Αντίδοτο στη μονοκαλλιέργεια των καιρών

C
Έλενα Χουσνή

Αντίδοτο στη μονοκαλλιέργεια των καιρών

Σε ένα χωριό της Σικελίας οι κάτοικοι έχουν ξεχάσει τις σημασίες των λέξεων. Μόνο ο Νικολίνο τις θυμάται και διηγείται τα γεγονότα που οδήγησαν τον τόπο του σε αυτή την παράδοξη κατάσταση. Γιατί όμως είναι ο μόνος που τις θυμάται; Τι συνέβη όταν ήταν μικρό παιδί και ποια σχέση έχει με την όλη κατάσταση ένας παράξενος βιβλιοπώλης που καταφθάνει στον Σελινούντα;

Ο άνθρωπος αυτός θα ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο όχι για να πουλάει βιβλία αλλά για να τα διαβάζει στους άλλους. Όμως δεν θα έχει ακροατήριο. Όλοι θα του γυρίσουν την πλάτη εκτός από τον μικρό Νικολίνο που θα δραπετεύει κάθε βράδυ από το σπίτι του και θα ταξιδεύει με την φωνή του βιβλιοπώλη. Κρυμμένος πίσω από μια στοίβα βιβλία, θα αγαπήσει τους ήχους των λέξεων, θα αγαπήσει τις ίδιες τις λέξεις και το πολυσήμαντό τους. Θα μαγευτεί όμως και από την πολυσημία της σιωπής.

Αναγνώρισα τότε δύο ειδών σιωπές. Εκείνη την απόλυτη, την αθεράπευτη, της μοναξιάς, χωρίς γιατρειά, και κατάλαβα πώς τη σιωπή αυτή τη φουσκώνουμε με τρόπο αχρείο, με πράγματα που δεν έχουν απολύτως τίποτα να μας πουν, ενώ στην άλλη οι λέξεις, που δεν τα παρατούν ποτέ, σου δίνονται άνευ όρων για να τις αγαπήσεις ακόμη περισσότερο. Μιλούμε για να αισθανόμαστε ζωντανοί, λες κι ο θάνατος, το τέλος, φοβάται και κρατιέται μακριά από έναν άνθρωπο που διηγείται και διεγείρει συναισθήματα.

Γιατί το ζήτημα δεν είναι οι λέξεις ως ψυχρές έννοιες ή η στείρα αντιστοίχισή τους με πράγματα, έννοιες, ανθρώπους, νοήματα. Το ζήτημα είναι να καταβυθιστείς στην πολλαπλότητα των σημασιών τους, να τις αγαπήσεις, να ταξιδέψεις μαζί τους σε μυριάδες προτάσεις, εμπειρίες, αισθήματα, ταξίδια, ζωές. Δεν χάθηκαν οι λέξεις από τους ανθρώπους του Σελινούντα. Τιμωρήθηκε η έλλειψη σεβασμού τους σε αυτές. Η κακή χρήση τους, η υποτίμησή τους, η φτώχεια και η έλλειψη αγάπης για όσα σημαίνουν, σηματοδοτούν, θέλουν να πουν. Θα το πουν άραγε στο τέλος; Όχι αν πίσω τους, πλάι τους, δεν κινείται ο φορέας τους, ο άνθρωπος-ταξιδευτής, ο άνθρωπος που νιώθει, που ζει, που μοιράζεται, που αγωνιά, που σκέφτεται βαθιά για τα πράγματα, που είναι διατεθειμένος να αλλάξει ο ίδιος και να προσπαθήσει να αλλάξει τον κόσμο, ο άνθρωπος που κοιτά ψηλά όχι από έπαρση αλλά από την αγάπη του για το άγνωστο, για το ατελείωτο, για το διηνεκές, για την πρόκληση, για την υπέρβαση, για τον άλλο.

Δεν είναι οι λέξεις που σε κάνουν σπουδαίο, εσύ είσαι αυτός που θα κάνει σπουδαίες τις λέξεις τις δικές σου και των άλλων, όταν απέχεις από το να τις προφέρεις, όπως ένας ερημίτης απέχει από την παραζάλη των μίντια, από παιχνίδια ψεύτικα και από την αισθητική ματαιότητα. Τότε και μόνο τότε θα σου δώσουν οι λέξεις τη δύναμη να τιθασεύσεις τους τυφώνες και να ορίζεις τις παλίρροιες.

Ο βιβλιοπώλης της Σελινούντα, μια μοναχική μορφή, συμπυκνώνει όλα τα ανάθεμα του αισθητικού μεγαλοϊδεατισμού μας. Άσχημος, αποκρουστικός σχεδόν, είναι μια μορφή που απωθεί. Με μηδενικές κοινωνικές δεξιότητες, είναι ευτυχής στην σφαίρα όπου έχει εγκλωβίσει την αυτάρκη μοναξιά του. Έχει ρίξει κι αυτός το ανάθεμα στον κόσμο; Τον μισεί; Όχι, μάλλον δεν τον καταλαβαίνει. Και διαλέγει να ζει με αυτά που αγαπά. Του αρκούν. Είναι η απάντηση στους «μέσους όρους» που επιβάλλουν να είμαστε έτσι και όχι αλλιώς, στις μόδες που φτιάχνουν πρότυπα, στη σύγχρονη «ευγονική» του ιδανικού μοντέλου. Ανθρώπου, ζωής, συνηθειών, εμφάνισης.

