Απέναντι από τον σφυγμό της κοινωνίας

P
Βίβιαν Στεργίου

Απέναντι από τον σφυγμό της κοινωνίας

Υπό κανονικές συνθήκες, οι δικαστές κρίνονται από τις αποφάσεις τους. Μιλούν με αυτές και κρίνονται με βάση αυτές. Δεν έχουν αμεσότερη σχέση με την κοινωνία και δεν τοποθετούνται για τρέχοντα ζητήματα παρά μόνο όταν τους ζητηθεί στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκούν στις άλλες δύο εξουσίες και στους ίδιους τους πολίτες. Δεν είναι ο ρόλος τους να κατανοούν την κοινωνία και να της είναι αρεστοί, ούτε να καταλαβαίνουν τις τάσεις της, με σκοπό (τι άλλο;) να ακολουθήσουν το ρεύμα. Δεν περιμένει κανείς από δικαστές να «πιάσουν τον σφυγμό» της κοινωνίας και να καταλάβουν τις προσδοκίες και τις επιθυμίες του λαού, ούτε περιμένει κανείς οι δικαστικοί με τις άκαιρες και χρονικά προκλητικές τοποθετήσεις τους για μισθολογικά θέματα να καθησυχάσουν τις ανησυχίες των πολιτών για την απονομή της δικαιοσύνης. Η συμπεριφορά ανώτατων δικαστικών τις τελευταίες ημέρες όμως προκαλεί εντύπωση. Γίνεται οι δικαστές να μη θέλουν να κρίνουν με κακό κλίμα και χωρίς να «πιάσουν τον σφυγμό» της κοινωνίας; Έχουν λόγο οι δικαστικοί να θέλουν να είναι αρεστοί στον λαό ή στις άλλες εξουσίες;

Οι δικαστές δεν χρειάζεται να κάνουν κοινωνιολογικές παρατηρήσεις ούτε πρέπει να προσπαθούν να γίνουν αρεστοί. Ο ρόλος τους είναι να ερμηνεύουν το Σύνταγμα και τον νόμο. Ανάμεσα στα πιθανά αποτελέσματα της ερμηνευτικής διαδικασίας, είναι και τα μη αρεστά συμπεράσματα. Αν τα τελευταία είναι επαρκώς αιτιολογημένα, η δουλειά των δικαστών έχει τελειώσει: έχουν επιτελέσει τον ρόλο τους. Το συμπέρασμά τους δεν χρειάζεται να το δεχτεί κανείς, δεν χρειάζεται να το επικροτήσουμε ή να το απορρίψουμε: μας δεσμεύει. Το μόνο που μας απομένει είναι, αν είμαστε διάδικοι, να προσφύγουμε στην κρίση κάποιοι ανώτερου δικαστηρίου και μετά να υπακούσουμε — ή, αν δεν είμαστε διάδικοι, να ασκήσουμε κριτική. Ο δικαστής δεν καλείται, λοιπόν, να αφουγκράζεται τον λαό, να καταλαβαίνει τις αγωνίες του γενικά και αόριστα και να κρίνει με βάση αυτές, αλλά να αποφασίζει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για συγκεκριμένα επίδικα ζητήματα βασιζόμενος σε γενικά, αόριστα και καθολικεύσιμα ηθικά επιχειρήματα.

Άλλωστε, η αναζήτηση της αρεστής κρίσης μπορεί να είναι εντελώς επικίνδυνη. Η αρεστή κρίση θα είναι αναγκαστικά κοντά στις απόψεις των περισσότερων πολιτών και θα δίνει την εντύπωση ότι το δικαστήριο καλά κατάλαβε τον σφυγμό της κοινωνίας. Δεν είναι όμως μόνο οι πολλοί, οι διαμορφωτές του κοινωνικού σφυγμού, αυτοί που θα χρειαστούν την προστασία του δικαστηρίου, αλλά και οι ασυντόνιστοι, οι σιωπηρές μειοψηφίες, οι μη αρεστοί, όσοι ενοχλούν. Οι πολλοί έτσι κι αλλιώς μπορούν, ώς ένα βαθμό, να καθορίσουν τι ισχύει εκλέγοντας τη βουλή που τους αρέσει. Αλλά και κάθε ημέρα, με τη συντονισμένη δράση τους (διαδηλώσεις, ομάδες πίεσης, επικρατούσα άποψη κλπ.), μπορούν να διαμορφώσουν την πραγματικότητα που θέλουν. Αυτό ενδέχεται να καταπιέζει άλλα άτομα και να δημιουργεί συνθήκης απειλής για τα ατομικά τους δικαιώματα, στα σημεία εκείνα που τα άτομα αποκλίνουν από τη γενική τάση της πλειοψηφίας. Μπορεί, επί παραδείγματι, οι πολλοί να μη θέλουν στον χώρο εργασίας τους γυναίκες, να θέλουν σχολεία «καθαρά» από προσφυγόπουλα, να επιδιώκουν με κάθε τρόπο οι ομοφυλόφιλοι να μην παντρεύονται, να επιβάλλουν τις θρησκευτικές τους δοξασίες, να απεχθάνονται τους κομουνιστές. Λόγοι ισότητας και δικαιοσύνης επιβάλλουν, φυσικά, η εκάστοτε μειοψηφία ή οι εκάστοτε μη αρεστοί να μην απομείνουν έκθετοι στη βούληση των πολλών. Η υποταγή τους στην τελευταία θα ήταν σκανδαλώδης, αφού κάποια άτομα θα υποτάσσονταν στη βούληση κάποιων άλλων ατόμων απλώς επειδή έτυχε τα τελευταία να υπερτερούν αριθμητικά.

