Από την Ντόχα στην Καμπούλ

P
Στέλιος Πάλλας

Από την Ντόχα στην Καμπούλ

Εισαγωγικά

Ο δεκαεννιάχρονος Ζάκι Ανουάρι, μέλος της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου νέων του Αφγανιστάν, ήταν ένα από τα θύματα των τραγικών γεγονότων που εκτυλίσσονται στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Στην απέλπιδα προσπάθειά του για να πετάξει μακριά από το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, ένα Αφγανιστάν που όμως δεν γνώρισε καθώς γεννήθηκε μετά την πτώση του σκοταδιστικού αυτού καθεστώτος, σκαρφάλωσε σε ένα μεταγωγικό αεροσκάφος C-17 με προορισμό το Κατάρ αλλά έχασε την ισορροπία του και τραυματίστηκε θανάσιμα.

Αυτή τη φορά δεν ήταν ο τρόμος για το άγνωστο που οδήγησε έναν άνθρωπο σε αυτή την απέλπιδα προσπάθεια, σε ένα τελετουργικό salto mortale που αψηφά τον κίνδυνο και συνεπώς τον θάνατο, αλλά η βεβαιότητα ενός παραλόγου και ανήκουστου παρόντος. Και το ολιγόλεπτο βίντεο με το συγκεντρωμένο απεγνωσμένο πλήθος να σηκώνει ένα μικρό κοριτσάκι πάνω από τον ψηλό τοίχο και να το παραδίδει στα χέρια ενός Αμερικανού στρατιώτη θα μπορούσε να ήταν σκηνή της Βίβλου από την Παλαιά Διαθήκη όπου ο Θεός τιμωρεί τον περιούσιο λαό σώζοντας παράλληλα μία ανθρώπινη ύπαρξη.

Οι εικόνες που μεταδίδουν τα διεθνή δίκτυα με ανθρώπους να στοιβάζονται, να ποδοπατούνται, ακόμη και να σκοτώνονται στην προσπάθειά τους να φύγουν από το Αφγανιστάν, είναι συγκλονιστικές και καταδεικνύουν τον τρόμο, τη φρίκη και τον πανικό που επικρατεί στην πολύπαθη ασιατική χώρα. Οι εικόνες, λοιπόν, μιλούν από μόνες τους και δεν χρειάζονται τη δική μου γλωσσική απόδοση. Οι σκέψεις μου σχετίζονται με ένα θέμα πιο τεχνοκρατικό, και μάλλον αθέατο, αλλά κατά την άποψή μου εξίσου σημαντικό στην εξέλιξη του δράματος στο αεροδρόμιο της Καμπούλ: τη συμφωνία της Ντόχα του 2020.

Τι είδους συμφωνία είναι αυτή και τι προβλέπει; Ποια είναι η νομική της φύση; Τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει ο Πρόεδρος Τραμπ και, εάν δεσμευόταν, ο Πρόεδρος Μπάιντεν; Σε αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσει να απαντήσει το παρόν κείμενο, με μια γλώσσα όσο το δυνατόν πιο κατανοητή σε ένα αναγνωστικό κοινό που δεν υποχρεούται να έχει νομική παιδεία και δη εξειδικευμένες γνώσεις δημοσίου διεθνούς δικαίου.

Η Συμφωνία

Στις 29 Φεβρουαρίου 2020 επί προεδρίας Τραμπ υπεγράφη η διμερής συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ταλιμπάν στην Ντόχα του Κατάρ, γνωστή ως Agreement for Bringing Peace to Afghanistan. Την ίδια ημέρα υπογράφτηκε και η Κοινή Διακήρυξη μεταξύ της κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των ΗΠΑ, γνωστή ως Joint Declaration Βetween the Islamic Republic of Afghanistan and the United States of America for Bringing Peace to Afghanistan η οποία όμως δεν αντικατοπτρίζει τη Συμφωνία της Ντόχα — αναφέρεται σε όρους της, αλλά όχι σε όλους. Και είναι σαφώς πιο αόριστη και γενικόλογη.

Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2018. Πολλές φορές διεκόπησαν και ξαναξεκίνησαν. Από τις λιγοστές travaux préparatoires που έχουμε στη διάθεσή μας —δυστυχώς τα περισσότερα έγγραφα και των συνομιλιών και των διαπραγματεύσεων έχουν χαρακτηριστεί απόρρητα, συνεπώς δεν είναι διαθέσιμα στο κοινό— ένας από τους σημαντικούς στόχους των ΗΠΑ όσον αφορά τη συμφωνία ήταν ο δια-Αφγανικός διάλογος μεταξύ των Ταλιμπάν και της κυβέρνησης του Αφγανιστάν για το μέλλον της χώρας και η αποφυγή μετατροπής του εδάφους του Αφγανιστάν σε προπύργιο ή και κρησφύγετο τρομοκρατών, δηλαδή η ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.1

Η Συμφωνία έχει προοίμιο και χωρίζεται σε 4 τμήματα, που χαρακτηρίζονται από την ίδια τη συμφωνία ως ενιαία και συσχετιζόμενα. Συνοπτικά η Συμφωνία είναι μια συμφωνία ειρήνης (peace agreement), που προβλέπει: πρώτον, τη μη μετατροπή του Αφγανιστάν σε έδαφος δράσης τρομοκρατών· δεύτερον, τη σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων (παρέχοντας όμως συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα)· τρίτον, την ανταλλαγή και αποφυλάκιση αιχμαλώτων (κάνοντας αναφορά σε λεπτομερή νούμερα και ημερομηνίες)· και, τέλος, έναν δια-Αφγανικό διάλογο για το μέλλον της χώρας. Υφίσταται prima facie αναφορά σε έναν μηχανισμό επίβλεψης ήδη από την πρώτη παράγραφο του προοιμίου (Guarantees and enforcement mechanisms that will prevent the use of the soil of Afghanistan by any group or individual against the security of the United States and its allies), αλλά δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες, γιατί τα παραρτήματα (annexes) της Συμφωνίας που αναφέρονται σε αυτά τα enforcement and monitoring mechanisms είναι απόρρητα.2 Πράγμα λογικό, γιατί πρόκειται για έναν μηχανισμό που θα επιβλέπει τη μη μετατροπή του Αφγανιστάν σε έδαφος τρομοκρατικών οργανώσεων, έναν μηχανισμό δηλαδή που σχετίζεται άμεσα και απόλυτα με την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Όμως δημιουργούνται ερώτημα. Αυτός ο μηχανισμός περιορίζει την κρατική κυριαρχία του Αφγανιστάν; Είναι ένας μηχανισμός που αφορά μόνο τις ΗΠΑ ή και το ΝΑΤΟ; Ποια είναι η γλωσσική διατύπωση αυτών των παραρτημάτων; Ποιες είναι οι υποχρεώσεις των δύο πλευρών;

Έχοντας υπόψη τους δύο ανωτέρω περιορισμούς, τις περιορισμένες δηλαδή travaux préparatoires και τη μη διαθεσιμότητα των παραρτημάτων, θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη φύση της Συμφωνίας.

