Απόσταγμα της ψυχής
Η εφηβεία είναι μια παράξενη περίοδος, γεμάτη αντιφάσεις, εξάρσεις, ανησυχίες, εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις. Είναι μια περίοδος στην οποία ψάχνουμε αγωνιωδώς να βρούμε ποιοι είμαστε, και η πορεία αυτής της αναζήτησης είναι αυτή που τελικά θα μας διαμορφώσει. Υπάρχει μια εξαίσια συμμετρία σε αυτό, και δεν σκοπεύω να τη χαλάσω προσπαθώντας να την αναλύσω περαιτέρω. Μια από τις τάσεις που αποκτούν σχήμα σε αυτή την περίοδο για πολλά παιδιά είναι η τάση προς τη μελαγχολία· μια μελαγχολία που δεν έχει όμως καμία σχέση με το γνωστό σύμπτωμα ψυχικών διαταραχών — και, προς Θεού, δεν έχει καμία σχέση με την κατάθλιψη, η οποία είναι σοβαρή νόσος και δεν πρέπει να την πιάνουμε στο στόμα μας επί ματαίω. Γι’ αυτό δεν θα χρησιμοποιήσω καν τη λέξη «μελαγχολία». Από εδώ και πέρα, θα μιλάω για «μαυρίλα».
Ήμουν κι εγώ, λοιπόν, παιδί της μαυρίλας. Από τα δεκατέσσερά μου, περίπου, μέχρι τα δεκαεννέα, ήμουν εσωστρεφής (ακόμα είμαι, εδώ που τα λέμε), διάβαζα ΚαμΊ, Σαρτρ, Ντίκενς, Πόε, Μπουλγκάκοφ, Σέξπιρ και Βιάν, άκουγα, μεταξύ άλλων, Doors, Pink Floyd, Sex Pistols, Buzzcocks και Cure, και έκανα μαύρες σκέψεις, που όμως λειτουργούσαν σαν ξόρκι, κι έτσι ποτέ δεν με στοίχειωσαν. Άλλωστε, είχα την τύχη να μην είμαι κολλημένος σε ένα πράγμα, αλλά να κατευθύνω (με τη βοήθεια πολλών καλών ανθρώπων) την εφηβική ενεργητικότητά μου σε διαφορετικούς, μέχρι και αντιφατικούς, τομείς.
Όταν έγινα δεκαεννιά, μια καλή φίλη και συμφοιτήτρια μου έκανε ένα υπέροχο δώρο για τα γενέθλιά μου: τον δίσκο Within the Realm of a Dying Sun (1987) του αυστραλιανού συγκροτήματος Dead Can Dance. Έμεινα άναυδος. Ο πιο σκοτεινός δίσκος που είχα ακούσει ώς τότε ήταν το Pornography (1983) των Cure, αλλά αυτό το πράγμα ήταν απίστευτο: ήταν όχι μόνο σκοτεινότερο, αλλά και βαθύτερο και μελωδικότερο· ήταν περίτεχνο, πολυεπίπεδο και απόκοσμο. Αρχικά άκουσα βέβαια την πρώτη πλευρά, όπου τραγουδούσε ο Brendan Perry, και μαγεύτηκα από τις κλασικές, goth και progressive επιρροές, και φυσικά από την πανταχού παρούσα μαυρίλα. Και μετά γύρισα τον δίσκο από την άλλη πλευρά, και έπαθα σοκ με τη φωνή της Lisa Gerrard και βέβαια με τα κομμάτια, τα οποία, χωρίς να εγκαταλείψουν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα, είχαν αποκτήσει ένα πιο ανατολίτικο, πιο πρωτόγονο ύφος που δεν σε ταξίδευε μόνο τοπικά και χρωματικά, αλλά και χρονικά, σε μακρινές μυστικές υπόγειες στοές παλαιότερων αιώνων.
Το λάτρεψα αυτό το συγκρότημα, και εννοείται ότι προμηθεύτηκα τους παλιότερους δίσκους τους, και πήρα και τον επόμενο, το The Serpent’s Egg (1988). Εδώ συνεχιζόταν το ίδιο σκοτεινό ύφος, με πολλή μαυρίλα και κλασικές και παραδοσιακές (ανατολίτικες) επιρροές, ανάλογα με το ποιος τραγουδούσε. Αυτός ο δίσκος έλιωσε στο πικάπ, όπως και ο προηγούμενος, και όταν ανακοινώθηκε ότι το συγκρότημα θα ερχόταν για συναυλία στο Παλλάς, το 1990, δεν έχασα την ευκαιρία. Και εκεί έπαθα το μεγάλο σοκ.
