Άνοιξη

L
Σταύρος Ασθενίδης

Άνοιξη

Θέλω τρυφερά να σε πιάσω από τον ώμο, αυτόν τον πάλλευκο γυμνό σου ώμο, όπως ξεπροβάλλει από τον χειμώνα, τώρα που είναι στην αρχή της η άνοιξη κι ο ήλιος δεν είναι τόσο δυνατός ακόμη ώστε να βυθίσει το φως του στο δέρμα σου και να αφήσει μόνη άσπρη αυτή τη γραμμή από το τιραντάκι της μπλούζας σου (τότε που μου αρέσει να ελευθερώνω το χέρι μου να την ακολουθεί: αλλά αυτό είναι από άλλη εποχή — τώρα, είπαμε, είναι ακόμη λευκός, χλωμός, ο ώμος σου), να σε πιάσω από τον ώμο λοιπόν και να σε στριφογυρίσω πάνω στο μεγάλωμα της μέρας, πάνω στην κόψη αυτή του χρόνου όπου μπλέκονται μεθυστικά οι μυρωδιές της ημέρας με αυτές της νύχτας, οι λεμονανθοί με τα τριαντάφυλλα, τα όψιμα χειμωνιάτικα γιασεμιά με τα μαλλιά σου, να μαζέψεις όλο τον αιθέρα στους κάλυκές σου, για να μπορέσεις μετά να μου πεις αν είναι έτσι κι η μπουκιά που θα σε ταΐσω, γιατί ήθελα να φτιάξω κάτι που να ταιριάζει στο λευκό σου δέρμα —για όσο είναι ακόμη λευκό και αγνό, πριν το φορτίσει ηδονικά ο ήλιος: αλλά, είπαμε, αυτό είναι από άλλη εποχή—, γι’ αυτό και έψαξα, πήρα φίνο ρυζάλευρο, πούδρα λευκή της Ανατολής, το διέλυσα σε κρύο νερό αρωματισμένο με δυο κουταλιές ανθόνερο, και το άδειασα σε γάλα —παχύ λευκό— που σιγόβραζε με ζάχαρη, ανακατεύοντας απαλά, συνεχώς, μέχρι η κρέμα να πήξει πριν να τη βάλω σε ταψί να κρυώσει, και μόνο τότε θα κόψω ένα κομμάτι, θα τη ραντίσω με ροδόνερο, θα πασπαλίσω με άχνη —χιόνι λευκό— και καραμελωμένα πέταλα τριαντάφυλλου, και θα σε αφήσω να γευτείς την κρεμώδη άνοιξη, καθώς θα τη γεύομαι και εγώ, δαγκώνοντας τον ώμο σου.

[ Εικονογράφηση: Muhammad Qasim, Isfahan, Περσία, μέσα 17ου αιώνα ].