Απώλειες
Αποτελεί κοινό τόπο, αλλά όπως όλοι οι κοινοί τόποι είναι αλήθεια: η ζωή είναι γεμάτη απώλειες. Ακόμη χειρότερα, η δημιουργικότητα είναι ένας δρόμος στρωμένος με πολλούς, μικρούς, καθημερινούς, «θανάτους». Η ίδια η λέξη «δημιουργικότητα», βέβαια, έχει ταυτιστεί με κάτι ευγενές, υψηλό, υποτίθεται πως έχει κατά το μάλλον να κάνει με καλλιεργημένους ανθρώπους, με μέλη του χώρου της τέχνης, όχι με τον αγρότη ή με τον υπάλληλο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η «δημιουργικότητα» αφορά οτιδήποτε ωθεί σε λειτουργία πέραν της επιβίωσης. Αυτή άλλωστε είναι μια ουσιαστική διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα: η επιδίωξη του «ζην» με όρους δημιουργικότητας, με όρους «έρωτα», και όχι απλώς η επιβίωση όπως καθορίζεται από τις βασικές ζωτικές λειτουργίες. Καθώς, για να ζήσουμε, είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχτούμε ότι πρέπει να χάσουμε για να πάμε μπροστά και να εξελιχτούμε, η διεργασία του πένθους καθίσταται κομβική για το αν κάποιος θα πορευτεί τον δρόμο της ζωής, ή αν θα διολισθήσει στην επιβίωση.
Το πένθος αφορά την απώλεια ενός πράγματος στο οποίο είχαμε επενδύσει συναισθηματικά. Πτυχές της πραγματικότητας εισβάλλουν στον ψυχισμό και μας αναγκάζουν να χάσουμε κάτι ή κάποιον που είχαμε, που χρειαζόμασταν και που αγαπούσαμε. Η πραγματικότητα είναι σύμφυτη με την απώλεια σε βαθμό που, πολλές φορές, σχεδόν ταυτίζονται. Για να εξελιχτεί, ο άνθρωπος υφίσταται ματαιώσεις: χρειάζεται πάντα να αφήσει κάτι πίσω, ακόμη και αν αυτό είναι η φαντασίωση που είχε για κάποιον ή για κάτι. Αυτό όμως που κρίνει την πορεία των πραγμάτων είναι το κατά πόσο κατορθώνουμε να αποχωριστούμε εσωτερικά αυτό το «κάτι» ή αν, εντέλει, αρνούμαστε να μπούμε στη διαδικασία του πένθους, διατηρώντας το απολεσθέν ως ακόμη «ζωντανό», υπαρκτό και διεκδικήσιμο. Το «κλειδί» στη διεργασία του πένθους είναι να καταφέρουμε να υπερασπιζόμαστε την αγάπη μας για ό,τι χάθηκε, διατηρώντας παράλληλα την αγάπη μας για τη ζωή, με όλες τις απολαύσεις και τα προβλήματα που εμπεριέχει — αυτό σηματοδοτεί τη συνέχεια.
Από συστάσεως ελληνικού κράτους, ένα πλήθος τραυματικών απωλειών συνοδεύουν την κοινωνία μας (εθνικές, εδαφικές, οικονομικές, πολιτισμικές), απώλειες που δεν καταφέραμε ποτέ να τις διεργαστούμε με όρους πένθους, με αποτέλεσμα να επιβιώνουν σχεδόν αυτόνομα στον ψυχισμό και τη συλλογική μας ταυτότητα και να μας εμποδίζουν τόσο να αναστοχαστούμε ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις —και τον ρόλο μας μέσα σε αυτά—, όσο και να εξελιχτούμε με όρους πραγματικότητας, στο «εδώ και τώρα».
Είναι, σαφώς, δύσκολο να δεχτεί κάποιος ότι χάνει, για παράδειγμα, την εξιδανικευμένη ιδεολογία του: το ίδιο δύσκολο με το να δεχτεί ότι χάνει τον «τέλειο» ερωτικό σύντροφο. Η άρνηση της απώλειας προστατεύει εν μέρει από τον ψυχικό πόνο που ενέχει η παραδοχή της, αλλά αποκλείει την εξέλιξη. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν δεν προλειαίναμε έτσι το έδαφος για κάτι χειρότερο από την ίδια την απώλεια: την καταστροφικότητα. Ο βασικότερος τρόπος διαχείρισης της απώλειας είναι οι λέξεις. Μιλάμε για αυτό ή αυτόν που χάθηκε, και έτσι η απώλεια παίρνει συμβολική μορφή, γίνεται μεταφορά και επιτρέπει στο «απολεσθέν» να «πεθάνει». Σε διαφορετική περίπτωση, ειδικά όταν με αυτό ή αυτόν που χάνεται έχουμε «ανοιχτούς λογαριασμούς», η κυρίαρχη αντίδραση είναι ο θυμός. Είναι σαν να επιβάλλουμε τη θέλησή μας αυτό ή αυτόν που χάνεται, λέγοντας, «Δεν πέθανες, δεν πας πουθενά, αν πρώτα δεν κλείσουμε τους λογαριασμούς μας. Εγώ θα αποφασίσω πότε θα πεθάνεις». Η κατάσταση αυτή είναι πολύ επικίνδυνη, καθώς ο θυμός ενσωματώνεται στον ψυχισμό και η ανάγκη να τιμωρήσουμε το «απολεσθέν» στρέφεται κατά του εαυτού μας: «Είμαι θυμωμένος μαζί σου που πέθανες, θέλω να σε τιμωρήσω, όμως σε έχω ενσωματώσει, είσαι κομμάτι μου, δεν σε αφήνω να φύγεις — οπότε, τιμωρώντας εσένα, τιμωρώ τον εαυτό μου». Σε πολύ προβληματικές καταστάσεις, το μίσος για ό,τι πέθανε στρέφεται κατά του εαυτού με μη αναστρέψιμο τρόπο. Αυτοκτονώντας κάποιος, καταφέρνει επιτέλους να ξεφορτωθεί το μισητό άλλο ή τον μισητό άλλο μια και καλή: δίνεται επιτέλους μια οριστική λύση.