Η φύση της Συμφωνίας

Θα έλεγε κανείς ότι η Συμφωνία της Ντόχα είναι λίγο περίεργη. Δεν είναι μια συμφωνία μεταξύ κρατών ή τουλάχιστον μεταξύ ενός κράτους και ενός διεθνούς οργανισμού. Δεν είναι αυτό που έχει συνηθίσει ο κόσμος να διαβάζει στις εφημερίδες ή να ακούει στα δελτία των ειδήσεων. Είναι μια συμφωνία ειρήνης μεταξύ ενός ενόπλου κινήματος (αγγλ. Insurrectional movement, insurgents, armed opposition group etc.) και ενός κράτους.

Ακούγεται περίεργο, αλλά δεν είναι πρωτόγνωρο. Ίσα-ίσα, από το 1990 έως σήμερα έχουν υπογράφει κάπου 650 συμφωνίες ειρήνης μεταξύ κυβερνήσεων και ενόπλων κινημάτων. Προκαταβολικά θα πρέπει να ειπωθεί ότι οι Ταλιμπάν δεν είναι ένα εθνικό απελευθερωτικό κίνημα (National liberation movement) αλλά ένα ένοπλο κίνημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης. Και το ξεκαθαρίζουμε αυτό από την αρχή, γιατί η εν λόγω διάκριση είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την ανάλυση της νομικής φύσης της Συμφωνίας.

Δυστυχώς το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) 2513/2020 δεν βοηθά στη διευκρίνιση της φύσεως της Συμφωνίας. Στη γνωμοδότησή του το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (απλ. ΔΔΧ, αγγλ. ICJ) για τη Ναμίμπια του 19713 παρέδωσε έναν θεμελιώδους σημασίας οδηγό ερμηνείας των ψηφισμάτων του ΣΑ. Στον οδηγό αυτό αναφέρεται και η προσοχή στο γράμμα του ψηφίσματος, δηλαδή η αναζήτηση του πραγματικού νοήματός του εκκινώντας από τη λεκτική, γραμματική του διατύπωση —όπως δηλαδή συνηθίζεται να λέγεται κάτι—, η οποία αποτελεί πάντα την αφετηρία της λογικής διεργασίας του ερμηνευτή του δικαίου, ακόμη και αν δεν υιοθετηθεί μέχρι τέλους. Στο ψήφισμα 2513/2020 χρησιμοποιούνται ρήματα όπως “welcomes”, “urges”, δηλαδή «καλωσορίζει», «παροτρύνει», «ενθαρρύνει». Καμία σχέση με επιταγή και προσταγή. Καμία ένδειξη υποχρεωτικότητας και δεσμευτικότητας. Αλλά, ακόμη και εάν χρησιμοποιούσε ρήματα όπως “decides”, “demands”, τα οποία όντως είναι δηλωτικά υποχρέωσης, όπως έκανε π.χ. στα ψηφίσματα 1769/2007 και 1828/2008 για το Νταρφούρ, πάλι δεν θα είχε απαντηθεί το ερώτημα της νομικής φύσεως της Συμφωνίας. Απλώς το ΣΑ θα υποχρέωνε τα μέρη να προβούν σε κάποιες πράξεις που μπορεί να ήταν οι ίδιοι οι όροι και ρυθμίσεις της Συμφωνίας ή θα επέβαλλε κυρώσεις σε περίπτωση μη εφαρμογής των ψηφισμάτων του· δεν θα προέβαινε όμως per se στον νομικό χαρακτηρισμό της Συμφωνίας. Το ΣΑ είναι πολιτικό και όχι δικαιοδοτικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών.

Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών του 1969 —την έχουν μόνο υπογράψει, συνεπώς υποχρεούνται να μην παραβιάζουν τον σκοπό και το αντικείμενό της—, η πρώτη αναφορά γίνεται σε αυτήν τη Σύμβαση, γιατί διαθέτει ένα μοναδικό ερμηνευτικό βάρος. Καταρχάς και καταρχήν η εν λόγω συμφωνία δεν διέπεται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών του 1969, γιατί η Σύμβαση της Βιέννης αφορά μόνο διμερείς και πολυμερείς διεθνείς συνθήκες που έχουν συναφθεί μεταξύ κρατών. Όμως η ίδια η Σύμβαση στο άρθρο 3 παρέχει μια saving clause για τις διεθνείς συνθήκες που συνάπτονται μεταξύ κρατών και άλλων υποκειμένων του διεθνούς δικαίου.4

Είναι ένα ένοπλο (αντάρτικο/στασιαστικό) κίνημα υποκείμενο του διεθνούς δικαίου;

Ήδη από τη γνωμοδότηση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ), προδρόμου του ICJ,5 έγινε αποδεκτό ότι το διεθνές δίκαιο μπορεί να απονέμει άμεσα σε οντότητες, πέρα των κρατών, δικαιώματα και υποχρεώσεις, δίχως όμως παράλληλα να  παρέχει σε αυτές την ικανότητα να επιβάλλουν αυτά τα δικαιώματα στο διεθνές πεδίο. Το 1949 στη γνωμοδότησή του περί της αποζημιώσεως για ζημίες προξενηθείσες κατά την υπηρεσία στα Ηνωμένα Έθνη, το ICJ δέχθηκε ότι υπάρχουν και άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, πέρα από τα κράτη, όμως όλα τα υποκείμενα δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα, υποχρεώσεις και ικανότητες. Δηλαδή έγινε διάκριση ανάμεσα στη διεθνή νομική προσωπικότητα (International legal personality) και στη διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα (International legal capacity), η οποία ενέχει και τη δυνατότητα σύναψης συνθηκών (treaty making capacity). Για να γίνει αντιληπτή η ανωτέρω διάκριση ας φέρω το παράδειγμα της διάκρισης ενηλίκου και ανηλίκου στο εσωτερικό δίκαιο: και οι δύο είναι υποκείμενα του δικαίου αλλά έχουν διαφορετική δικαιοπρακτική ικανότητα.  Πλέον, γίνεται αποδεκτό από όλους ότι τα ένοπλα κινήματα, αυτοί οι μη κρατικοί δρώντες, είναι υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κυρίως στο διεθνές ανθρωπιστικό, διεθνές ποινικό δίκαιο και το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Έχουν όμως διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα; Μπορούν δηλαδή να συνομολογούν διεθνείς συνθήκες;

Αυτό το ερώτημα απαιτεί μια ακόμη πιο συνθέτη απάντηση. Πρωτίστως θα πρέπει να τονιστεί ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν είναι μια ένοπλη σύρραξη μη διεθνούς χαρακτήρα.6

Ίσως ακούγεται περίεργο στους αναγνώστες, αλλά ο πόλεμος στο Αφγανιστάν νομικά δεν χαρακτηρίζεται σαν μία διεθνής ένοπλη σύρραξη, γιατί υφίσταται η συναίνεση της κυβέρνησης του Αφγανιστάν στην παρουσία των Αμερικανών. Άρα δεν αντιπαρατίθενται δύο κράτη, αλλά ένα κράτος και μια μη-κρατική ένοπλη οργάνωση/κίνημα. Το δίκαιο που διέπει την ένοπλη σύρραξη μεταξύ ενός κράτους και μιας μη-κρατικής ένοπλης ομάδας εξαρτάται από τη συναίνεση του κράτους στο έδαφος του οποίου λαμβάνει αυτή χώρα. Εάν υπάρχει τέτοια συναίνεση, πρόκειται για μη διεθνή ένοπλη σύρραξη. Στην αντίθετη περίπτωση όμως η ένοπλη σύρραξη θα είναι διεθνούς χαρακτήρα.7 Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί ο Akande, η χρήση βίας από την επεμβαίνουσα δύναμη στην επικράτεια του άλλου κράτους χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου αποτελεί στην πραγματικότητα χρήση βίας εναντίον του.8 Και είναι σημαντική αυτή η παρατήρηση γιατί οι περισσότερες συμφωνίες ειρήνης μεταξύ κρατών και ενόπλων κινημάτων συνάπτονται στο πλαίσιο μη διεθνών ενόπλων συρράξεων — βλ. εμφύλιος. Τώρα, έχοντας στον νου μας το ανωτέρω, θα εξετάσουμε εάν ένα μη κρατικό ένοπλο κίνημα έχει διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα, και, εάν ναι, υπό ποίες προϋποθέσεις.

