Απολαμβάνοντας τη γραφή
Το να ξέρεις τι έχει κάνει ένα πρόσωπο και ποιος είναι πραγματικά κάποιος είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα...
Δύσκολα διαβάζω λογοτεχνία πλέον, η ιστορία έχει κυριαρχήσει στα αναγνώσματά μου, τα αστυνομικά —συνήθως τα πολύ νουάρ και polar— είναι η αποφόρτιση και η αποθεραπεία μου. Τα ιστορικά μυθιστορήματα είναι μια εξαίρεση: Ρονκαλιόλο, Λάρσον, Παδούρα, Βέλικιτς, αλλά και οι πιο συγχρονικοί όπως ο Μάρα για να δώσω ένα στίγμα. Ευτυχώς υπάρχουν πάντα καλοί φίλοι. «Διάβασε τα “Έθιμα ταφής”», ακούστηκε η φωνή που δεν δέχεται αντιρρήσεις. Το έπιασα, ευτυχώς λίγο πριν έρθει η συγγραφέας στην Ελλάδα: υποβλητικό, μυστήριο, σκληρό και μακάβριο, είναι μια αφήγηση για τον δρόμο μιας Ισλανδής τον 19ο αιώνα προς τον θάνατο αφού έχει καταδικαστεί για τον φόνο δύο αντρών. Μια μακρά θαυμάσια ιστορία, μια έξοχη αφήγηση ενίοτε σε τρίτο ή πρώτο πρόσωπο, ένα λογοτεχνικό στολίδι. Δεν ξέρεις αν πρέπει να θαυμάσεις την υπέροχη αξιοποίηση της ιστορίας ή τις λογοτεχνικές αρετές. Όλα μαζί συνθέτουν ένα έργο από αυτά που πιάνεις το βιβλίο και θέλεις με αυτό να κλείσεις την ημέρα σου.
Πώς όμως μια 33χρονη Αυστραλή έχει γράψει από τα 28 της μια τέτοια ιστορία για την Ισλανδία του 19ου αιώνα στην οποία βρέθηκε μάλλον κατά λάθος, όπως η ίδια αποκάλυψε στην παρουσίαση του βιβλίου της. Πώς συγκρότησε ένα τόσο υπέροχο βιβλίο;
Θεωρίες συνωμοσίας υπάρχουν και στα βιβλία, όχι μόνο στην πολιτική. Και, επειδή η περιέργεια μπορεί να σκότωσε τη γάτα αλλά βοηθά και να γνωρίσουμε καλύτερα τους συγγραφείς, αποφάσισα να πάω να την ακούσω στο Public, στην παρουσίαση του Ικάρου που εκδίδει τα βιβλία της. Τρίτη, 9 το βράδυ: μα ποιος κάνει παρουσιάσεις τέτοια ώρα; Πού να είναι οι ωραίες μίζερες παρουσιάσεις ιστορικών βιβλίων νωρίς το απόγευμα, που όλοι γνωριζόμαστε, που οι ίδιοι καθηγητές μονοπωλούν τα πάνελ, που για να κάνεις μια ερώτηση πρέπει να το σκεφτείς είκοσι φορές, και που στο τέλος υπάρχει χύμα τσίπουρο ή κρασί της παρέας σε ασκό που συνοδεύουν χειροποίητα τυροπιτάκια, σκεπασμένα με αλουμινόχαρτο;
Σιγά, πόσοι να έχουν έρθει να την ακούσουν; σκεφτόμουν ανεβαίνοντάς την κυλιόμενη σκάλα στο πλάι μιας ευγενέστατης και αρχοντικής ηλικιωμένης κυρίας. Μπαίνοντας όμως στην αίθουσα και αντικρίζοντας βέβαια πάνω από τριακόσια άτομα, κυρίως γυναίκες, με έπιασε η αγοραφοβία μου, αυτή που δεν θέλεις να μιλάς σε κανέναν, που στάλες ιδρώτα αρχίζουν να κυλάνε χωρίς λόγο, που θεωρείς ότι μικρά εγκεφαλικά σε χτυπάνε απ’ όλες τις πλευρές.
