Ανοχή και δυσανεξία

D
Νικόλ Πρεβεζάνου

Ανοχή και δυσανεξία

Αναλογιζόμενος κανείς το πολιτικό τοπίο στη Σουηδία, φαντάζεται ότι εκεί η ελευθερία της έκφρασης είναι κάτι αυτονόητο. Πράγματι, τα δικαιώματα αυτά είναι προ πολλού κατοχυρωμένα. Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα; Πόσο εξιδανικευμένη είναι η εικόνα που έχουμε για τη Σουηδία, την οποία μάλιστα παραθέτουμε συχνά ως παράδειγμα προς μίμηση απέναντι στη δική μας κοινωνία;

Ας ξεκινήσουμε με ένα παράδειγμα από το 1986, το οποίο δεν γνώριζα πριν πάω στη Στοκχόλμη και ήταν για μένα η πρώτη μου «πτώση από τα σύννεφα». Τη χρονιά εκείνη λοιπόν, ο διάσημος Σουηδός δημοσιογράφος και συγγραφέας Jan Guillou, παρουσιαστής ενημερωτικής εκπομπής στη σουηδική κρατική τηλεόραση, καταδικάστηκε από το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο για «έγκλημα κατά της σουηδικής δημοκρατίας». Ο λόγος: σε μια εκπομπή ασχολήθηκε με τις τσιγγάνικες κοινότητες (αυτά πολύ πριν επικρατήσει ο όρος Ρομά) και, παρουσιάζοντας ένα οδοιπορικό, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι κλοπές είναι πολύ συχνότερες στις κοινότητες αυτές από τον μέσο όρο στη χώρα. Δικαιολόγησε δε την επιλογή του για το θέμα δηλώνοντας: «Δεν θα κάνουμε κλαψορεπορτάζ για τις προκαταλήψεις απέναντι στους Τσιγγάνους. Αντίθετα, παρουσιάζουμε την πραγματική εικόνα, και η πραγματική εικόνα λέει ότι πράγματι οι κλοπές είναι συχνότερες σε αυτές τις κοινότητες». Σκληρό; Ναι. Ικανό όμως για να κατηγορηθεί ο παρουσιαστής για ρητορική μίσους; Το κερασάκι στην τούρτα στην εν λόγω ιστορία ήταν το ότι το ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο, αδυνατώντας να στήσει το κατηγορητήριο, τελικά έκλεισε την υπόθεση ταξινομώντας την ως «απόρρητη».

Ας περάσουμε τώρα σε παραδείγματα από τη χρονιά που πέρασε, τα οποία έζησα κι εγώ.

Παράδειγμα πρώτο:

Όταν έγινε η επίθεση στο Charlie Hebdo, όλος ο σουηδικός Τύπος γέμισε, προφανώς, με το σλόγκαν «Je suis Charlie». Εκατοντάδες τα άρθρα και οι δηλώσεις. Η πραγματικότητα: ένα έντυπο σαν το Charlie Hebdo πολύ δύσκολα θα κυκλοφορούσε στη Σουηδία. Ο λόγος απλός: δεν θα τολμούσε σχεδόν κανείς να το πουλήσει, υπό τον φόβο της ακραίας κοινωνικής αντίδρασης που πιθανότατα θα ακολουθούσε. Μπορούμε εύκολα να το υποθέσουμε αυτό, αν θυμηθούμε τη σουηδική αντίδραση στο μέγα θέμα που είχε δημιουργηθεί με τα σκίτσα του Μωάμεθ στη δανέζικη εφημερίδα Jyllands Posten. Ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός της Σουηδίας τότε, Fredrik Reinfeldt, είχε κάνει επίσημες συναντήσεις με πληθώρα πρέσβεων από μουσουλμανικές χώρες, διαβεβαιώνοντάς τους ότι κάτι παρόμοιο δεν πρόκειται να συμβεί στη Σουηδία. «Δεν μπορώ να δω πού βρίσκεται η ελευθερία της έκφρασης σε αυτό. Είναι μία πρόκληση την οποία δεν μπορεί κανείς να στηρίξει», ήταν η δήλωση του Mehmet Kaplan, στελέχους και σήμερα υπουργού της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Ποιος ακριβώς από αυτούς είναι τελικά Charlie Hebdo;