Όταν ένα κράτος έχει αναγνωρίσει το καθεστώς του εμπολέμου (belligerency status) στο ένοπλο κίνημα, τότε γίνεται αποδεκτό ότι αυτός ο μη κρατικός δρων αποκτά μειωμένη διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η σύναψη συνθηκών. Ιστορικό παράδειγμα η σύναψη συνθήκης του Ηνωμένου Βασιλείου με τη Συνομοσπονδία κατά την περίοδο του Αμερικανικού Εμφυλίου, όπου ο ναυτικός αποκλεισμός του Προέδρου Λίνκολν οδήγησε στην έμμεση αναγνώριση του καθεστώτος του εμπολέμου στη Συνομοσπονδία. Από ανταρσία μετατράπηκε σε ένοπλη σύρραξη, δηλαδή σε μια κατάσταση που ρυθμίζεται από το διεθνές δίκαιο. Δομικό στοιχείο είναι η αναγνώριση, δηλαδή μια πράξη που δηλώνει τη συναίνεση του κράτους.9 Η άποψη αυτή έχει υιοθετηθεί και από το ΔΔΔΔ στην απόφαση Συγκεκριμένα Γερμανικά Συμφέροντα στην Πολωνική Άνω Σιλεσία.10 Όμως οι Ταλιμπάν δεν έχουν αναγνωριστεί από τις ΗΠΑ ως belligerents. Τους έχουν όμως αναγνωρίσει ως insurgents.

Στο Σχέδιο Άρθρων του 1962 για τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών τα ένοπλα κινήματα αναφέρονται ως “international entities”, και στο έργο της International Law Commission απαριθμούνται ως ένα από τα «άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου» του άρθρου 3.11  Συνεπώς η προϊστορία της Σύμβασης αναγνωρίζει τα ένοπλα κινήματα ως υποκείμενα του διεθνούς δικαίου του άρθρου 3, δηλαδή έχοντα και διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα.

Οι θέσεις μιας μερίδας της θεωρίας12 που προσπαθεί να απαξιώσει τη συγκεκριμένη προϊστορία, αναφέροντας ως επιχείρημα ότι η διάκριση μεταξύ insurgent και belligerent έχει πλέον πέσει σε αχρηστία, άρα η αναφορά της ILC δεν αφορά το σήμερα, μου είναι ειλικρινά ακατανόητη. Όντως, η διάκριση, λόγω των εξελίξεων στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο13 δεν έχει τόση σημασία όση είχε την εποχή του Αμερικάνικου Εμφυλίου —και ευτυχώς, γιατί τουλάχιστον αποδίδεται μια μίνιμουμ προστασία σε κάθε είδους ένοπλη σύρραξη—, αλλά συνεχίζει και υφίσταται και στη διεθνή πρακτική, παίζοντας σημαντικότατο ρόλο στις αποφάσεις και εκτιμήσεις των κρατών, και στα επίσημα στρατιωτικά εγχειρίδια των ενόπλων δυνάμεών τους.14

Η αναφορά της Επιτροπής είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, και είναι σαφέστατη. Στα «άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου» του άρθρου 3 της Σύμβασης της Βιέννης εντάσσονται και τα μη κρατικά ένοπλα κινήματα. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτά τα μη κρατικά ένοπλα κινήματα μετατρέπονται σε de facto κυβερνήσεις, δηλαδή ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο επί τους εδάφους και διατηρούν μια μορφή διοίκησης και γραφειοκρατίας, όπως και οι Ταλιμπάν. Ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις, συνάπτοντας συμφωνίες, τα κράτη τείνουν να αναγνωρίζουν μια μειωμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, που περιορίζεται όμως στο πεδίο της ένοπλης σύρραξης, δηλαδή αναγνωρίζεται η ικανότητα σύναψης διεθνών συνθηκών που αφορούν τον πόλεμο και τη διαχείρισή του, συνεπώς και η λήξη του πολέμου με μια συμφωνία ειρήνης εντάσσεται στο πλαίσιο της μειωμένης δικαιοπρακτικής ικανότητας τους.15  Στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα έχει καταλήξει και η Διεθνής Επιτροπή για το Νταρφούρ.16

Ακόμη πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα όταν ένα τρίτο κράτος έχει αναγνωρίσει άμεσα ή έμμεσα το μη κρατικό ένοπλο κίνημα ως de facto κυβέρνηση, εν όλω ή εν μέρει: η διεθνής δικαιοπρακτική ικανότητά του δεν αμφισβητείται στα θέματα που άπτονται του πολέμου. Ιστορικό παράδειγμα αποτελούν οι συμφωνίες ανταλλαγής πρακτόρων της ουδέτερης στον ισπανικό εμφύλιο Μεγάλης Βρετανίας και της εθνικιστικής κυβέρνησης Φράνκο το 1937, στις οποίες το ΗΒ αναγνώρισε την κυβέρνηση Φράνκο ως «μία κυβέρνηση που αυτή τη στιγμή διοικεί de facto τη Χώρα των Βάσκων». Επιπροσθέτως και το Third Restatement of Foreign Relations Law, μια αμερικανική authoritative κωδικοποίηση στα θέματα του διεθνούς δικαίου, αναγνωρίζει τη διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα ενός μη κρατικού ενόπλου κινήματος που έχει αναγνωριστεί ως de facto κυβέρνηση.17

Η Συμφωνία της Ντόχα αναφέρεται στην υποχρέωση των Ταλιμπάν στη μη έκδοση βίζας, διαβατηρίου και λοιπών ταξιδιωτικών εγγράφων σε πρόσωπα που αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Αυτό είναι μια κυβερνητική λειτουργία. Μια λειτουργία που διαθέτει μόνο μια κυβέρνηση. Κατά την άποψή μου, αναφερόμαστε στην περίπτωση της έμμεσης αναγνώρισης de facto κυβέρνησης. Σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να αναφέρουμε ότι δεν χρειάζεται να προβούμε και σε μια ανάλυση των Ειδικών Συμφωνιών (Special Agreements) του Κοινού Άρθρου 3 των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949, γιατί πρώτον δεν αποτελούν τη βάση της Συμφωνίας της Ντόχα και δεύτερον δεν υφίσταται καμία αναφορά στο common article 3 στο ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας.