Γιατί η ζωή δεν ορίζεται με κριτήριο την κινητικότητα των ανθρώπων, ούτε με τα υλικά αγαθά, ούτε με τους ήχους που φτάνουν στην αντίληψή μας. Αυτά είναι φθηνές απομιμήσεις της. Η ζωή είναι μία, μοναδική και ακίνητη, πάντα πανομοιότυπη με το είδωλό της, η ζωή είναι κάτι διαφορετικό. […] Το ανεξήγητο και το μοναδικό έρχονται να μας ταρακουνήσουν και να εκδιώξουν τον ύπνο των τακτικών παραχωρητικών μας συνηθειών.

Ο βιβλιοπώλης της Σελινούντα έχει φτιάξει το οχυρό του. Δεν κρύβεται· αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα του για όποιον θέλει να το επισκεφτεί ή να επισκεφτεί τον ίδιο. Ο μόνος που θα το τολμήσει, που θα το διακινδυνεύσει, είναι ο Νικολίνο. Ένα παιδί που έχει την ικανότητα να απομνημονεύει τα κείμενα. Είναι ένα σπάνιο χάρισμα, ή το χάρισμα όσων θέλουν να ακούν τους άλλους; Ή μήπως είναι η παιδική αθωότητα που εκτρέπεται από τα «πρέπει» της ενηλικίωσης;

Ο βιβλιοπώλης ξανάδινε στις λέξεις το νόημά τους. Το ανάγνωσμα, όπως έβγαινε από τα χείλη του, έδινε το πρόσταγμα στην ψυχή, σκίρτημα, έπειτα οπισθοχώρηση και μετά σταμάτημα, σκίρτημα, κράτημα και πάλι από την αρχή. Δεν ήταν μια παραχώρηση στον αισθησιασμό, δεν έβγαζε ούτε δάκρυ ούτε κραυγή περιττή, δεν προκαλούσε το γέλιο, δεν άφηνε έστω ένα υπονοούμενο, καμιά οσμή οργής, κομπασμού ή τρυφερότητας.

Η αφήγηση είναι γεμάτη λυρισμό, χιούμορ, νοσταλγικές αποχρώσεις και συναισθηματικές εγχαράξεις. Αυτό το μικρό αριστούργημα έχει τη δύναμη να σε λαβώνει με έναν υπέροχα ρομαντικό τρόπο. Σε κάνει να θέλεις να σωπάσεις και να πεις όλες τις λέξεις του κόσμου μαζί. Να φοβάσαι μη χάσεις κι εσύ τη μιλιά σου όπως οι άνθρωποι του Σελινούντα: από έπαρση, από έλλειψη ενσυναίσθησης, από μικροψυχία, από βαρεμάρα, από την πεποίθηση ότι όλα είναι απλά και γνωστά. Σε κάνει να θέλεις να μάθεις. Λέξεις, ανθρώπους, τον κόσμο όλο.

Μέσα από το βαθιά συγκινητικό αυτό παραμύθι, ο έρωτας του Νικολίνο κραυγάζει μια ριζωμένη αισιοδοξία. Γιατί η γυναίκα που αγαπά λέγεται Πρίμουλα, από το primus που σημαίνει «πρώτος» όπως το φυτό που ανθίζει πρώτο μέσα στον χειμώνα προαγγέλλοντας τον ερχομό της άνοιξης. Ένα φυτό που έχει συνδεθεί με πολλούς μύθους και προλήψεις, το φυτό της νιότης και της τύχης που όμως χρησιμοποιείται και σε έθιμα θανάτου. Η πρίμουλα, το φυτό της νέας ζωής που έρχεται…

Ένα βιβλίο βαθιά σαρκαστικό για τον νέο κόσμο μας. Για τα τοτέμ του, την απαρέγκλιτη πίστη σε κανόνες, τα ασφυκτικά προγράμματα, την τυποποίηση συνηθειών και συμπεριφορών, τους νέους κώδικες, στείρους, αποστειρωμένους, ανέπαφους από τη γλύκα της διαφοράς, την ανταρσία του πολυσήμαντου.

Η αδιαφορία πρώτα, ύστερα έρχονται η υποκρισία και η μάσκα, που μας μαθαίνουν πως να ζούμε. Ο εγωισμός που αφήνει τα πάντα ανεξήγητα και εντέλει το μεγάλο αγωνιώδες ταξίδι προς τα πίσω, μέχρι να βιώσουμε τον έρωτα για οτιδήποτε, έρωτα για τον ίδιο μας τον εαυτό και για τους άλλους, σε πείσμα κάθε λογικής.