Η ευγενική χορηγία μιας καρέκλας σε καλό πλασάρισμα δεν βοήθησε την κατάσταση· αντίθετα, ανέβασε το άγχος και τις υπόγειες αυτοερωτήσεις χωρίς κανένα νόημα. Τι να είναι όλοι αυτοί; Σιγά μην έχουν διαβάσει για μια Ισλανδή που την εκτέλεσαν τον 19ο αιώνα. Μήπως είναι Αυστραλοί που μένουν στην Ελλάδα και ήρθαν για κερκίδα; Αυτά και άλλα λογικοφανή για εκείνη τη στιγμή επιχειρήματα κατέκλυσαν τη σκέψη μου. Τι κι αν οι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους κρατούσαν το βιβλίο στα χέρια τους, καθώς και το νέο της που μόλις είχε κυκλοφορήσει; Δεν μ’ έπειθαν. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για μια συνωμοσία Αυστραλίας και Ισλανδίας με σκοπό την προώθηση της συγγραφέως.
Ώσπου να ξεκινήσει η συζήτηση, η θεωρία μου ήταν εξαιρετική και τεκμηριωμένη· μέχρι που γινόταν και ένα σούπερ πολιτικό θρίλερ.
Η πρώτη ανατροπή της καλοσχηματισμένης θεωρίας μου ήταν το πάνελ. Τρεις γυναίκες, η συγγραφέας, η μεταφράστριά της και η δημοσιογράφος που συντόνιζε την κουβέντα. Παρουσίες όμορφες, με λόγο συγκροτημένο, με ωραία εναλλαγή ελληνικών και αγγλικών, οικοδόμησαν πολύ ωραία το πλαίσιο γύρω από το βιβλίο, το πώς, το γιατί, τη μεταφορά στα ελληνικά. Μετά, το δεύτερο χτύπημα ήρθε από τη συγγραφέα· μειλίχια, χωρίς καμία έπαρση, εξήγησε γιατί γράφει, γιατί τής αρέσουν οι σκοτεινές ιστορίες, και όλα αυτά χωρίς να έχει περάσει άσχημα παιδικά χρόνια, έχοντας μια κανονική προσωπική και οικογενειακή ζωή χωρίς απωθημένα. Ένας άνθρωπος που απολαμβάνει τη γραφή, που η γραφή αποτελεί για αυτήν ένα μέρος της ζωής της, ένας άνθρωπος που ζει δίπλα με τα βιβλία της.
Τελευταία ελπίδα για την αποδόμηση του νέου σύμπαντος που είχε εγερθεί και ανέτρεπε το πολιτικό θρίλερ που είχα φαντασιωθεί μια ερώτηση της δημοσιογράφου προς τη συγγραφέα: «Και ιστορία… Γιατί επιλέξατε το ιστορικό πλαίσιο;» «Δεν μ ενδιαφέρει να αντιμετωπίσω το παρελθόν σαν κάτι εξωτικό, αλλά θέλω να δω πώς ζούσαν οι άνθρωποι», απάντησε με το τόσο γαλήνιο και ήρεμο ύφος της, δείχνοντας πόσα ιστορικά χιλιόμετρα έχει διανύσει έστω και άθελα της.
Η διάθεση είχε αλλάξει, έπιασα και λίγο κουβέντα με τους γύρω μου, άκουσα και όλες τις ερωτήσεις του κοινού, ακόμα και τις κάπως «περίεργες» (όπως το πώς της φάνηκε η ελληνική μετάφραση· «Δεν μιλάω ελληνικά», απάντησε μάλλον αφοπλιστικά, αλλά περιέβαλε με εμπιστοσύνη τη μεταφράστριά της — ή αν ένα όνομα μιας κατσίκας στο έργο της το εμπνεύστηκε από κάποια… λαϊκή ελληνική δοξασία). Δεν είχε σημασία· δυο ώρες πολύ όμορφες είχαν περάσει.
Θυμήθηκα μια φράση από τα Έθιμα Ταφής:
Είναι άδικο να κρίνεις τους ανθρώπους από αυτά που έχουν κάνει και να μην τους αφήνεις να μιλάνε για τον εαυτό τους.
Αυτό ήταν και το δίδαγμα εκείνης της βραδιάς: πίσω από τις λέξεις που σας συγκινούν ή σας συναρπάζουν, υπάρχουν άνθρωποι που τις έβαλαν στο χαρτί, άνθρωποι ευτυχισμένοι, δυστυχισμένοι, ταλαιπωρημένοι, τσακισμένοι, σε δημιουργική περίοδο. Γνωρίστε τους αν έχετε την ευκαιρία, είναι όμορφο· και, όταν συμβεί αυτό, θα συμβούν και άλλα όμορφα πράγματα στη ζωή σας.