένους στη μετριότητα, εξασφάλισε υποτροφία στο οικοτροφείο Μπρόγουικ. Σύντομα όμως έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια για τις δυνατότητές της. Δυσκολεύεται να οργανωθεί και να αντεπεξέλθει στο απαιτητικό πρόγραμμα. Μόνο τα μαθήματα του Στρέιν τής προκαλούν το ενδιαφέρον. Μόνο από εκείνον δέχεται νέα ερεθίσματα, προτάσεις ανάγνωσης, ευκαιρίες ανάπτυξης θεμάτων εκτός ύλης και συμπεριφορές εκτός δεοντολογίας.  

«Νομίζω ότι μοιάζουμε πολύ, Νέσα…» ψιθυρίζει. «Καταλαβαίνω από τον τρόπο γραφής σου πως είσαι κι εσύ σκοτεινή και ρομαντική σαν εμένα. Σ’ αρέσουν τα σκοτεινά πράγματα».

Οι συζητήσεις τους «εμπλουτίζονται» με αγγίγματα: πρώτα το φιλικό τράβηγμα της αλογοουράς, αργότερα το άγγιγμα του μηρού της με το γόνατο.

Κάποιος τής δίνει σημασία για πρώτη φορά! Κάποιος τη βλέπει σαν γυναίκα, ποθητή και ερωτεύσιμη:

Εγώ ήμουν η πρώτη μαθήτρια που του έβαλε αυτή τη σκέψη στο μυαλό. Είχα κάτι που τον έκανε να θεωρεί πως άξιζε το ρίσκο. Εξέπεμπα μια σαγήνη που τον δελέασε.

Μα δεν εξελίσσονται όλα όπως καταστρώθηκαν στην εφηβική φαντασία ενός μοναχικού κοριτσιού. Ο Στρέιν δεν εκπληρώνει το πρότυπο του γοητευτικού διανοούμενου καθηγητή —δεν είναι καν όμορφος— και υφαρπάζει την ανήλικη παρθενιά της υπό τις συνθήκες που υπαγορεύει η έξη του. Χωρίς να ασκήσει βία, περιορίζει τις επιλογές αντίδρασης του κοριτσιού. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή της Βανέσα προσαρμόζεται στη ρουτίνα ενός παράξενου πόθου, ασύνδετου με το ιδανικό του πρώτου έρωτα ή έστω με τη στερεοτυπική σχέση θύματος-θύτη.

Με το που συνέβη, ήθελα να ξανασυμβεί. Ένα φυσιολογικό κορίτσι δε θα είχε αντιδράσει έτσι. Όντως υπάρχει κάτι σκοτεινό μέσα μου, κάτι που ήταν πάντα εκεί.

Το μέλλον της ηρωίδας πλέκεται σαν δίχτυ γύρω της. Πρέπει να αφήσει την παλιά Βανέσα ανάμεσα στους συνηθισμένους ανθρώπους που συνεχίζουν να ζουν την καθημερινότητα. Εκείνη έχει πλέον μετουσιωθεί. Η ψυχή και ο νους της δεν αγγίζονται από τα τετριμμένα. Η εμμονή ανάλυσης όσων τής συμβαίνουν εκτυλίσσεται σε παράλληλο χρόνο με την αδυναμία να δώσει όνομα στα γεγονότα και περισσότερο στα συναισθήματα. Δε χρειάζεται αυτή τη «σχέση», αλλά την επιδιώκει. Δεν ποθεί τον Στρέιν — αλλά τον χρειάζεται. Δεν αυτοχαρακτηρίζεται κακοποιημένη.

«Εσύ θα μου ραγίσεις την καρδιά, ξέρεις. Είμαι παραδομένος στα χέρια σου». Θα του ραγίσω την καρδιά; Προσπαθώ να με φανταστώ με τέτοια δύναμη, να κρατάω την καρδιά του, να μπορώ να την κάνω ό,τι θέλω, αλλά ακόμα κι όταν τη σκέφτομαι να πάλλεται γυμνή μέσα στα χέρια μου, και πάλι αυτή έχει το πάνω χέρι, αυτή με κάνει ό,τι θέλει, αυτή με οδηγεί εδώ κι εκεί, κι εγώ γραπώνομαι πάνω της ανήμπορη να την αφήσω.

