Από την πυρά, στα ψυχιατρεία του Σοσιαλισμού

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Από την πυρά, στα ψυχιατρεία του Σοσιαλισμού

Το φετινό καλοκαίρι οι Εκδόσεις Ίκαρος μάς χάρισαν στα ελληνικά σε εξαιρετική μετάφραση του Κώστα Τσίβου μια σημαντική επιτυχία τής πολύ σύγχρονης τσέχικης λογοτεχνίας: το πολυβραβευμένο μυθιστόρημα της Kateřina Tučková, «Οι θεές της Ζίτκοβα». Στην Ελλάδα, με εξαίρεση το έργο των Kafka, Kundera, Rilke και Klima, έχουμε γνωρίσει αποσπασματικά μόνο κάποια έργα Τσέχων λογοτεχνών, όπως των Jan Neruda και του Hašek από τον 19ο αιώνα, των Čapek και Seifert από το πρώτο μισό του 20ού, και των Hrabal, Kohout, Havel, και της μοναδικής γυναικείας παρουσίας, της Květa Legatova, στα χρόνια που ακολούθησαν. Μεμονωμένα, λοιπόν, και αποσπασματικά, παρά το ειδικό βάρος που έχουν στην παγκόσμια λογοτεχνία. Με τις «Θεές της Ζίτκοβα» έχουμε για πρώτη φορά την ευκαιρία να γνωρίσουμε έργο νεότερου εκπροσώπου, και μάλιστα έργο γυναίκας συγγραφέως. Αυτό από μόνο του είναι μια γιορτή.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που διεισδύει συγχρόνως τόσο στην ιστορία, όσο και στην εθνογραφία της Τσεχίας, αναφερόμενο σε ένα θέμα που απασχόλησε αιώνες τώρα την εκκλησία, την κοινωνία αλλά και το ίδιο το κράτος. Θα μας ταξιδέψει στα άδυτα των θεών!

Hexen τις λένε οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί, και είναι οι απόγονοι των μαγισσών του Μεσαίωνα, που στην πλειοψηφία τους, κυνηγημένες από την εκκλησία, κατέληξαν στην πυρά ή στα ικριώματα. Γυναίκες με κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες, μέσω των οποίων πιστευόταν ότι μπορούσαν να γιατρέψουν ζώα και ανθρώπους, ν’ απομακρύνουν θύελλες, να προβλέψουν το μέλλον. Μεσολαβήτριες μιας διαδικασίας παρακλήσεων προς τον Θεό για την πραγματοποίηση μιας συγκεκριμένης επιθυμίας, ο κόσμος τις ονόμαζε θεές, εκτός κι αν δεν τους άρεσαν τα θεοτικά που έκαναν, οπότε, απαξιωτικά, τις έλεγαν μάγισσες.

Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι η Ντόρα Ιντέσοβα, απόγονος ή ίδια μιας θεάς, που μεγάλωσε μαζί με τον αδελφό της Γιάκοουμπ δίπλα στη θεία Σούρμενα, μάγισσα κι αυτή, που προσέφερε τις υπηρεσίες της στην ευρύτερη περιοχή.

Όταν ήταν μικρή [η Ντόρα] νόμιζε πως το να είσαι θεά δεν είναι παρά ένας ακόμη τρόπος να βγάζεις τον επιούσιο. Ότι οι γυναίκες διαιρούνται στις θείες που δουλεύουν στο ταχυδρομείο ή στο μαγαζί, στις θείες που αρμέγουν και ταΐζουν τις αγελάδες του αγροκτηνοτροφικού συνεταιρισμού και σε αυτές που ασκούν τα θεοτικά.