Σε πολιτικό επίπεδο, τα στοιχεία που συνθέτουν την τωρινή συγκυρία είναι από τη μια η «μαμά-Ευρώπη» —που μοιάζει σαν να λέει, «Τελείωσε ο θηλασμός, ήρθε η ώρα να μάθετε να ελέγχετε τις ανάγκες και τη ζημιά σας»— και από την άλλη οι αντιδράσεις σε επίπεδο επίσημης πολιτικής ηγεσίας και πολιτών. Η κυβέρνηση αντιστέκεται στα κελεύσματα της «μαμάς-Ευρώπης» (όπως το νήπιο, που δυσκολεύεται να αποχωριστεί το στήθος της μητέρας και αντιστέκεται να περάσει στο επόμενο αναπτυξιακό στάδιο και να μάθει τον έλεγχο των σφιγκτήρων), ζητώντας ανταλλάγματα για να αποδεχτεί την απώλεια (βλ., π.χ., μείωση του χρέους). Από την άλλη, υπάρχουν πολλές και διαφορετικές αντιδράσεις των πολιτών που συνθέτουν τις αποχρώσεις πένθους και «θανάτου» ως άμυνα έναντι της απώλειας. Υπάρχει μια μεγάλη (όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις και τις αντιδράσεις της όποιας «μεσαίας τάξης») μερίδα ανθρώπων που κατάφερε με πολλές δυσκολίες να ολοκληρώσει τη διεργασία του πένθους και σιγά-σιγά αρχίζει να διαπραγματεύεται την περιφρούρηση της αγάπης για αυτό που χάνεται (π.χ., το κοινωνικό κράτος, όπως το ξέραμε), διατηρώντας παράλληλα την αγάπη για τη ζωή (μέσω της διεκδίκησης για άρση των ανισοτήτων στο ασφαλιστικό σύστημα), ενώ άλλες ομάδες φαίνεται να δυσκολεύονται να πενθήσουν το τέλος της αριστερής ιδεολογίας ως της μόνης και απόλυτης αλήθειας («Δεν φταίει η Αριστερά, φταίει ο Τσίπρας»), ή την απώλεια της ψευδαισθητικής ασφάλειας του «Δημοσίου» και των αιώνιων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Υπάρχουν όμως και εκείνοι, που συντονίζονται με την επίσημη πολιτική ηγεσία και αρνούνται να πενθήσουν το τέλος της αέναης ένωσης με τη «μαμά-Ευρώπη»: θυμώνουν με τους εταίρους που μας στερούν αυτό που είχαμε μέχρι τώρα και γι’ αυτό επιθυμούν να τελειώσει ολοκληρωτικά η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Η φαντασίωση που κυριαρχεί είναι ότι, φεύγοντας, θα καταφέρουμε σημαντικό πλήγμα στη «μαμά-Ευρώπη», θα την εκδικηθούμε αποτελεσματικά — παρεμπιπτόντως, βέβαια, την ίδια στιγμή θα πεθάνουμε: στο Κούγκι. Είναι ακριβώς η ίδια προβληματική με τις ακραίες περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας που φτάνουν στην αυτοκτονία για να απαλλαγούν από την απώλεια. Μια βαθιά καταστροφική και οριζόντια διαβρωτική αντίδραση.
Αν το περασμένο καλοκαίρι μοιραστήκαμε τη συλλογική φαντασίωση «Μένουμε Ευρώπη» και από τότε πενθήσαμε, επαναπροσδιορίζοντας τον εαυτό μας και τις αξιώσεις μας, τώρα πια καλούμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη της υλοποίησής της, προσαρμοσμένη στους περιορισμούς που επιβάλλει η πραγματικότητα. Σε διαφορετική περίπτωση, θα επανέλθουν τα τραύματα του παρελθόντος, όπως πάντα επιστρέφουν στην ελληνική ιστορία, με τη μορφή διχαστικών ερωτημάτων: «Ελευθερία ή θάνατος», «Παπική τιάρα ή τουρκικό σαρίκι» κλπ.
Και γνωρίζουμε καλά πως, όποια απάντηση κι αν δοθεί, δεν θα είναι αρκετή για να αποτρέψει το μοιραίο. Ένας νέος θάνατος θα είναι πια γεγονός.
[ Εικονογράφηση: Νικόλαος Γύζης (1842-1901), Μετά την Καταστροφή των Ψαρών (1869-98) ].