Παράδειγμα δεύτερο:

Οι Σουηδοί Δημοκράτες, ένα ακροδεξιό κόμμα της σουηδικής βουλής με ολοένα αυξανόμενο ποσοστό στις εκλογές, αγόρασαν διαφημιστικό χώρο στο σουηδικό μετρό. Την πρώτη φορά φέρονταν εναντίον της εκτεταμένης επαιτείας που λαμβάνει χώρα στη Σουηδία, χαρακτηρίζοντάς την ως «οργανωμένη». Τη δεύτερη φορά, ανάρτησαν ένα κείμενο στις σκάλες των σταθμών «ζητώντας συγγνώμη» από τους επισκέπτες της Στοκχόλμης για την κατάσταση που επικρατεί στην πόλη με τους ζητιάνους λόγω της «εξαναγκαστικής επαιτείας». Για να σας δώσω μια εικόνα να καταλάβετε, τα τελευταία χρόνια η Στοκχόλμη έχει κυριολεκτικά γεμίσει από ανθρώπους που ζητιανεύουν, παντού. Κάθε 10 μέτρα, έξω από οποιαδήποτε είσοδο καταστήματος, μετρό, χώρου εστίασης, υπάρχει κάποιος που ζητιανεύει. Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων αυτών είναι Βούλγαροι ή Ρουμάνοι υπήκοοι που έχουν μεταναστεύσει στη Σουηδία μόλις οι χώρες τους μπήκαν στην ΕΕ. Λόγω της μη έγκαιρης προσαρμογής του «σουηδικού μοντέλου» στην πολύ αυξημένη ενδοκοινοτική μετανάστευση, οι άνθρωποι αυτοί έχουν πολύ δυσκολότερα πρόσβαση στα προγράμματα ενσωμάτωσης που απευθύνονται στους πρόσφυγες. Σε αυτή τη συγκυρία λοιπόν, πολλοί στρέφονται στην επαιτεία, και σε πολλές περιπτώσεις είναι προφανές (σε εμένα τουλάχιστον) ότι αυτή είναι οργανωμένη και ότι πιθανότατα πολλοί άνθρωποι είναι θύματα εκμετάλλευσης σε αυτή τη διαδικασία. Τι απέγινε με την πολιτική διαφήμιση των Σουηδών Δημοκρατών; Επιθέσεις στους σταθμούς με μπογιές, σκίσιμο αφισών, σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και «γδάρσιμο» του τοίχου του σταθμού όπου παρουσιαζόταν η διαφήμιση. Οι λιγότερο θερμοκέφαλοι απλώς κατήγγειλαν σωρηδόν τον οργανισμό συγκοινωνιών που φιλοξένησε τη διαφήμιση. «Πώς είναι δυνατόν να δέχεστε να προβάλλεται κάτι τέτοιο!» Οι ενέργειες αυτές δεν καταδικάστηκαν από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Οι καταγγελίες για «ρητορική μίσους» στην περίπτωση αυτή δεν οδήγησαν σε καταδίκη (ευτυχώς, λέω εγώ, διότι θα χανόταν το μέτρο μια για πάντα). Παράλληλα όμως με αυτή τη βίαιη δημόσια έκφραση της κοινής γνώμης, εμφανίζονταν συνεχώς ανώνυμες σφυγμομετρήσεις που έδειχναν την κατά πλειοψηφία αίσθηση δυσφορίας που στην πραγματικότητα ένιωθαν οι πολίτες με το φαινόμενο. Συνηθέστερη αιτία δυσφορίας στις έρευνες; Το ότι βρίσκονταν αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο με αυτήν τη δυστυχή κατάσταση. Αν δηλαδή μπορούσαν να βοηθήσουν χωρίς να βλέπουν, όπως αγοράζουμε στις γιορτές ένα τετράδιο UNICEF, θα ήταν πανευτυχείς, διότι και θα ανατροφοδοτούνταν η εικόνα που έχουν για τους ίδιους, αυτή δηλαδή του καλού, ανεκτικού και συμπονετικού ανθρώπου, και θα μπορούσαν αμέριμνοι να βγαίνουν έξω χωρίς τον κίνδυνο να περπατήσουν δίπλα σε επαίτες που θα τους ζητούσαν επίμονα χρήματα. Γιατί όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν τελικά ένοχοι να εκφράσουν τη δυσφορία τους και αναγκάζονται από την κοινωνική πίεση να υποστηρίξουν την «αποδεκτή» άποψη;