Με την επιρροή που της ασκούν τόσο το σχολείο όσο και το ευρύτερο περιβάλλον στο χωριό, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους κατοίκους είναι πελάτες της θείας της, αρχίζει να έχει σοβαρές αμφιβολίες για την αξία που κρύβεται κάτω από αυτές τις απαγορευμένες ιατρικές πρακτικές. Όσο κι αν η θεία προσπαθεί να της εξηγήσει πως «η αρρώστια του σώματος είναι αρρώστια της ψυχής, και πως αυτό δεν το λαμβάνουν υπόψη οι γιατροί», πως με την πίστη στο Θεό και με τη βοήθεια διάφορων βοτάνων καταφέρνει η ίδια να θεραπεύει διάφορα χτικιά ώστε οι πελάτες της να «ξεφορτώνονται» τον πόνο τους, η Ντόρα απομακρύνεται όλο και περισσότερο. «Προκαταλήψεις!» Επαναλαμβάνει. «Στον 20ό αιώνα δε γυρνάνε τελώνια στα βουνά, τους ταξιδιώτες δεν τους ξεγελούν ξωτικά και οι μαύρες γάτες δε φέρνουν ατυχία».

Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στα ορεινά της Μοραβίας, στα σύνορα με τη Σλοβακία. Η περιοχή, μια ομάδα διάσπαρτων χωριών στις πλαγιές των Λευκών Καρπαθίων, ονομάζεται Κοπανίτσα. Ο κόσμος βρίσκεται στα όρια της φτώχιας και η αγραμματοσύνη κυριαρχεί. «Τους ρυθμούς της ζωής ορίζει η καθολική εκκλησία και τη ροή του χρόνου καθορίζουν τα λαϊκά έθιμα».

Τα χρόνια περνούν, η Ντόρα μπαίνει στην εφηβεία —σε μια χώρα που βρίσκεται κάτω από το σοσιαλιστικό καθεστώς— και ξαφνικά, εντελώς ανεξήγητα, η θεία Σούρμενα βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Κατηγορείται ως απατεώνισσα και «πρώην άνθρωπος», άτομο δηλαδή εχθρικά διακείμενο προς το καθεστώς. Με την ανυπόστατη κατηγορία της συνεργίας σε άμβλωση, συλλαμβάνεται σαν φόνισσα, αλλά και για πράκτορας της μικροαστικής τάξης, που υποσκάπτει το κύρος της Δημοκρατίας…

Με τη σύλληψη της θείας, η ανήλικη ακόμα Ντόρα θα κλειστεί σε ορφανοτροφείο, ενώ ο επίσης ανήλικος αδελφός της, που γεννήθηκε με διανοητική και σωματική αναπηρία, θα μπει σε ίδρυμα. Η θεία Σούρμενα μεταφέρεται σε τρελάδικο και υποβάλλεται σε φαρμακευτική αγωγή που σύντομα θα την οδηγήσει στον θάνατο. Η Ντόρα επαναστατεί. Δεν έχει δεχτεί ποτέ πως η θεία της ήταν απατεώνας ή τρελή και καίγεται να μάθει την αλήθεια. Να μάθει ποιος και τι είναι υπεύθυνοι για όσα τράβηξε.

Φοιτήτρια πια, στα χρόνια μετά τη Βελούδινη Επανάσταση και την αλλαγή του σοσιαλιστικού καθεστώτος, αποφασίζει να εκπονήσει την πτυχιακή της με θέμα τις θεές της Ζίτκοβα, έχοντας στόχο να ερευνήσει τα αρχεία της περιοχής για όσα αφορούν τον πνευματικό πολιτισμό στην Κοπανίτσα της Μοραβίας. Ψάχνει με πάθος και καταφέρνει να φτάσει αρκετά πίσω, στην εποχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τότε που η Μοραβία ήταν προτεκτοράτο της ναζιστικής Γερμανίας, μια εποχή που θα αφήσει παράξενα ίχνη στα χωριά της Κοπανίτσα. Μέσα από τα αρχεία η Ντόρα αντιλαμβάνεται πως για συγκεκριμένους λόγους κάποιοι προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν τη Σούρμενα. Ήταν η θεία συνεργός των Γερμανών; Στους φακέλους των αναφορών, ανακαλύπτει την πεποίθηση πως στα χωριά της περιοχής υπάρχει θύλακας αυτόχθονου γερμανικού πληθυσμού, πως οι πρακτικές των ντόπιων γυναικών —των θεών— τεκμηριώνουν την ύπαρξη ιχνών αρχαίας γερμανικής γνώσης και πως τα έθιμα τους πηγάζουν από τα γερμανικά. Πως, ακόμα, είχαν γλωσσικές ιδιαιτερότητες που προσομοίαζαν στα γερμανικά, ενώ τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων ήταν Άρια, με δολιχοκέφαλο κρανίο. Εκεί, η Πέμπτη γιορτάζεται ως ιερή μέρα σαν να είναι Κυριακή, χωρίς να θυμάται κανείς από πού προέρχεται αυτό το έθιμο. Όμως αυτό, λένε οι ναζιστές μελετητές, είναι κατάλοιπο της αρχαία γερμανικής κοινωνίας, όταν η Πέμπτη ήταν μέρα αφιερωμένη στον Ντόναρ, θεό του κεραυνού και της αστραπής, και που από τότε η συγκεκριμένη μέρα στα γερμανικά ονομάζεται Donnerstag.