Ώσπου το «μυστικό» δραπετεύει. Οι συναντήσεις μετά το μάθημα, οι φήμες σχετικά με ύποπτη συμπεριφορά σε μαθήτριες περασμένων τάξεων, μια στοιχειώδης έρευνα από τη διοίκηση του σχολείου απειλούν να σαρώσουν το παραπέτασμα που χωρίζει τη Βανέσα από τη συνειδητοποίηση. Απειλούν να της στερήσουν τη μοναδική αίσθηση ισχύος που απόλαυσε στη ζωή της ώς τώρα.

«Όταν είμαστε μαζί», μου λέει, «αισθάνομαι λες και τα σκοτεινά πράγματα μέσα μου αναβλύζουν και βγαίνουν στην επιφάνεια κι έρχονται σε επαφή με τα σκοτεινά πράγματα μέσα σου». Η φωνή του πάλλεται από συναίσθημα, και τα μάτια του είναι διάπλατα ανοιχτά και θαμπά, γεμάτα αγάπη. Κοιτάζει εξεταστικά το πρόσωπό μου και ξέρω τι επιζητά — αναγνώριση, κατανόηση, διαβεβαίωση ότι δεν είναι μόνος.

Η Κέιτ Ελίζαμπεθ Ράσελ διάλεξε ένα ακανθώδες θέμα για το πρώτο μυθιστόρημά της, αναπτύσσοντας μια κυριολεκτικά μακροσκελή συζήτηση —δούλεψε το χειρόγραφο επί δεκαοκτώ χρόνια— και αποφεύγοντας, ευτυχώς, κοινοτοπίες συμβάσεων και ευσεβών πόθων. Είναι εύκολο να διαβάσουμε το κείμενο σαν ανακλαστικό αντίποδα της Λολίτας επηρεασμένοι από τη «λολιτοποίηση» των έφηβων κοριτσιών στην pop culture, ιδιαίτερα όταν η πρωτοπρόσωπη αφήγηση —αναξιόπιστη εκ φύσεως—ανήκει στην ηρωίδα. Η συγγραφέας σχεδόν μάς προκαλεί να το κάνουμε. Η διάχυτη νοοτροπία θύματος προβαλλόμενη σαν καταναγκαστική διαφορετικότητα και η παθητικότητα ως συνενοχή, όπως διαχέονται στην ψυχολογική σκιαγράφηση του κοριτσιού, αναμένουν την ερμηνεία των αναγνωστών σύμφωνα με τις επιρροές και τον κοινωνικό προσανατολισμό τους.

Όσες ερμηνείες κι αν αποδοθούν στον χειρισμό της κατάστασης, μαζί με το συνεπακόλουθο debate για τη διαθεσιμότητα επιλογών από τους πρωταγωνιστές και τους μάρτυρες, η ηρωίδα θα δυσκολευτεί να εξελιχτεί σε κάτι άλλο πέρα από εκείνο που της επιτράπηκε.

Είναι παράξενη η συνειδητοποίηση πως, όποτε θα θυμάμαι τον εαυτό μου στα δεκαπέντε, θα σκέφτομαι αυτό.

Η Βανέσα δεν πρόκειται να ξεχάσει ό,τι της συνέβη ή να το κλείσει σε κάποιο αεροστεγές κουτάκι του μυαλού της και να «προχωρήσει». Επωμίζεται πεποιθήσεις και αμφιβολίες για κάθε πτυχή των γεγονότων που τη σημάδεψαν, ευθύνες άλλων ή και κανενός. Άλλοτε τις αφήνει να την ακολουθούν, άλλοτε τής ξεφεύγουν και προπορεύονται, σαν καινούργιο κατοικίδιο που χρειάζεται αυστηρή εκπαίδευση μαζί με το αφεντικό του εξερευνώντας την πρωτόγνωρη φύση της ισορροπίας.