Οι συμφωνίες ειρήνης δεν έχουν απασχολήσει όσο θα θέλαμε τη διεθνή και εσωτερική δικαιοσύνη. Ας δούμε μερικά παραδείγματα.

Στην απόφαση επί της ουσίας τού ΔΔΧ, Στρατιωτικές Δραστηριότητες στο Έδαφος του Κονγκό του 2007, στην παράγραφο 98, το Δικαστήριο χαρακτηρίζει τη Lusaka ceasefire agreement μόνο σαν «modus operandi». Βέβαια ούτε τα διάδικα μέρη ούτε το Δικαστήριο αμφισβήτησαν τη νομική ισχύ της Συμφωνίας, ίσα-ίσα που βασίστηκαν στις προβλέψεις της. Το Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη διαδικασία αποχώρησης των στρατευμάτων και όχι per se με τη φύση της Συμφωνίας. Ενδιαφέρον έχει και η separate opinion του Δικαστή Parra-Arranguren  που θεωρεί δεδομένο ότι η Lusaka Agreement είναι μια διεθνής συνθήκη, δίχως όμως να αναπτύσσει τον συλλογισμό του. Βέβαια στην απόφασή του επί των προσωρινών μέτρων του 2000 για την ίδια υπόθεση, το Δικαστήριο χαρακτηρίζει τη Συμφωνία ως συνθήκη. Επιπροσθέτως στην απόφαση για τα προσωρινά μέτρα στην υπόθεση Application of the International Convention for the Suppression of the Financing of Terrorism and of the International Convention on the Elimination of All Forms of Racial Discrimination, Ουκρανία κατά Ρωσίας, του 2017, το ΔΔΧ δήλωσε ότι περιμένει από τα μέρη να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους από τη συμφωνία ειρήνης Minsk II. Δεν χαρακτήρισε βέβαια verbatim τη συμφωνία ως διεθνή συνθήκη, αλλά το Δικαστήριο βάσει του άρθρου 38 (1) του Καταστατικού του υποχρεούται να επιλύει τις διαφορές που του υποβάλλονται βάσει του διεθνούς δικαίου, συνεπώς θεώρησε τη Minsk II τμήμα του διεθνούς δικαίου, πηγή του: άρα διεθνή συνθήκη. Το ΕΔΔΑ στην απόφασή του, Sejdić και Finci κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης,18 ενώ χαρακτήρισε τη Συμφωνία Ειρήνης του Ντέιτον ως σημαντικό θεμέλιο για την ειρήνη, με έναν περίτεχνο τρόπο απέφυγε να ασχοληθεί με τη φύση της. Ασχολήθηκε με το εάν το Σύνταγμα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης συμβαδίζει με την ΕΣΔΑ, ασχέτως εάν το εν λόγω Σύνταγμα αποτελεί μέρος της Συμφωνίας Ειρήνης του Ντέιτον (συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα IV της Συμφωνίας: Annex IV). Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφασή του El Mozote κατά Ελ Σαλβαδόρ του 2012, υπογράμμισε ότι τα γεγονότα της σφαγής του El Mozote διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια μιας μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης, συνεπώς θεώρησε δέον να αναλύσει το νομικό πλαίσιο σύμφωνα και με τους όρους της συμφωνίας ειρήνης του Chapultepec του 1992, που είχε συναφθεί μεταξύ της κυβέρνησης του Ελ Σαλβαδόρ και του FMLN, υπονοώντας σαφώς ότι πρόκειται περί διεθνούς συνθήκης, εφόσον αναφέρεται σε legal framework.19 Στη δευτεροβάθμια απόφασή του για τη Σιέρα Λεόνε,20 το Ειδικό Δικαστήριο (πρόκειται για ένα υβριδικό ή διεθνοποιημένο δικαστήριο, δηλαδή ένα δικαστήριο του οποίου η θεσμική διάταξη και το εφαρμοστέο δίκαιο αποτελούνται από ένα μείγμα της διεθνούς και της εσωτερικής έννομης τάξης) αρνήθηκε να θεωρήσει τη Lomé Agreement ως διεθνή συνθήκη, δηλώνοντας ότι τα μη κρατικά ένοπλα κινήματα δεν έχουν διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα. Η άναρχη λογική του Δικαστηρίου και η έλλειψη συνέχειας του αιτιολογικού του λόγω της αγωνιώδους προσπάθειάς του να ακυρώσει τις διατάξεις που παρείχαν αμνήστευση, έχει επικριθεί από τη θεωρία.21 Το Δικαστήριο θα μπορούσε να στηρίξει τη μη εφαρμογή αυτών των διατάξεων, είτε θέτοντας το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης περί τερματισμού και λήξης της Συμφωνίας λόγω ουσιώδους παραβίασης από τους αντάρτες, είτε κρίνοντάς τες άκυρες, επειδή παραβιάζουν επιτακτικούς κανόνες δικαίου (jus cogens). Οι νομολογιακές αντιδράσεις της εσωτερικής έννομης τάξης, εάν και ελάχιστες, ήταν ώς ένα βαθμό αναμενόμενες. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κολομβίας και το Ανώτατο Δικαστήριο των Φιλιππίνων αρνήθηκαν τη διεθνή δικαιοπρακτική ικανότητα των μη κρατικών ενόπλων οντοτήτων/κινημάτων όσον αφορά την Τελική Συμφωνία Ειρήνης Κολομβίας και FARC και τη Συμφωνία Ειρήνης της Τρίπολης του 2008 μεταξύ Φιλιππίνων και Moro Islamic Liberation Front αντίστοιχα.

Η επιφυλακτικότητα της εσωτερικής έννομης τάξης ήταν λοιπόν αναμενόμενη, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε έναν μη κρατικό δρώντα που επιθυμούσε και προσπαθούσε να αποδομήσει την ίδια την εσωτερική έννομη τάξη, ή τουλάχιστον να την αλλοιώσει. Ο φόβος των εθνικών συνταγματικών τάξεων να μην αποδομηθούν, να μην υποχωρήσουν και αυτοκαταστραφούν προκειμένου να οικοδομηθεί μια άλλη πολιτική και συνταγματική οντότητα που να τις υπερβαίνει, είναι κατανοητός. Βέβαια αυτό δεν αφορά το διεθνές δίκαιο. Και από φορμαλιστική αλλά και από ουσιαστική άποψη η Συμφωνία της Ντόχα, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι μια διεθνής συνθήκη. Καλύπτει τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 2 (1a) της Σύμβασης της Βιέννης του 1969. Στο ελάχιστο αποδεκτό όριό τους, αλλά τις καλύπτει.

