Αντίζηλος. Όχι δολοφόνος

C
Γιώργος Κυριαζής

Αντίζηλος. Όχι δολοφόνος

Όποιος έχει δει την ταινία το «Αμαντέους» του Μίλος Φόρμαν σίγουρα θυμάται τον συγκλονιστικό τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο Μότσαρτ, προσπαθώντας να ολοκληρώσει το μεγαλειώδες Ρέκβιέμ του και με την υγεία του να φθίνει με γοργό ρυθμό. Το σενάριο της ταινίας, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Πίτερ Σάφερ, που με τη σειρά του είναι εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο «Μότσαρτ και Σαλιέρι» του Αλεξάντερ Πούσκιν (που χρησιμοποιήθηκε και ως λιμπρέτο για την ομώνυμη όπερα του Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ), εκμεταλλεύεται τις φημολογίες που είχαν κυκλοφορήσει λίγες δεκαετίες μετά τον θάνατο του Μότσαρτ, σύμφωνα με τις οποίες ο μεγάλος συνθέτης είχε δηλητηριαστεί από τον Ιταλό συνθέτη, και αντίζηλό του, Αντόνιο Σαλιέρι.

Εξαιτίας της κυριαρχίας της ποπ κουλτούρας (κάτι που δεν κατακρίνω καθόλου, να εξηγούμαστε), πολύς κόσμος έχει αποκομίσει την εντύπωση πως η λεπτομέρεια αυτή από το σενάριο της ταινίας είναι ιστορικά ακριβής, και ότι ο Σαλιέρι, όντας ο ίδιος ένας μέτριος και βαρετός συνθέτης, ζήλευε αφάνταστα τη μεγαλοφυΐα του Μότσαρτ, και τον δηλητηρίασε, φτάνοντας έτσι από τον φθόνο στον φόνο.

Τα πράγματα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι.

Καταρχάς, ο Σαλιέρι δεν ήταν απλώς ένας μέτριος συνθέτης, αλλά κορυφαία μορφή της βιεννέζικης μουσικής σχολής της εποχής. Έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της όπερας κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, ο ίδιος έγραψε 37 όπερες, καθώς και πολλή θρησκευτική μουσική, και ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους δασκάλους: στους μαθητές του συμπεριλαμβάνονται σπουδαία ονόματα, όπως ο Σούμπερτ, ο Μπετόβεν και ο Λιστ. Βέβαια, τα έργα του σταμάτησαν να παίζονται μετά τον θάνατό του, αλλά αυτό συνέβη σε πάρα πολλούς συνθέτες, ακόμα και στον μέγιστο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (πριν τον ξαναφέρει στο προσκήνιο ο Μέντελσον το 1829).

Ο Σαλιέρι κατείχε υψηλή θέση στην Αυλή των Αψβούργων, και είχε ουσιαστικά υπό τον έλεγχό του τον κόσμο της όπερας (ιδίως της ιταλικής) στην Αυστρία. Αυτό είχε ως φυσικό αποτέλεσμα να τον βρει μπροστά του ο Μότσαρτ κατά την κατακόρυφη άνοδό του στο μουσικό στερέωμα, συχνά ως εμπόδιο. Προσθέστε σε όλα αυτά το γεγονός ότι ο Σαλιέρι ήταν Ιταλός, ενώ ο Μότσαρτ γερμανόφωνος Αυστριακός —πράγμα που τους ενέπλεκε στη γενικότερη αντιπαράθεση μεταξύ Γερμανών και Ιταλών στην περιοχή—, και έχετε στα χέρια σας ένα πραγματικά εκρηκτικό μείγμα.

Έτσι, σε επιστολές ανάμεσα στον Μότσαρτ και τον πατέρα του διαβάζουμε ότι ο Σαλιέρι και άλλοι Ιταλοί έμπαιναν στη μέση όποτε ο Μότσαρτ προσπαθούσε να αναλάβει κάποιο υψηλό πόστο ή να ανεβάσει κάποια από τις όπερές του, και ο νεαρός Βόλφγκανγκ συχνά παραπονιόταν ότι στα μάτια του Αυτοκράτορα μόνο ο Σαλιέρι μετρούσε, και κανένας άλλος. Η εθνικιστική αυτή μουσική αντιπαλότητα ήταν τόσο μεγάλη, που ο συνθέτης Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, εξάδελφος εξ αγχιστείας του Μότσαρτ, που μάλιστα ο Ρίχαρντ Βάγκνερ αργότερα τον αποκάλεσε «τον πιο Γερμανό από όλους τους Γερμανούς συνθέτες», αρνήθηκε να γίνει μέλος σε μια φημισμένη κοινωνική λέσχη της εποχής, μόνο και μόνο γιατί μέλος της ήταν και ο Σαλιέρι. Η ειρωνεία (γιατί πάντα υπάρχει μια ειρωνεία όταν πρόκειται για εθνικιστικές λογικές) είναι πως η μουσική του Σαλιέρι ήταν πιο «γερμανική» από τη μουσική του Μότσαρτ (στο κάτω-κάτω, ήταν προστατευόμενος του Γερμανοβοημού συνθέτη Κρίστοφ Γκλουκ) και λίγη σχέση είχε με το ύφος των άλλων Ιταλών συνθετών της εποχής, όπως του Τζοβάνι Παϊζιέλο ή του Ντομένικο Τσιμαρόζα, ενώ η μουσική του Μότσαρτ ήταν πιο «ιταλική» σε αίσθηση, πιο ανάλαφρη και πιο ευέλικτη.

Πάντως, υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι δύο συνθέτες κατάφεραν, παρά την αντιπαλότητα, να αναπτύξουν μια κάποια σχέση μεταξύ τους, ιδίως αφότου ο Μότσαρτ κατάφερε να εδραιώσει τη θέση του στη Βιέννη. Συχνά ο ένας υποστήριζε το έργο του άλλου, ο Σαλιέρι διηύθυνε έργα του Μότσαρτ σε συναυλίες (όπως την περίφημη Συμφωνία αρ. 40), και μάλιστα έγραψαν από κοινού μια καντάτα για φωνή και πιάνο, η οποία δυστυχώς έχει χαθεί. Ο ίδιος ο Μότσαρτ γράφει ότι ο Σαλιέρι, όταν παρακολούθησε τον «Μαγικό αυλό», χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε με ενθουσιασμό μετά από κάθε μέρος του έργου.

Βέβαια, η ιστορία έχει επιλεκτική μνήμη· άλλους τούς καθιστά διαχρονικούς, κι άλλους τούς θάβει στη λήθη, από όπου τούς ανασύρουν αργότερα οι μουσικολόγοι και οι πιο ψαγμένοι μαέστροι.

Δεν πειράζει. Σε κάθε περίπτωση, ο ανθρώπινος πολιτισμός συνεχίζει τον δρόμο του ακάθεκτος.

 

[ Εικονογράφηση, Mikhail A. Vrubel, Salieri and Mozart, 1885 ].