Από την πλαϊνή πόρτα
Μου αρέσει —κι αν δεν το επιδιώκω, πάντως δεν προσπαθώ να το αποφύγω— η γνωριμία μου με έναν συγγραφέα να ξεκινά από κάποιο δευτερεύον έργο του, από κάποιο ιδιότυπο ενδεχομένως κείμενό του, από ένα βιβλίο που δεν περιλαμβάνεται στον κανόνα των σημαντικών του έργων ή ακόμα κι από κάποια γραπτά του που δεν προορίζονταν καν από τον ίδιο τον συγγραφέα για δημοσίευση — ημερολόγια, επιστολές, σημειωματάρια, προσχέδια, τέτοια πράγματα. Έχω πάντα την πεποίθηση, που τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται σωστή, ότι με αυτόν τον τρόπο, από την πλαϊνή, σαν να λέμε, πόρτα, θα προσεγγίσω καλύτερα τον συγγραφέα και θα διαβάσω με μεγαλύτερη απόλαυση και ωφέλεια, καλύτερα προετοιμασμένος, τα σημαντικά του έργα, αυτά δηλαδή που αποτελούν και την αιτία για την οποία ενδιαφερόμαστε για τα υπόλοιπα, για τα δευτερεύοντα έργα, τα οποία σε διαφορετική περίπτωση δεν θα έβλεπαν ποτέ, ενδεχομένως, το φως της δημοσιότητας.
Δεν υποστηρίζω, βέβαια, ότι το «Γράμμα σε έναν νέο ποιητή» της Βιρτζίνια Γουλφ ή το δοκίμιό της «Για την άγνοια των αρχαίων ελληνικών», παραδείγματος χάριν, είναι σημαντικότερα από τα μυθιστορήματά της. Απολαυστικά, πνευματώδη και καλογραμμένα οπωσδήποτε, σε καμία περίπτωση όμως σπουδαιότερα από τα «Κύματα» ή την «Κυρία Ντάλαγουεϊ». Χαίρομαι όμως που διάβασα πρώτα αυτά και νομίζω πως, ακόμη και αν τα δευτερεύοντα έργα της δεν με διευκόλυναν με κάποιον απτό τρόπο να εισέλθω στον κόσμο της μυθοπλασίας της, το γεγονός και μόνο ότι βρήκα εκεί μιαν (αρκετά γνωστή εξάλλου) φράση περί ανάγνωσης που αμέσως απομνημόνευσα και υιοθέτησα ήταν αρκετό για να οδηγηθώ με τις καλύτερες προσδοκίες και με τη θετικότερη διάθεση στα βιβλία της και να τα διαβάσω διεισδυτικότερα.
Ο λόγος που διάλεξα ως πρώτο παράδειγμα τη Βιρτζίνια Γουλφ για να εξηγήσω τι ονομάζω πλαϊνή πόρτα ήταν ακριβώς για να έχω την ευκαιρία να αντιγράψω αυτή τη φράση της, πράγμα που αμέσως τώρα θα κάνω και θα συνεχίσω πιο κάτω με άλλες ερεθιστικές, ελπίζω, περιπτώσεις:
Ονειρεύομαι μερικές φορές πως, τουλάχιστον όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης, και τότε όλοι οι σπουδαίοι κατακτητές, οι δικηγόροι, οι πολιτικοί καταφτάσουν για να παραλάβουν τα έπαθλά τους, τα στέμματά τους, τις δάφνες τους και τα ονόματά τους σκαλισμένα ανεξίτηλα πάνω σε άφθαρτο μάρμαρο, τότε ο παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, με κάποιο ίχνος ζήλιας, όταν θα μας δει να καταφθάνουμε με τα βιβλία μας στα χέρια, «Ιδού κάποιοι που δεν χρειάζονται κανένα έπαθλο. Τίποτα φυσικά δεν μπορούμε να τους απονείμουμε εδώ. Αυτοί λατρέψανε το διάβασμα».
Έτσι, λοιπόν, για να μείνουμε λίγο ακόμη στον χώρο της βιβλιοφιλίας, πρώτα διάβασα την εφηβική «Βιβλιομανία» και τα «Γράμματα του Φλομπέρ από την Ελλάδα», όπου, έφηβος εγώ τότε, συνάντησα και συγκράτησα κάποιες ενδιαφέρουσες περιγραφές του γυναικείου στήθους και των γυναικείων οπισθίων, ύστερα το «Λεξικό των κοινών τόπων» και πολύ αργότερα έπιασα στα χέρια μου κάποιο από τα σπουδαία μυθιστορήματά του κι ενώ είχε ήδη μεσολαβήσει η ανάγνωση του έξοχου και πανέξυπνου μυθιστορήματος του Τζούλιαν Μπαρνς, «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ». Μετά από αυτά, δεν είναι νομίζω παράξενο που η «Μαντάμ Μποβαρί» και το «Μπουβάρ και Πεκισέ» περιλαμβάνονται σταθερά μεταξύ των πιο αγαπημένων μου βιβλίων. Έτσι και με τον Μούζιλ: προηγήθηκαν τα «Κατάλοιπα ζωντανού συγγραφέα» και το «Περί βλακείας» για να ακολουθήσουν, όταν ήρθε η ώρα τους, οι «Αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες» και ο «Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες». Το ίδιο και με τον Νίκο Καχτίτση, του οποίου το πρώτο βιβλίο που θέλησα να διαβάσω, και ενώ είχα στη διάθεσή μου εκείνο τον καιρό όλα του τα έργα, δεν ήταν ο «Ήρωας της Γάνδης» ή ο «Εξώστης», αλλά η «Περιπέτεια ενός βιβλίου», στο οποίο ο συγγραφέας αφηγείται τις δυσκολίες που συνάντησε για την έκδοση του «Εξώστη».