Η γλωσσική διατύπωση του κειμένου περιέχει ρήματα και όρους που δηλώνουν υποχρεωτικότητα, όπως τα “agree” και “obligations”. Σίγουρα χρησιμοποιεί το πιο ήπιο βοηθητικό “will” αντί του πιο αυστηρού “shall”. Όμως και αλλά κείμενα που θεωρούνται διεθνείς συνθήκες χρησιμοποιούν και το “will”: π.χ., Paris Agreement. Στο τέλος του κειμένου της υπάρχει αναφορά για επίσημες αυθεντικές γλώσσες της Συμφωνίας, χαρακτηριστικό και αυτό των διεθνών συνθηκών. Στη Συμφωνία προβλέπεται μηχανισμός επιτήρησης μέρους των συμφωνηθέντων (βλ. απόρρητα παραρτήματα). Συγκεκριμένες δεσμεύσεις των μερών είναι λεπτομερείς, με χρονοδιαγράμματα και προθεσμίες. Σίγουρα έχει και ασαφείς διατάξεις, αλλά και άλλα κείμενα που είναι διεθνείς συνθήκες «πάσχουν» από ασάφεια (βλ. τον όρο «προοδευτική πραγματοποίηση» σε συνθήκες κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων). Επιπροσθέτως μια διεθνής συνθήκη δεν είναι μόνο pactum de contrahendo, αλλά και pactum de negotiando, ή μπορεί να περιέχει ρυθμίσεις και από τα δύο. Όντως οι διαπραγματεύσεις που τυχόν επιβάλλει μία συνθήκη δεν είναι απαραίτητο να είναι επιτυχείς, να καταλήξουν δηλαδή σε συμφωνία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται υποχρεώσεις: οι διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνονται καλή τη πίστει και να είναι ουσιώδεις και με νόημα. Επιπροσθέτως, πολλές διεθνείς συμφωνίες περιέχουν διατάξεις περί μελλοντικών συμφωνιών. Η Συμφωνία των Πρεσπών παραπέμπει το ζήτημα των εμπορικών σημάτων, των εταιρικών επωνυμιών και των γεωγραφικών ενδείξεων Ελλάδος και Βόρειας Μακεδονίας στις μελλοντικές ενταξιακές διαπραγματεύσεις της δεύτερης  στην ΕΕ, ενώ η Oslo I δημιούργησε την Oslo II όπως ακριβώς και η Συμφωνία της Ντόχα προβλέπει έναν μελλοντικό δια-αφγανικό διάλογο. Και τέλος, ίσως το σημαντικότερο, οι περιστάσεις της Συμφωνίας της Ντόχα είναι ενδεικτικές της ύπαρξης μιας διεθνούς συνθήκης: την ίδια ημέρα οι ΗΠΑ υπέγραψαν και μια Κοινή Διακήρυξη με την Κυβέρνηση του Αφγανιστάν, η οποία περιέχει μόνο τμήματα της Συμφωνίας της Ντόχα. Η επιλογή του όρου “agreement” από τη μία και “declaration” από την άλλη ασφαλώς και δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι μια ηθελημένη αντίθεση, δηλωτική των προθέσεων.

Η αντίδραση του Προέδρου Μπάιντεν

Εφόσον θεμελιωθεί η νομική φύση της Συμφωνίας, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις αντιδράσεις των μερών επί της εφαρμογής, και συγκεκριμένα του Προέδρου Μπάιντεν. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν δείχνει αποφασισμένος και προσηλωμένος στην τήρηση της Συμφωνίας. Θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου, που μάλιστα έχει και εθιμική ισχύ, είναι το pacta sunt servanda, δηλαδή οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Στην αξιωματική αυτή αρχή υφίστανται και εξαιρέσεις, προβλεπόμενες και από το δίκαιο των διεθνών συνθηκών αλλά και από τον θεσμό των νόμιμων/επιτρεπόμενων αντιμέτρων (countermeasures), ο οποίος πηγάζει από τη διεθνή ευθύνη.

Ήδη έχει αναφερθεί ανωτέρω ότι η Συμφωνία της Ντόχα δεν διέπεται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών του 1969, πρώτον γιατί η Σύμβαση της Βιέννης αφορά μόνο διεθνείς συνθήκες μεταξύ κρατών και δεύτερον γιατί οι ΗΠΑ δεν την έχουν επικυρώσει, αλλά μόνο υπογράψει. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν εφαρμόζεται το δίκαιο των διεθνών συνθηκών στην ολότητά του. Ναι, ισχύει ότι η Σύμβαση της Βιέννης του 1969 έχει ένα μοναδικό αποτύπωμα, μια ακτινοβολούσα authoritative guidance, αλλά το δίκαιο των διεθνών συνθηκών δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν: αποτελείται από ένα πλέγμα κανόνων που πηγάζουν από τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου και από τη δεύτερη πρωταρχική πηγή του διεθνούς δικαίου, τους διεθνείς εθιμικούς κανόνες, δηλαδή όσες διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης απέκτησαν εθιμική ισχύ ή κωδικοποίησαν προϋπάρχον υφιστάμενο εθιμικό δίκαιο.

Είναι πλέον αποδεκτό ότι το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 περί αναστολής και τερματισμού των διεθνών συνθηκών έχει αποκτήσει εθιμική ισχύ.22 Το εν λόγω άρθρο αναφέρει ότι ο θιγόμενος αντισυμβαλλόμενος μπορεί να επικαλεστεί την ουσιώδη παραβίαση (material breach) ως λόγο λήξης/τερματισμού ή αναστολής της συνθήκης. Η τήρηση της κατάπαυσης του πυρός ή η σταδιακή αποκλιμάκωση των εχθροπραξιών είναι sine qua non μιας συμφωνίας ειρήνης. Οι Ταλιμπάν όμως ήδη από τον Μάρτιο του 2020, λίγες μέρες μετά το καλωσόρισμα της Συμφωνίας από το ΣΑ με το ψήφισμα 2513/2020, παραβίασαν τη Συμφωνία αυξάνοντας τις επιθέσεις τους, γεγονός που οδήγησε σε αμερικανικές εναέριες επιθέσεις.23

Τον Απρίλιο και Μάιο του 2020 σημειώθηκαν οι ισχυρότερες επιθέσεις των Ταλιμπάν των τελευταίων πρόσφατων ετών,24 ένα μοτίβο που συνεχίστηκε με υφέσεις και οξύνσεις. Και ο Πρόεδρος Τραμπ και ο Πρόεδρος Μπάιντεν θα μπορούσαν να απεμπλακούν από τη Συμφωνία επικαλούμενοι το άρθρο 60, γιατί υπήρξε θεμελιώδης παραβίαση. Επιπροσθέτως θεμελιώδης παραβίαση υπήρξε και στο θέμα των δια-αφγανικών διαπραγματεύσεων, πολλώ δε μάλλον όταν σύμφωνα με τις travaux préparatoires ο δια-αφγανικός διάλογος, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, ήταν μία από τις κύριες επιδιώξεις των δύο πλευρών. Όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Συμφωνία της Ντόχα είναι και ένα pactum de negotiando. Τα μέρη υποχρεούνται να διαπραγματευτούν καλή τη πίστει25 και τηρουμένων των αναλογιών, γιατί, σύμφωνα με το ICJ, πρέπει να υφίσταται “genuine attempt to engage in discussions” και όχι “mere protests or disputations”.26

Οι Ταλιμπάν δεν έχουν καμία διάθεση για ειλικρινείς συνομιλίες, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τις επιτυχίες τους επί του εδάφους. Για τους ίδιους λόγους οι Πρόεδροι Τραμπ και Μπάιντεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και τον θεσμό των νόμιμων/επιτρεπόμενων αντιμέτρων, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζονται ακόμη και από τη Σύμβαση της Βιέννης του 1969 (βλ. Άρθρο 73) και τα οποία δεν ενέχουν τη χρήση βίας.