Η θεία πέφτει θύμα των πληροφοριοδοτών της κρατικής ασφάλειας, της διαβόητης StB. Οι συνεργοί της είναι ένας κόσμος χωρίς συμπόνια, όπου οι άνθρωποι μπορούν να συντάσσουν απρόσωπες υπηρεσιακές εκθέσεις και αναφορές ολότελα ψεύτικες ή υπερβολικές. Στις εκθέσεις αναφέρεται πως η Σούρμενα με τις δραστηριότητές της έκλεβε τη δημόσια περιουσία και υπονόμευε το σοσιαλιστικό καθεστώς. Κατατάσσεται σαν άτομο με ψυχωτικές διαταραχές και αντιμετωπίζεται σαν τέτοιο μέχρι την τελική εξόντωσή της.

Όσο διεισδύει στα βάθη των αρχείων η Ντόρα, τόσο πείθεται για την αθωότητα της θείας της και τόσο πεισμώνει και θέλει να αποκαταστήσει τις δραστηριότητές της. Όμως και η ίδια είναι απόγονος θεάς. Πέρα από την αποκατάσταση της θείας λοιπόν, κατά βάθος ψάχνει να μάθει και τη δική της τύχη. Ποια θα είναι η δική της μοίρα άραγε; θα μπορέσει να την προστατεύσει το φυλαχτό που της χάρισε η θεία Σούρμενα; Ή όλα πράγματι είναι μόνο προκαταλήψεις; Είναι η ανθρώπινη πίστη, από μόνη της, τόσο ισχυρή, όπως της έλεγαν οι θεές;…

Η συγγραφέας Kateřina Tučková, έχοντας μελετήσει με σεβασμό και επάρκεια δεκάδες αρχεία και επιστημονικά περιοδικά της Μοραβίας, της Σλοβακίας και του Πόζναν της Πολωνίας, μας αποκαλύπτει την εξαιρετική οργάνωση που υπήρχε στην Τσεχία και Σλοβακία ήδη πολύ πριν από την εποχή της ίδρυσης της Δημοκρατίας. Αρχεία που εξακολουθούν να υπάρχουν και να είναι διαθέσιμα στους πολίτες.

Μερικές αναφορές σε έθιμα που μας θυμίζουν αντίστοιχα παλιότερα δικά μας είναι εντυπωσιακές. Για παράδειγμα, η Ντόρα φροντίζει να εναποθέσει δυο κέρματα στα μάτια του νεκρού πατέρα της, για να ’χει να πληρώσει τον Χάρο, ενώ βεβαιώνεται πως το φέρετρο θα βγει από την πόρτα του σπιτιού με τα πόδια μπροστά. Σημειώνω επίσης τη δοξασία πως η ψυχή του τελευταίου νεκρού που θάφτηκε κρατά σκοπιά στο νεκροταφείο μέχρι να πεθάνει ο επόμενος και πως όλοι θέλουν να αποκτήσουν το σκοινί του κρεμασμένου γιατί όποιος το έχει στην κατοχή του δεν χάνει καμιά δίκη…

Οι «Θεές της Ζίτκοβα» μου κράτησαν υπέροχη συντροφιά, και μου έμαθαν παράλληλα ενδιαφέροντα πράγματα για την ιστορία, τις παραδόσεις και τα έθιμα στην Τσεχία. Είμαι σίγουρη πως θα τις αγαπήσετε κι εσείς.