Εξ ου και το Σύνταγμα έχει προβλέψει τα ατομικά δικαιώματα, μία δέσμη, δηλαδή, ελευθεριών που την έχουμε όλοι, εκ μόνου του λόγου ότι είμαστε άνθρωποι. Ο κίνδυνος για τα ατομικά μας δικαιώματα δεν προκύπτει όταν και εμείς υπακούμε στον σφυγμό της κοινωνίας μας, όταν και εμείς είμαστε αρεστοί, κομμάτι της πλειονότητας των συμπολιτών μας, αλλά όταν πάμε κόντρα στον σφυγμό της κοινωνίας και αδιαφορούμε για το ρεύμα που επικρατεί. Αυτοί που κινδυνεύουν από το κράτος και τις επιθυμίες των πολλών δεν είναι μάρτυρες, μάντεις ή γνώστες του σωστού, απλώς τυχαίνει να μην ακολουθούν την τάση. Έτσι, όταν διαμορφώνεται μία κατάσταση που τους αδικεί, έχουν ανάγκη να επικαλεστούν τα δικαιώματά τους, που για τους άλλους δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση, μπροστά στη δικαιοσύνη από την οποία ζητούν προστασία, όπως άλλωστε το δικαιούνται. Τότε, ο ρόλος των δικαστών και πολύ περισσότερο του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν είναι να κάνουν αυτό που θέλει η κοινωνία (άρα η ηχηρή πλειοψηφία), αλλά να πράξουν ακριβώς το αντίθετο: να αδιαφορήσουν πλήρως για την όποια σφυγμομέτρηση και για την όποια συγκυριακή κρατούσα γνώμη.

Με απλά λόγια, όταν τα ατομικά δικαιώματα απειλούνται, καθήκον του δικαστή είναι να αδιαφορήσει για τον σφυγμό της κοινωνίας, όχι να τον αφουγκραστεί.

Φανταστείτε ένα δικαστήριο που προστατεύει την καλλιτεχνική δημιουργία μόνο όταν αυτή δεν προκαλεί τα ήθη της εποχής της. Φανταστείτε ένα σύνταγμα που προστατεύει την ελευθερία της γνώμης, αλλά οι μόνες γνώμες που τυγχάνουν προστασίας είναι αυτές που τώρα δεν ενοχλούν, αυτές που τώρα ταιριάζουν σε ό,τι φρονεί ή υποστηρίζει η πλειονότητα των συμπολιτών μας. Φανταστείτε μία κοινωνία που αναγνωρίζει το δικαίωμα να πιστεύει κανείς στον Θεό που θέλει ή και να μην πιστεύει καθόλου, αλλά που τιμωρεί όσους κάνουν αντιδημοφιλείς θρησκευτικές επιλογές ή όσους ακολουθούν προκλητικά θρησκευτικά τελετουργικά. Το αποτέλεσμα θα ήταν μία ανυπόφορα συντηρητική κοινωνία, άνευρη και αδρανής, όπου φυσικά όλοι αργά ή γρήγορα θα αποκτούσαν την αίσθηση ότι δεν είναι πολίτες αλλά υπήκοοι.

Ας μη διστάσουμε να πούμε ότι ο λαός κάνει λάθος. Πλανάται, παρασύρεται και δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί ούτε από τα συναισθήματά του ούτε από τη διαχείρισή τους όπως αυτή γίνεται από έμπειρα κομματικά επιτελεία. Οι δικαστές όμως καλούνται να αναχαιτίζουν τα αποτελέσματα των λάθος κρίσεων του λαού. Έτσι, εάν, για παράδειγμα, ο λαός εκλέξει βουλευτές που συστηματικά ψηφίζουν αντισυνταγματικούς νόμους, οι δικαστές φροντίζουν οι νόμοι αυτοί να μην εφαρμόζονται· εάν η διοίκηση βλάπτει τους διοικούμενους, οι δικαστές φροντίζουν να ακυρώνουν τις πράξεις της· εάν το κράτος παρεμβαίνει στη ζωή των πολιτών περισσότερο από όσο του επιτρέπεται, τότε οι δικαστές φροντίζουν να το εξαναγκάσουν να αυτοπεριοριστεί. Αν και τους τελευταίους τούς καταπιεί η τάση της στιγμής, η επιθυμία της στιγμής, τίποτα δεν εμποδίζει τους εκάστοτε ισχυρούς να επιβληθούν και να δημιουργήσουν συνθήκες αναπαραγωγής του καθεστώτος τους για το μέλλον. Με απλά λόγια, αν οι δικαστές ξεκινούσαν να πιάνουν τον παλμό της κοινωνίας και να δρουν ανταποκρινόμενοι σε αυτόν (αλλιώς γιατί να τον πιάσουν άραγε;), η ισορροπία του συστήματος θα ανατρεπόταν. Ένας δικτάτορας ή ένα «απλώς» ανελεύθερο καθεστώς θα χρειαζόταν μόνο να πείσει τους εκλογείς του και θα επικρατούσε χωρίς προβλήματα, αφού δεν θα χρειαζόταν καν να καταλύσει την τυπική νομιμότητα. Θα μπορούσε να εκδίδει νόμους και πράξεις στις οποίες η δικαστική εξουσία δεν θα αντιστεκόταν, αφού θα ακολουθούσε απλώς το ρεύμα και θα είχε σκοπίμως εκ των προτέρων αφήσει και τη δική της κρίση να θολώσει, στρέφοντας το βλέμμα από το γράμμα και τον σκοπό του νόμου στη θέληση της κοινωνίας.