Οι συμφωνίες ειρήνης βασίζονται σχεδόν σε απόλυτο βαθμό στην αμοιβαιότητα. Δίχως αυτήν δεν μπορούν να υπάρξουν. Στην αποκεντρωμένη διεθνή έννομη τάξη τα κράτη αποτελούν τους πρώτους judices in causae suae, καθόσον ερμηνεύουν πρώτα αυτά τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, συνεπώς διακριβώνουν μόνα τους τυχόν παραβίασή τους και τελικώς αντιδρούν μέσω μηχανισμών αυτοβοήθειας (δηλαδή αντιμέτρων) όταν θεωρούν ότι τέτοιοι κανόνες έχουν παραβιαστεί. Και, εφόσον πλέον δεν είμαστε στο πεδίο του δικαίου των διεθνών συνθηκών αλλά της διεθνούς ευθύνης, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επικαλεστούν τη ρήτρα exceptio non adimpleti contractus και να μην εφαρμόσουν προσωρινά τη Συμφωνία μέχρι να αναγκαστεί το ευθυνόμενο μέρος να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του, να εγγυηθεί ότι δεν θα την επαναλάβει ή/και να προσφέρει πλήρη επανόρθωση στο μέτρο του εφικτού.

Επιπροσθέτως ο Πρόεδρος Μπάιντεν δεν υποχρεωνόταν στη μη χρήση βίας κατά των Ταλιμπάν. Η παύση των εχθροπραξιών, πολλώ δε μάλλον η σταδιακή, και η αποχώρηση των στρατευμάτων σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται με το Άρθρο 2 (4) του Χάρτη του ΟΗΕ, που ενσωματώνει έναν από τους πλέον θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς δικαίου, την απαγόρευση απειλής ή χρήσης βίας, γιατί αυτή η απαγόρευση υφίστατει μεταξύ κρατών. Ακόμη και στην περίπτωση της προαναφερθείσας θεωρίας του de facto regime/de facto government (την ακολούθησε και η Ανεξάρτητη Διεθνή Ερευνητική Αποστολή στη Σύρραξη στη Γεωργία του Συμβουλίου της Ευρώπης),27 η ευνοϊκή ρύθμιση περί της απαγόρευσης ή απειλής χρήσης βίας αφορά μόνο τα de facto καθεστώτα, που είναι ειρηνικά. Τα ένοπλα κινήματα, που ασκούν αποτελεσματικό έλεγχο επί των συγκεκριμένων εδαφών και άρα αποτελούν ένα de facto καθεστώς —φορέας μειωμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων— όπως οι Ταλιμπάν, δεν μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 2 (4) του Χάρτη όσο διαρκεί η ένοπλη σύρραξη.28

Εντέλει, ακόμη και εάν κανείς θεωρεί τη Συμφωνία της Ντόχα ως soft law, αυτός ο χαρακτηρισμός δεν τη μετατρέπει σε ένα απλό κομμάτι χαρτί άνευ συνεπειών. Οι αντιδράσεις των Προέδρων Τραμπ και Μπάιντεν, στους οποίους δόθηκαν αμέτρητες ευκαιρίες για να την πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων, υποδεικνύουν ότι υφίστανται συνέπειες. Σίγουρα πάντως και οι δύο ήθελαν εναγωνίως την απεμπλοκή των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και σίγουρα επίσης ο Μπάιντεν είναι κατά του nation building. Ήταν από τους λίγους στην κυβέρνηση Ομπάμα που διαφώνησαν και με την επέμβαση στη Λιβύη.

Οι αδυναμίες της Συμφωνίας

Αν και ομολογουμένως έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, όλες οι συμφωνίες ειρήνης δεν είναι ίδιες. Δεν έχουν την ίδια λογική, μορφή και μέρη. Διαφέρουν στις προβλέψεις και τις ρυθμίσεις τους. Υφίσταται ένας πλουραλισμός και μια πολυμορφία. Υπάρχουν συμφωνίες ειρήνης εξαιρετικά λεπτομερείς που προβλέπουν ακόμη και συνταγματικές ρυθμίσεις με τη θέσπιση προσωρινού Συντάγματος (όπως η Συμφωνία Ειρήνης για το Μπουρούντι, ή η Συμφωνία Ειρήνης της Νοτίου Αφρικής), άλλες έχουν ρυθμίσεις που αμνηστεύουν όλους τους συμμετέχοντες στον πόλεμο (όπως η Συμφωνία Lomé του 1999 για τη Σιέρα Λεόνε), άλλες έχουν εγγυητές και παρατηρητές (όπως η Συμφωνία Ειρήνης στην Κολομβία μεταξύ κυβέρνησης και FARC, η οποία αναφέρει την Καθολική Εκκλησία ως εγγυήτρια της Συμφωνίας), άλλες είναι πολυμερείς (όπως η Συμφωνία Ειρήνης του Ντέιτον για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη), άλλες είναι εξαιρετικά αναλυτικές όσον αφορά τη διαδικασία, την εφαρμογή και την επίβλεψή τους (όπως το Lusaka Protocol για την Ανγκόλα) και άλλες βασίζονται σε μια σταδιακή διαδικασία κύκλων διαπραγματεύσεων και συμφωνιών: σύναψη της πρωταρχικής συμφωνίας, εφαρμογή της, έναρξη νέων διαπραγματεύσεων και σύναψη νέας συμφωνίας που θα βασίζεται στην προηγούμενη (όπως είναι η Συμφωνία Ειρήνης του Όσλο μεταξύ Ισραήλ και PLO).

Η Συμφωνία της Ντόχα είναι μια διμερής συμφωνία ειρήνης μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν, η οποία, ενώ προβλέπει τη σταδιακή παύση των εχθροπραξιών, αφήνει το πολιτικό μέλλον του Αφγανιστάν στις καλένδες ενός μελλοντικού δια-Αφγανικού διαλόγου. Σίγουρα δεν ακολουθεί guidelines και standards του ΟΗΕ όσον αφορά τις συμφωνίες ειρήνης, τα οποία και έχουν αναπτυχθεί σταδιακά.29 Βέβαια, δεν υποχρεούται να το κάνει, απλώς είναι μια παρατήρηση που σχετίζεται με την έλλειψη δεσμεύσεων αναφορικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η Συμφωνία της Ντόχα, ώς ένα βαθμό, μοιάζει με τη Διακήρυξη της Τασκένδης του 1999, που συνάφθηκε μεταξύ ενός γκρουπ “six plus two” κρατών (μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα) και στόχευε στην οικοδόμηση ενός πλαισίου συνομιλιών των αντιμαχόμενων πλευρών στον εμφύλιο του Αφγανιστάν. Η διακήρυξη όριζε ότι ,εάν το πρώιμο στάδιο των διαπραγματεύσεων, που προέβλεπε, ήταν επιτυχές, θα οδηγούσε σε παύση των εχθροπραξιών και στην έναρξη άμεσων κύριων συνομιλιών των μερών για τη λύση των ουσιωδών θεμάτων του Αφγανιστάν. Δεν χρειάζεται να θυμίσω ότι η αφέλεια της Διακήρυξης της Τασκένδης δεν απέτρεψε τον πόλεμο του Αφγανιστάν του 2001. Και μιλώ για αφέλεια, γιατί ακριβώς άφησε το μέλλον και την ασφάλεια του Αφγανιστάν στις καλένδες ενός μελλοντικού, στην ουσία αμφιβόλου επιτυχίας, δια-Αφγανικού διαλόγου. Μια αφέλεια που επαναλαμβάνεται και στη Συμφωνία της Ντόχα, θυμίζοντας εν μέρει τη Συμφωνία του Όσλο του 1993, γνωστή ως Declaration of Principles on Interim Self-Government Arrangements (DOP ή Oslo I) που οδήγησε στην Oslo II.