Η ελευθερία της έκφρασης στη Σουηδία ταυτίζεται εντελώς στρεβλά με την ανεκτικότητα. Εν ολίγοις, ο καθένας μπορεί να έχει όποια γνώμη θέλει, αρκεί αυτή να μην ενοχλεί. Πρόκειται για μια ελευθερία της έκφρασης που δεν ανέχεται διαφοροποιήσεις από τη νόρμα. Μια ανεκτικότητα με δυσανεξία στις παραφωνίες. Οι ελάχιστοι, όπως ο Jan Guillou, που τολμούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον να εκφράζουν αντισυμβατικές απόψεις, στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν καταδικαστούν ή δεν χάσουν τη δουλειά τους σε ένα απόγευμα, κυκλοφορούν με τη στάμπα του ακραίου, του φασίστα, του ρατσιστή.

Η πολύ ασθενική πολιτική αντιπαράθεση, ο φόβος για κάθε είδους κοινωνική διαμάχη και η εύκολη περιχαράκωση γύρω από το μοντέλο της ομοιομορφίας του κοινωνικού συνόλου τελικά έχουν βοηθήσει τη Σουηδία ή όχι; Οι τελευταίες τάσεις, με τη ραγδαία άνοδο ακραίων φωνών, όπως οι Σουηδοί Δημοκράτες, και την εμφάνιση ακραίων περιστατικών κοινωνικής βίας, όπως είναι, για παράδειγμα, οι συνεχιζόμενοι εμπρησμοί στα κέντρα υποδοχής προσφύγων, προϊδεάζουν για ένα όχι και τόσο ρόδινο μέλλον. Προσωπικά έχω την εξής ερμηνεία για τον τρόπο σκέψης τους: Δεν τολμούν να εκφράσουν τη γνώμη τους για τόσο ευαίσθητα ζητήματα. Δεν ξέρουν από συγκρούσεις, είναι τόσο απλό. Δεν μπορούν να τις διαχειριστούν. Η συναίνεση, η υποχωρητικότητα και η αποφυγή των εντάσεων τους επέτρεπαν ιστορικά να επιβιώνουν και να αναπτύσσονται. Είναι ουσιαστικά ο λόγος που μια τόσο φτωχή χώρα όπως η Σουηδία των προηγούμενων αιώνων είναι σήμερα μια από τις πιο υγιείς οικονομίες στον πλανήτη, όπου οι πολίτες έχουν εξαιρετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο.

Πολύ φοβάμαι λοιπόν πως, όντας άμαθοι και ανήμποροι να ανταποκριθούν σε αυτές τις νέες προκλήσεις —που δεν είναι τόσο οικονομικές αλλά περισσότερο κοινωνικές—, θα φτάσουν να στηρίζουν τη δυσανεκτική τους ανεκτικότητα μέχρι τέλους, οπότε και η λύση χωρίς σύγκρουση θα είναι πλέον αδύνατη.