Η σφυγμομέτρηση της κοινωνίας όμως είναι λάθος και για λόγους ερμηνείας. Ερμηνεύοντας τον νόμο, ο δικαστής προσπαθεί να κατανοήσει τι πρέπει να γίνει, όχι τι γίνεται. Έχει μπροστά του τον νόμο, που είναι διατυπωμένος με τη μορφή υποθετικού συλλογισμού (αν γίνει το χ, τότε ψ), και πρέπει να ρυθμίσει μία κατάσταση. Δεν ερμηνεύει, λοιπόν, μία κατάσταση ή μία πραγματικότητα, ερμηνεύει ένα κείμενο, και αποφασίζει πώς να ρυθμιστεί μία κατάσταση ή μία πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί. Ενώ, λοιπόν, δεν βλάπτει καθόλου να μη βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, η δουλειά του δικαστή δεν είναι να παρατηρεί πρώτα το κλίμα της εποχής και μετά να αποφασίζει. Δεν καλείται, δηλαδή, από μία οντολογική παρατήρηση (έτσι είναι τώρα τα πράγματα) να μεταβεί σε μία δεοντική κρίση (έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα), ο ρόλος του δεν είναι ο ρόλος του κοινωνιολόγου ή του κοινωνικού επιστήμονα. Και υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό: μεταξύ άλλων, και η ανάγκη να κρίνει αιτιολογώντας την κρίση του με επιχειρήματα. Φανταστείτε μία απόφαση με αιτιολογία, «Επειδή έτσι έχουν τώρα τα πράγματα και έτσι θέλει ο ελληνικός λαός», και μία απόφαση όπου ο δικαστής χωρίς καμία δειλία εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν στην κρίση του διατυπωμένους με γενικό και καθολικό τρόπο, πέρα και πάνω από τη συγκυρία. Στην τελευταία περίπτωση, μπορούμε να ελέγξουμε την ορθότητα της κρίσης του και ειδικότερα την επιχειρηματολογική της συνέπεια, την ένταση προς τις ηθικές μας διαισθήσεις ή τη σύμπτωση με αυτές, ενώ στην πρώτη περίπτωση αισθανόμαστε την ανυπόφορη κυριαρχία μίας υποτιθέμενης βούλησης που αυθαίρετα μας επιβλήθηκε και αυθαίρετα ερμηνεύτηκε.

Είναι συγκεκριμένοι, λοιπόν, οι λόγοι που ο δικαστής ερμηνεύει τον νόμο και όχι τον εκάστοτε κοινωνικό παλμό. Ο τελευταίος τον ενδιαφέρει μόνο στον βαθμό που αποκρυσταλλώθηκε σε τυπικό νόμο του κράτους. Είναι ακόμη συγκεκριμένοι οι λόγοι που η δικαστική εξουσία δεν εκλέγεται και δεν έχει, υπό κανονικές συνθήκες, καμία ανάγκη να είναι αρεστή σε κόμματα, στους εκλογείς ή στους αρχηγούς των κομμάτων. Γι’ αυτό και ενοχλούμαστε όταν δικαστές επισκέπτονται πολιτικούς αρχηγούς, φωτογραφίζονται μαζί τους, συζητούν μαζί τους και, ευχαριστημένοι, δίνουν τα χέρια όπως συνηθίζεται όταν έχει συναφθεί μία ωφέλιμη συμφωνία. Για τους ίδιους λόγους ενοχλούμαστε όταν δικαστής δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ερμηνευτή του νόμου, αλλά ως παρατηρητή της κοινωνίας. Για τους ίδιους λόγους από καιρό αισθανόμαστε άβολα στην ιδέα ενός δικαστή που θέλει να αρέσει, και τρομάζουμε με τους χίλιους δυο τρόπους που έχει στη διάθεση του για να μας γίνει συμπαθής.

Οι δικαστές δεν χρειάζεται να είναι αρεστοί, επιβάλλεται να είναι δίκαιοι.