Μόνο που το γεωπολιτικό περικείμενο της Oslo I ήταν εντελώς διαφορετικό. Είχε ήδη συναφθεί συνθήκη ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ το 1979 και η Αίγυπτος είναι ο γίγαντας του Αραβικού Κόσμου, το αποτύπωμα των πράξεών της είναι τεράστιο, οπότε επηρέαζε άμεσα, σχεδόν καθόριζε, και τη στάση της PLO. Από την άλλη, η Ιορδανία, αυτό το μοναδικό σε σταθερότητα χασεμιτικό βασίλειο, βρισκόταν ήδη από το 1987 σε μυστικές ειρηνευτικές συνομιλίες με το Ισραήλ (Peres-Hussein London Agreement) και το 1988 αποκήρυξε τις εδαφικές της διεκδικήσεις στη Δυτική Όχθη. Η Ιορδανία μπορούσε να πιέσει την PLO. Διόλου τυχαία το 1994 ήρθε και η συνθήκη ειρήνης της Ιορδανίας με το Ισραήλ. Επιπροσθέτως, άλλοι σημαντικοί παίχτες της περιοχής όπως η Σαουδική Αραβία μπορεί μεν να μην είχαν συνάψει συμφωνίες ειρήνης με το Ισραήλ, αλλά ήταν στενότατοι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Και πάλι η διαδικασία του Όσλο διεκόπη με τη Δεύτερη Ιντιφάντα και ξεκίνησε η διαδικασία του “roadmap for peace”, που μέχρι στιγμής δεν έχει επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Στην περίπτωση λοιπόν του Αφγανιστάν ποιος θα πιέσει τους Ταλιμπάν; Η Κίνα που είναι έτοιμη να τους αναγνωρίσει ως κυβέρνηση για να λάβει επικερδή κατασκευαστικά συμβόλαια και να συνάψει λεόντειες επενδυτικές συμβάσεις; Το Πακιστάν που τους χρηματοδοτούσε; Το Ιράν που πανηγυρίζει με την κατάσταση; Το Κατάρ; Ή μήπως η Ρωσία; Ποιος θα τους πιέσει να καθίσουν σε ένα τραπέζι ουσιωδών διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση του Αφγανιστάν; Στην πραγματικότητα, κανείς.

Δεύτερη αδυναμία της Συμφωνίας της Ντόχα είναι η απουσία δεσμεύσεων όσον αφορά την προστασία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και μάλιστα οι δεσμεύσεις αυτές θα έπρεπε να είχαν και ένα αποτελεσματικό σύστημα επιτήρησης και ελέγχου του σεβασμού τους, ακόμη και από τρίτα μέρη. Παραδείγματος χάρη, υπάρχουν συμφωνίες ειρήνης που προβλέπουν την επιτήρηση και διαχείριση της αποκατάστασης και επιστροφής των προσφύγων από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Burundi Peace Aggrement, Liberia Peace Agreement, Cotonou Agreement κ.ά.) ή την ίδρυση υβριδικών ειδικών δικαστηρίων (Lomé Agreement), τη διασφάλιση των εκλογών από περιφερειακούς διεθνείς οργανισμούς (Erdut Agreement, General Peace Agreement for Mozambique κ.ά.) ή συμφωνίες ειρήνης που εναποθέτουν τον έλεγχο της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό (Lukasa Protocol κ.ά.). Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί τους Ταλιμπάν σε αυτά τα θέματα; Όμως η Συμφωνία της Ντόχα σιωπά όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κι αυτή η εκκωφαντική σιωπή δημιούργησε και τις κραυγές αγωνίας των ανθρώπων περιμετρικά του αεροδρομίου της Καμπούλ.

Αντί Επιλόγου

Στην περίπτωση του Αφγανιστάν οι ΗΠΑ συμπεριφέρθηκαν όπως ένας ατσούμπαλος γίγαντας στη χώρα με «τους ανθρώπους των έξι ιντσών». Έμειναν μόνο στην πρόοδο της Καμπούλ και ξέχασαν την επαρχία του Αφγανιστάν. Δεν δημιούργησαν επαρκείς συνδέσμους με τις τοπικές κοινωνίες —κοινωνίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους— και βασίστηκαν μόνο στις διαβεβαιώσεις μιας κυβέρνησης που κατέρρευσε σε λιγότερο από δύο εβδομάδες. Δεν είδαν τις αποχρώσεις, ότι οι Ταλιμπάν δεν είναι μόνο θέμα μιας συγκεκριμένης εξτρεμιστικής ερμηνείας του Ισλάμ αλλά και έκφανση μιας φυλετικής/εθνοτικής πλειοψηφίας της χώρας: των Παστούν. Περιορίστηκαν στο nation building, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, πράγμα αδύνατον σε μια χώρα όπου υφίσταται ένας αναχρονιστικός, αλλά ομολογουμένως και πολύχρωμος, φυλετισμός — δεν γίνεται να περιμένεις να εμφανιστεί ο νέος Τόμας Τζέφερσον σε μια χώρα που δεν είχε την ίδια ιστορικοπολιτική πορεία με τη δική σου και δεν πέρασε τους ίδιους κοινωνικούς μετασχηματισμός. Κι αυτό στην ουσία τούς οδήγησε και σε μια τσαπατσούλικη συμφωνία ειρήνης. Βιαστική, δίχως μηχανισμούς ελέγχου και επιτήρησης.

Η αλλαγή θα έρθει, αλλά δεν θα έρθει αύριο. Ίσως ένα μάθημα για μελλοντικές παρόμοιες καταστάσεις θα ήταν η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή της διεθνούς κοινότητας μέσω της διπλωματίας των κρατών, των διεθνών οργανισμών και fora. Η διεθνής κοινότητα, αντλώντας στοιχεία από διαφορετικά κοινωνικά συστήματα και μοντέλα διακυβέρνησης, από τη Δύση μέχρι το Ισλάμ και την πλούσια ασιατική παράδοση, οφείλει να επιδιώξει τη σύνθεση διαφορετικών, συμπληρωματικών ακόμα και αντιθετικών μεταξύ τους ταυτοτήτων, και όχι την ομογενοποίηση των διεθνών σχέσεων στη βάση ενός ενιαίου modus operandi για όλες τις μεταπολεμικές χώρες. Και η κατανόηση της ιστορίας ενός τόπου είναι η αρχή της όλης προσπάθειας.

