Απλή και άδολη, ως μωρά παρθένος

P
Γρηγόρης Φαρμάκης

Απλή και άδολη, ως μωρά παρθένος

Οι πολιτικοί επιστήμονες λένε συχνά, και όχι χωρίς λόγο, ότι κριτήριο εμβάθυνσης μιας νέας δημοκρατίας είναι η εναλλαγή των κυβερνήσεων τουλάχιστον τρεις φορές: δεν αρκεί η θεσμοθέτηση δημοκρατικών διαδικασιών, η δημοκρατική νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης μέσω λαϊκής εντολής από εκλογές, ο δημοκρατικός έλεγχος στο κοινοβούλιο· μια δημοκρατία δεν γίνεται πραγματική δημοκρατία μέχρις ότου η κυβερνητική αλλαγή από γεγονός ανατροπής γίνει κανόνας συνέχειας. Με αυτό το κριτήριο, για παράδειγμα, η Νότιος Αφρική, μετά το Άπαρτχαϊντ, δεν έχει γίνει ακόμη πλήρης δημοκρατία, ενώ η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης χρειάστηκε δύο δεκαετίες για να γίνει. Το ότι στην Ελλάδα μια από τις αναγκαίες αυτές εναλλαγές αυτές ακυρωνόταν πεισματικά από τους τάχα δημοκρατικούς αναλογικούς εκλογικούς νόμους και τα αντιδημοκρατικά τεχνάσματα μιας κυβέρνησης που ουσιαστικά αρνιόταν να παραδώσει την εξουσία στον αντίπαλό της, και το ότι αυτός χρειάστηκε τελικά μια εκλογική νίκη του 47% (ενός στους δύο πολίτες, αυτό που οι Αμερικάνοι λένε landslide) για να κυβερνήσει εύθραυστα και με μόλις 151 βουλευτές, δείχνει ότι το κριτήριο αυτό δεν είναι όσο θεωρητικό ή μακρινό δείχνει.

Πέρα από τις προφανείς αναλογίες της ιστορικής αυτής εμπειρίας με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, όπου μια κυβέρνηση που χάνει κάθε μέρα τη δημοκρατική της νομιμοποίηση προετοιμάζει την παρακράτηση της εξουσίας με παρόμοια νομοθετικά τεχνάσματα, το θέμα έχει και μια βαθύτερη σημασία που έχει να κάνει με την έντεχνα καλλιεργημένη πλάνη περί της δημοκρατικότητας των αναλογικών εκλογικών συστημάτων και, ακόμη περισσότερο, με τον μύθο της δημοκρατικότητας των κυβερνήσεων συνεργασίας που αυτά επιβάλλουν. Η εξ αριστερών συστηματική ψαλτική περί απλής και «άδολης», ως μωράς παρθένου αναλογικής, αλλά και η «τεχνοκρατική» και «μεταρρυθμιστική» φιλολογία περί τής τάχα αυταπόδεικτης αυταξίας μιας ανέφικτης συναίνεσης των θεμελιωδώς αντιθέτων και των εγγενώς ασυμβάτων, μετέτρεψαν σε αξιωματική κοινή γνώση αυτή τη διπλή πλάνη, ακόμη και για αυτούς που απορρίπτουν την αναλογική, αλλά μόνο εργαλειακά, για λόγους διασφάλισης της κυβερνησιμότητας και της πολιτικής σταθερότητας.

Όμως αυτή η κοινή γνώση, όπως συμβαίνει άλλωστε συνήθως, είναι ταυτολογική και συνεπώς κενή. Διατείνεται ότι η αναλογικότητα είναι πιο δημοκρατική, μόνο επειδή έτσι ορίζει αυθαίρετα την έννοια της δημοκρατίας, δηλαδή ως στατιστικά αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση των κομμάτων, και φαντασιώνεται τη δημοκρατική διακυβέρνηση ως αναλογικά σταθμισμένη συνισταμένη των πολιτικών. Στην υψιπετή αυτή κατασκευή, αφήνει όμως απέξω αυτό που μας θυμίζει εμφατικά το κριτήριο της κυβερνητικής εναλλαγής με το οποίο ξεκινήσαμε τη συζήτηση αυτή, και που είναι ο θεμελιώδης λόγος για τον οποίο επινοήσαμε τα δημοκρατικά, αντιπροσωπευτικά μας πολιτεύματα: το να μπορούμε να ξεφορτωνόμαστε τις κυβερνήσεις που δεν μας κάνουν πια, χωρίς να χύνεται αίμα στους δρόμους. Αυτό είναι το πιο θεμελιώδες πολιτικό μας δικαίωμα σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αυτό διασφαλίζει τον πιο θεμελιώδη μηχανισμό ελέγχου της εξουσίας και αυτό επιτρέπει τη δημοκρατική λογοδοσία. Στις εκλογές, δεν επιλέγουμε μόνο αυτόν που θέλουμε να μας κυβερνήσει, αλλά και ποιος δεν θέλουμε να συνεχίσει να μας κυβερνά — και αυτό στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι εξίσου αν όχι περισσότερο θεμελιώδες, μιας και μόνο αυτό υλοποιεί τη λογοδοσία των κυβερνώντων. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το δικαίωμά μας να απορρίψουμε μια κυβέρνηση της οποίας δεν εγκρίνουμε τα πεπραγμένα είναι λογικά πρότερο και πολιτικά υπέρτερο από το να έχουμε απλώς λόγο στην πολιτική που θα εφαρμοστεί. Η αναλογικότητα και οι κυβερνήσεις συνεργασίας που αυτή επιβάλλει υπόσχονται απατηλά το δεύτερο, καταργώντας σιωπηρά το πρώτο.

Στις κυβερνήσεις ευρύτατης συνεργασίας που αναγκαστικά προκύπτουν από εντελώς αναλογικά εκλογικά συστήματα, το πιθανότερο είναι ότι θα συμμετέχουν αναγκαστικά και αυτοί που οι περισσότεροι πολίτες καταψήφισαν, κάτι που γίνεται πια αναγκαστικό σε αυτή την κατάφωρα αντιδημοκρατική επινόηση των κυβερνήσεων «μεγάλης συνεργασίας» των μεγάλων αντιπάλων, που όψιμα προωθείται ως πεμπτουσία, τάχα, της εθνικής συναίνεσης.

Όταν λίγες ημέρες μετά τις εκλογές, και αφού ολοκληρωθούν τα παζάρια κατανομής θέσεων εξουσίας με συμφωνίες επί ποσοστώσεων τοποθετήσεων προσώπων, τα οποία βαφτίζονται «σύνθεση» και «συναίνεση» από τη μετα-πολιτική φιλολογία, δω να συνεχίζουν να με κυβερνούν, έστω και με αλλαγμένα ποσοστά νομής της εξουσίας, και τα πρόσωπα που εγώ και η πλειοψηφία των συμπολιτών μου καταψηφίσαμε, μην εγκρίνοντας τα πεπραγμένα τους, θα έχει καταργηθεί το πιο θεμελιώδες δημοκρατικό μου δικαίωμα: το δικαίωμά μου να λογοδοτούν σε εμένα αυτοί που με κυβερνούν.