Βλέπετε, περίμενα να δω επί σκηνής μια διάταξη από συνθεσάιζερ και ίσως μερικά όργανα επικουρικά. Αντ’ αυτών, το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής καταλαμβανόταν από φυσικά όργανα, και μάλιστα μεσαιωνικά, όπως έμαθα αργότερα. Ήταν, για παράδειγμα, η πρώτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα βιέλα με τροχό (ή οργάνιστρο, ή hurdy-gurdy). Ο λόγος ήταν ότι οι Dead Can Dance είχαν έρθει για να προωθήσουν τον καινούργιο τους δίσκο, με τίτλο Aion, που σηματοδοτούσε τη βουτιά τους στα βαθιά νερά της παράδοσης και του Μεσαίωνα. Έτσι, είχαν φέρει μαζί τους μουσικούς που ειδικεύονταν σε αυτό το ύφος, και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από μαγικό. Αν προσθέσετε και το γεγονός ότι δεν είχα ακούσει ποτέ ώς τότε μεσαιωνική μουσική, καταλαβαίνετε τι έπαθα. Εννοείται ότι αγόρασα αμέσως τον δίσκο, που έλιωσε ακόμη περισσότερο από τους υπόλοιπους.
Μετά από λίγους μήνες άρχισα να τραγουδάω σε χορωδίες, και ήρθα σε κοντινή επαφή με τη μουσική της Αναγέννησης και του Μεσαίωνα, και τότε κατάλαβα ότι στον δίσκο εκείνο οι Dead Can Dance δεν είχαν απλώς ενσωματώσει επιρροές από τη μεσαιωνική μουσική, αλλά είχαν συμπεριλάβει και δύο αυθεντικά κομμάτια της περιόδου, και μάλιστα ερμηνευμένα με «αυθεντικό» τρόπο, χωρίς δηλαδή αλλαγές στη μελωδία και τον ρυθμό. Θύμιζαν αρκετά, μάλιστα, ερμηνείες από μουσικά σύνολα που ειδικεύονται στη μεσαιωνική μουσική (όπως έμαθα αργότερα, φυσικά). Τα κομμάτια αυτά ήταν το Saltarello και το The Song of the Sibyl.
Το saltarello είναι χορός με ιταλική προέλευση. Το όνομά του βγαίνει από το ιταλικό ρήμα saltare, που σημαίνει πηδώ. Είναι ζωηρός χορός, και επιβιώνει ακόμη και σήμερα, σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, ως παραδοσιακός χορός. Τα πρώτα δείγματα saltarelli που έχουμε προέρχονται από ένα ιταλικό χειρόγραφο του 14ου αιώνα. Αυτό που έχουν παίξει οι Dead Can Dance είναι το δεύτερο στη σειρά σε αυτό το χειρόγραφο, γι’ αυτό και η κανονική ονομασία του είναι Saltarello no. 2. Η ερμηνεία του αυστραλιανού συγκροτήματος είναι εντυπωσιακά καλή· όχι τόσο γρήγορη όσο άλλες, αλλά πολύ μεστή και δυναμική, και σε παροτρύνει να σηκωθείς να χορέψεις — που είναι και το ζητούμενο, άλλωστε. Είναι, αν θέλετε, η διονυσιακή πλευρά του Μεσαίωνα.
Η απολλώνια (και πιο σκοτεινή, παράλληλα, παρά την υποσυνείδητη σύνδεση μεταξύ Απόλλωνα και φωτός που κάνουμε συνήθως) πλευρά φανερώνεται στο άλλο αυθεντικό κομμάτι του δίσκου, το τραγούδι της Σίβυλλας (πρωτότυπος τίτλος: El Cant de la Sibil-la). Αυτό είναι στην πραγματικότητα κάτι μεταξύ γρηγοριανού μέλους και λειτουργικού δράματος, με προφητικούς στίχους που περιγράφουν τη Δευτέρα Παρουσία. Ψάλλεται σε εκκλησίες της Μαγιόρκας, της Σαρδηνίας και της Καταλονίας από τους μεσαιωνικούς χρόνους μέχρι και σήμερα, και έχει ανακηρυχθεί επισήμως αριστούργημα της παγκόσμιας προφορικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Όπως συμβαίνει πάντοτε με τις ζωντανές παραδόσεις, υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Η αρχαιότερη είναι η λατινική Σίβυλλα, που χρονολογείται από τον 10ο ή 11ο αιώνα. Ο συνηθέστερος τρόπος ερμηνείας, τον οποίο ακολουθούν και οι Dead Can Dance, είναι αυτός του δημοφιλέστατου και σήμερα τύπου κουπλέ-ρεφρέν: ένας τραγουδιστής τραγουδά μία-μία τις στροφές του πολύστροφου ποιήματος, και ανάμεσά τους παρεμβάλλεται η επωδός, που τραγουδιέται από όλους μαζί.
Επειδή, όταν μιλάμε για μουσική, τα λόγια είναι πάντα φτωχά, ακούστε ολόκληρο τον δίσκο στο Spotify ή στο YouTube, κατά προτίμηση με χαμηλό φωτισμό και κλειστά μάτια, ή όπως αλλιώς προτιμάτε. Είναι μια ακόμη απόδειξη ότι η μουσική είναι μία, και ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός, αυτό που μένει δηλαδή στο βάθος, το απόσταγμα της ψυχής, είναι ενιαίος: οι διαχωριστικές γραμμές χαράζονται αυθαίρετα από κάθε λογής εξουσίες μόνο για εγωιστικούς, μικροπρεπείς και εφήμερους λόγους, για πράγματα που δεν έχουν ουσιαστική αξία.
Ας εστιάσουμε, καλύτερα, στο μεγαλείο της τέχνης.
[ Ιερώνυμος Μπος, από το τρίπτυχο «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» (1503-15) ]