Ας θυμηθούμε την Ουτοπία του Τόμας Μορ, αυτού του μεγάλου ουμανιστή, θεολόγου και στοχαστή: «Θα μπορούσε να υπάρξει, μόνο εάν κάναμε κάτι για να υπάρξει».

Σημειώσεις

1. Department of Defense, Enhancing Security and Stability in Afghanistan 5-6 (Dec. 2018).

2. Congressional Research Service 2020 Report at 3.

3. Legal Consequences for States of the Continued Presence of South Africa in Namibia (South West Africa) notwithstanding Security Council Resolution 276 (1970), 1971, ICJ Rep 15, 53.

4. Βλ. άρθρο 3: Δεν θίγει (i) τη νομική ισχύ τέτοιων συμφωνιών, (ii) την εφαρμογή επί των συμφωνιών αυτών όλων των κανόνων που θεσπίζονται στην παρούσα Σύμβαση στους οποίους θα υπήγοντο βάσει του διεθνούς δικαίου, ανεξαρτήτως της εν λόγω Συμβάσεως, (iii) την εφαρμογή της Συμβάσεως στις σχέσεις μεταξύ κρατών όταν οι εν λόγω σχέσεις διέπονται από διεθνείς συμφωνίες στις οποίες είναι επίσης μέρη και άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου. Ο όρος «άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου» από μόνος του δεν λέει τίποτα, αλλά παράλληλα λέει και παρά πολλά.

5. Jurisdiction of the Courts of Danzig (1928), PCIJ Rep Series B No 15, 17-18.

6. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Rule of Law in Armed Conflicts project της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου της Γενεύης.

7. Βλ., Hessel Daniel, Shu Julia, and Weiner Sarah, Below the Threshold: The Law Governing the Use of Force Against Non-State Actors in the Absence of a Non-International Armed Conflict, A Report of the Center for Global Legal Challenges, 2015, p. 22.

8. Dapo Akande, When Does the Use of Force Against a Non-State Armed Group trigger an International Armed Conflict and Why does this Matter? (18.10.2016).

9. A. Cassese, International Law, p. 127. SC Neff The Prerogatives of Violence — in Search of the Conceptual Foundations of Belligerents’ Rights, 35 GYIL, (1995), p. 41.

10. Certain German interests in Polish Upper Silesia, Germany v Poland, Merits, Judgment, (1926) PCIJ Series A no 7, ICGJ 241 (PCIJ 1926), 2.

11. Τhe phrase ‘other subjects of international law’ is designed to provide for treaties concluded by: (a) international organizations, (b) the Holy See, and (c) other international entities, such as insurgents, which may in some circumstances enter into treaties. Report of the ILC to the General Assembly, YILC, 1962, vol. II, p 162, para. 8.

12. Βλ. Robin Geiss, Asli Ozcelik.

13. Βλ. Κοινό Άρθρο 3 των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 και Δεύτερο Πρωτόκολλο που εφαρμόζεται στις μη-διεθνείς εσωτερικού χαρακτήρα συγκρούσεις και ιδίως στις εμφύλιές συρράξεις.

14. Rob Mclaughlin, Recognition of Belligerency and the Law of Armed Conflict, Lieber Studies Series, OUP 2020.

15. Christine Bell, 'Peace Agreements: Their Nature and Legal Status' (2006) 100(2) American Journal of International Law 373, 402-407 ('Peace Agreements'); Scott P Sheeran, 'International Law, Peace Agreements and Self-Determination: The Case of the Sudan' (2011), 60(2) International and Comparative Law Quarterly 423; Anthea Roberts and Sandesh Sivakumaran, 'Lawmaking by Nonstate Actors: Engaging Armed Groups in the Creation of International Humanitarian Law' (2012), 37(1), Yale Journal of International Law 107, 143-46; Cindy Wittke, Law in the Twilight: International Courts and Tribunals, the Security Council and the Internationalisation of Peace Agreements between State and Non-State Parties (Cambridge University Press, 2018).

16. Letter Date 31 January 2005 from the Secretary, General addressed to the President of the Security Council, UN Doc S/2005/60 (1 February 2005) annex ('Report of the International Commission of Inquiry on Darfur to the Secretary-General') 55, 172. 55, 174.

17. Lauterpacht, Recognition of Insurgents as a de facto Government (1939), 3, Modern Law Review 1, 4. If the treaty exceeds these functional limits, the third State unlawfully intervenes into the internal affairs of the contested de iure government, see Restatement (Third) of Foreign Relations Law (1987), 203.

18. 27996/06 και 34836/06.

19. Massacres of El Mozote and Nearby Places v. El Salvador, Merits, Reparations and Costs, Judgment, Inter-Am. Ct. H.R. (ser. C) No. 252, para. 284 (Oct. 25, 2012).

20. Prosecutor v. Kallon, Decision on Challenge to Jurisdiction: Lomé Accord Amnesty of 13 March 2004, the Appeals Chamber of the Special Court for Sierra Leone. NO SCSL-2004-15-AR72(E).

21. Antonio Cassese, The Special Court and International Law: The Decision Concerning the Lomé Agreement Amnesty, JICJ 2 (2004), Oxford University Press, 1130-1140.

22. Ενδεικτικά: Malcolm N. Shaw, International Law; Lord McNair, The Law of the Treaties; Lindsay Moir, The Law of Internal Armed Conflict; Antonio Cassese, The Status of Rebels Under the 1977 Geneva Protocol on Non-international Armed Conflicts κλπ.

23. Najim Rahim & Mujib Mashal, Taliban Ramp Up Attacks on Afghans After Trump Says “No Violence,” N.Y. Times (Mar. 4, 2020).

24. Mujib Mashal, Taliban Ramp Up Attacks Even as Coronavirus Spreads in Afghanistan, N.Y. Times (Apr. 24, 2020); Susannah George, Afghanistan's Civilian Casualties Rise Following U.S.-Taliban Deal, Wash. Post (May 19, 2020); Ryan Browne & Kylie Atwood, Afghan President Orders Resumption of Offensive Operations Against the Taliban in Blow to Trump's Deal, CNN (May 12, 2020).

25. M. Akehurst, Treaties, Termination, EPIL 7 (1984), 507-10; P. Malanczuk, Some Basic Aspects of the Agreements between Israel and the PLO from the Perspective of International Law, 7 EJIL. 485 (1996).

26. Βλ. Απόφαση Γεωργία κατά Ρωσίας. Application of International Convention on Elimination of All Forms of Racial Discrimination (Geor. v. Russ.), Preliminary Objections, 1, 30 (Apr. 1 2011), Geor. v. Russ., 2011 I.C.J., 156-59.

27. Independent International Fact, Finding Mission on the Conflict in Georgia, Vol II, September 2009, at 147, last accessed 23 September 2013.

28. R. Wolfrum, C. E. Phillip, The Status of the Taliban: Their Obligations and Rights under International Law, Max Planck UNYB 6 (2002).

29. Βλ. The rule of law and transitional justice in conflict and post-conflict societies (UN Doc. S/2004/616), Report of the Panel on United Nations Peace Operations (UN Doc. A/55/305–S/2000/809).

[ Πηγή φωτογραφίας ]