Από τον μακαρθισμό στον άλλο κόσμο
Αυτό που λέγεται ότι θέλησε πολύ ο Ντάλτον Τράμπο ήταν να δει το όνομά του γραμμένο πάνω σε ένα Όσκαρ (τα Όσκαρ που πήρε για τα σενάρια των φιλμ «Διακοπές στη Ρώμη» και «Ο Ατρόμητος» αναφέρουν το ψευδώνυμο με το οποίο έγραφε, καθώς ήταν στη μαύρη λίστα ελέω μακαρθισμού). Το ίδιο περίπου ισχύει και για τους ανθρώπους που έφτιαξαν αυτό το φιλμ για να μας πουν την ιστορία της ζωής του. Δεν το λέω για να αμφισβητήσω τον έξοχο Μπράιαν Κράνστον ή τους άλλους καλούς ηθοποιούς που παίζουν διάσημα πρόσωπα από το παρελθόν του Χόλιγουντ (ειδικά ο Κρίστιαν Μπέρκελ είναι υπέροχος ως Ότο Πρέμινγκερ). Αλλά η προχειροδουλειά του Τζον Μακναμάρα στο σενάριο οδηγεί τον σκηνοθέτη Τζέι Ρόουτς να επιλέξει μία όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη δραματοποίηση της εποχής του μακαρθισμού και της μαύρης λίστας, στην ουσία υπονομεύοντας τον ισχυρισμό του ίδιου του Τράμπο ότι «τον καιρό εκείνο δεν υπήρχαν στο Χόλυγουντ ούτε ήρωες ούτε κακοί, μόνο τραγικά πρόσωπα». Όπως και το προπέρσινο «Argo» —που το θυμήθηκα γιατί κι εκεί ο Τζον Γκούντμαν έπαιζε έναν άξεστο παραγωγό—, το «Τrumbo» είναι ένας χαιρετισμός στη δύναμη των ταινιών και στην εφευρετικότητα των ανθρώπων πίσω από τις κάμερες, αλλά αν μη τι άλλο είναι πραγματικά πολύ λιγότερο επιτυχημένο από το φιλμ του Μπεν Άφλεκ. Σε αντίθεση με το «Καληνύχτα και καλή τύχη», το οποίο αντιγράφει σε πολλαπλές περιπτώσεις, το «Trumbo» δεν καταφέρνει να συνδέσει πειστικά το πείσμα του ήρωα με μια συγκεκριμένη άποψη ή κοσμοθεωρία (όταν η κόρη του ζητά από τον Ντάλτον να της εξηγήσει τον κομουνισμό, αυτός της λέει ότι είναι τόσο απλός όσο το να μοιράζεσαι ένα σάντουιτς). Λίγο-λίγο, η ψυχαγωγική αξία της ταινίας περιορίζεται σε μια παρέλαση εικονικών προσωπικοτήτων, τα ονόματα και τα επιτεύγματα των οποίων καταγράφονται και αναφέρονται δεόντως (έτσι, για να είμαστε ασφαλείς ότι δεν θα δυσαρεστηθεί κανένας). Δεν μπορεί να θεωρηθεί σπουδαίο επίτευγμα το να κάνεις τους σύγχρονους, κοσμοπολίτες θεατές να αισθάνονται ανώτεροι από τις προκατειλημμένες συντηρητικές ορδές του παρελθόντος. Ενώ ο ηρωισμός και η προσήλωση του Ντάλτον Τράμπο στις αρχές του είναι αναμφισβήτητα (περιγράφονται πολύ πιο πειστικά στο ντοκιμαντέρ του Τζον Μπέρι ,«The Hollywood Ten»), το φιλμ «Trumbo» δίνει μια εντελώς επιφανειακή και καθόλου δουλεμένη αίσθηση όλου αυτού.
Αλλαγή σκηνικού: Η Μιζούκι είναι μια νεαρή δασκάλα πιάνου. Ένα βράδυ ο Γιουζούκε, ο σύζυγός της που εξαφανίστηκε πριν από τρία χρόνια, εμφανίζεται από το πουθενά στο διαμέρισμά τους. Τη διαβεβαιώνει ότι είναι νεκρός και την καλεί να πάνε ένα ταξίδι για να της δείξει τα ωραία μέρη και τους ανθρώπους που του φέρθηκαν με καλοσύνη στη μακρά διαδρομή του μέχρι να γυρίσει πίσω σ’ αυτήν. Το ταξίδι δεν είναι μόνο ένας στοχασμός πάνω στη θνητότητα αλλά και ένας προβληματισμός πάνω στον γάμο τους. Το «Ταξίδι στην Άλλη Όχθη» του Κουροσάβα Κιγιόσι αντλεί την έμπνευσή του από την παράδοση των «κάινταν» (ιαπωνικές ιστορίες φαντασμάτων). Γενικά μιλώντας, οι ιστορίες φαντασμάτων είναι πιο αποτελεσματικές σε συναισθηματικό επίπεδο όταν μετακαλούν αισθήματα ενοχής και λύπης για τις χαμένες ευκαιρίες. Εξαλείφοντας τη διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου, χρησιμοποιούν το παράξενο για να εκφράσουν βαθιά ριζωμένα ή καταπιεσμένα αισθήματα. Η Μιζούκι αναδομεί τον νεκρό σύζυγό της από μνήμες, εσώτερες σκέψεις και φαντασιώσεις. Ωστόσο, σε αντίθεση ας πούμε με τον Κρις στο «Solaris», ο οποίος αφού αντίκρισε το ομοίωμα της νεκρής συζύγου του καταλήφθηκε από τύψεις και από ένα είδος «αναστημένης» αγάπης, η ιστορία της Μιζούκι δεν αποπνέει μια αντίστοιχη ηθική ή βιογραφική πολυπλοκότητα. Εν τω μεταξύ, ο χαλαρός ρυθμός και τόνος κάνει το φιλμ τόσο διάχυτο και διαφανές, που τα λεπτότερα σημεία της ιστορίας μένουν κρυμμένα, θολά. Αυτό που προσδίδει στο «Ταξίδι στην Άλλη Όχθη» μια αυθεντικότητα και έναν κάποιο πλούτο είναι ο τρόπος που επιτρέπει στις ταραγμένες μνήμες να αντικατοπτρίζονται μέσα από το φως, το χρώμα, τους άδειους χώρους και τη σιωπή, σαν αντηχήσεις μέσα στις δυνάμεις της φύσης. Στο τέλος, το πραγματικό φάντασμα είναι ο ίδιος ο φιλμικός χώρος.