Πολλές φορές η ανάγνωση ενός τέτοιου περιθωριακού, ας το πούμε, βιβλίου (τα ποιήματα του Νόρμαν Μέιλερ, για παράδειγμα), ακόμη κι αν γίνεται με τη λογική σειρά, ακολουθεί δηλαδή και δεν προηγείται της ανάγνωσης των κύριων έργων ενός συγγραφέα (των μυθιστορημάτων «Οι στρατιές της νύχτας» και «Οι γυμνοί και οι νεκροί»), μπορεί κάποιες φορές να αλλάξει εντελώς την αντίληψή μας γι’ αυτόν τον συγγραφέα, να μας κάνει να θεωρήσουμε το έργο του από μία διαφορετική οπτική γωνία που να είναι και η πιο ενδεδειγμένη. Θεωρώ φέρ’ ειπείν την ανάγνωση των «Μαθημάτων φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο» του Γκομπρόβιτς μία εξαιρετική εισαγωγή (ή αλλιώς έναν εξαιρετικό υπομνηματισμό) στο έργο του Πολωνού συγγραφέα, μιας και εκεί πραγματεύεται θεωρητικά και αφηρημένα τα σημαντικότερα ζητήματα που τον απασχόλησαν στα μυθιστορήματά του: την ανωριμότητα και την έννοια της μορφής και τα μεγάλα θέματα του υπαρξισμού (τη δημιουργία του εαυτού, την ελευθερία, την αγωνία, το παράλογο), και όλα αυτά με έναν διάχυτο ειρωνικό τόνο, που εκβάλλει απευθείας στα μεγάλα μυθιστορήματά του.
Το ίδιο θα έλεγα ότι ισχύει για κάθε βιβλίο αυτού του είδους, ημερολόγια, σημειωματάρια, πάρεργα, αλληλογραφία, κατάλοιπα, όπως και μικρότερης σημασίας δημοσιευμένα από τον ίδιο τον συγγραφέα έργα: μας αποκαλύπτουν —από ποικίλες οδούς και με διάφορους τρόπους— την προσωπικότητα και τις επιδιώξεις του δημιουργού τους και μας βοηθούν να διαβάσουμε και να κατανοήσουμε το συνολικό του έργο πολύ πιο άμεσα από όσο το κάνουν τα αναγνωρισμένα έργα της μυθοπλασίας ή τα ποιήματά του, χωρίς την πίεση —ίσως αυτό να είναι— που αναπόφευκτα ασκείται επάνω μας κατά την πρώτη επαφή με ένα αναγνωρισμένο (από τους αιώνες, από τους κριτικούς, από τους αναγνώστες) αριστούργημα. Πόσο μάλλον που η επαφή με ένα έργο τέτοιου μεγέθους, τον «Οδυσσέα» του Τζόις, τον «Υπόγειο κόσμο» του ΝτεΛίλλο, τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι, τις «Ελεγείες του Ντουίνο» του Ρίλκε, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν, απαιτεί βαθιά προετοιμασία εκ μέρους του αναγνώστη. Δεν εισέρχεται κανείς σε αυτά τα βιβλία απλώς ανοίγοντάς τα στην πρώτη τους σελίδα· ούτε εξέρχεται ίδιος από αυτά — και σίγουρα δεν εξέρχεται από αυτά κλείνοντας την τελευταία τους σελίδα. Εξάλλου, ισχύει και γι’ αυτά η αποστροφή του Τζορτζ Στάινερ:
Η ανάγνωση του Σαίξπηρ και του Χέλντερλιν αποτελεί, κυριολεκτικά, προετοιμασία για την ανάγνωσή τους.
Υπάρχει φυσικά πάντα ο κίνδυνος (για τον αγύμναστο κυρίως αναγνώστη) να παρασυρθούμε από τα προσωπικά ή δευτερεύοντα αυτά γραπτά και να τα εξισώσουμε με τα αναγνωρισμένα έργα ενός συγγραφέα. Να νομίσουμε δηλαδή ότι το «Μίλησε, μνήμη» του Ναμπόκοφ (ακόμα και αυτό που είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία) ή «Το πρωτότυπο της Λώρας» (ας γελάσω!) είναι εξίσου σημαντικά με τη «Λολίτα» ή τη «Χλομή φωτιά». Σε καμία περίπτωση προφανώς. Πιθανότατα δεν θα τα διαβάζαμε καν αν δεν τα είχε γράψει ο ίδιος συγγραφέας. Μα κάτι μου λέει πως μόνο αν τα διαβάσουμε θα είναι ολοκληρωμένη η απόλαυση, και σίγουρα πιο ουσιαστική η ωφέλεια από την ανάγνωση των υπολοίπων έργων του συγγραφέα.
Εγώ αυτό κάνω.