Αποστολή στην Ινδία [1]
Πρόσκληση
Η πρόσκληση ήρθε αναπάντεχα, πριν λίγες εβδομάδες, στη διάρκεια ενός γεύματος στο Σάλτσμπουργκ. Όταν ο Τόμας με ρώτησε, «Πώς θα σου φαινόταν να ερχόσουν μαζί μου στο λογοτεχνικό φεστιβάλ της Πούνε» (Pune), το ένστικτο αυτοσυντήρησης και η λογική σκέψη ότι τέτοια ταξίδια χρειάζονται τουλάχιστον μερικούς μήνες (ψυχολογικής κυρίως) προετοιμασίας με ωθούσαν να πω, «Όχι, ευχαριστώ, έχω κανονίσει κάτι». Η αλήθεια όμως ήταν ότι δεν είχα κανονίσει τίποτα. Κοίταξα το ημερολόγιο μου και οι ημερομηνίες που μου ανέφερε ήταν περιέργως, σκανδαλωδώς, άδειες. Η προοπτική να πραγματοποιήσω (επιτέλους!) το πρώτο μου ταξίδι στην Ινδία (όνειρο ζωής, έχοντας μεγαλώσει με τις ταινίες των Ismail Merchant και James Ivory), να προβάλω την ταινία μου Στην Τομή του Χρόνου, να συμμετάσχω σε πάνελ για σημαντικά θέματα με εξαιρετικούς συνομιλητές και να χαζέψω βιβλία και βιβλιοπαρουσιάσεις —με όλα τα έξοδα πληρωμένα από τους διοργανωτές— ήταν άκρως δελεαστική. Εφαρμόζοντας το νέο δόγμα, «Κάνε πράγματα που σε φοβίζουν με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις» (το οποίο είδα προ μηνών τυπωμένο στο t-shirt ενός εφήβου στο Χίθροου και αποφάσισα χωρίς δεύτερη σκέψη να υιοθετήσω), μέχρι το τέλος του γεύματος είχα ήδη απαντήσει θετικά στον Τόμας εκπλήσσοντας τον εαυτό μου περισσότερο κι από εκείνον.
Κάπως έτσι ξεκίνησε ένας μίνι αγώνας δρόμου για την έκδοση βίζας (η οποία πλέον γίνεται ταχύτατα και πολύ εύκολα μέσω του σχετικού ιστότοπου, με κόστος 50 δολάρια), την κράτηση πτήσεων (η British Airways έχει συχνότατες πτήσεις για Βομβάη με κόστος περίπου 350 λιρών, αρκετά χαμηλό σε σχέση με την απόσταση) και ξενοδοχείου (με 50 ευρώ το βράδυ κλείνεις ευρύχωρο δωμάτιο με πρωινό, στο σύγχρονο, καθαρό και φιλόξενο Ramee Grand), και την προετοιμασία των πάνελ, των συζητήσεων και της προβολής. Έχοντας εμπεδώσει τις συμβουλές όλων ανεξαιρέτως των φίλων και συναδέλφων που έχουν πάει ποτέ στην Ινδία («νερό μόνο εμφιαλωμένο»· «να ακούς το “χρατς” όταν σπας την ασφάλεια του καπακιού στο μπουκάλι»· «όχι φρέσκα φρούτα και λαχανικά»· «μόνο μαγειρεμένο φαγητό»· «το διαβατήριο και τα χρήματα σε εσωτερική τσέπη»· «ετοιμάσου για σπρώξιμο, χρώματα και μυρωδιές»), που όλοι ανεξαιρέτως είχαν πάθει διαφόρων μορφών γαστρεντερίτιδες, πακέταρα και ξεκίνησα.
Άφιξη
Η Ινδία είναι αρκετά πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζουμε. Η πτήση Λονδίνο-Βομβάη κρατάει 9 περίπου ώρες (και, αν έχεις την τύχη να πετάξεις με τα νέα Dreamliner, είναι ευχάριστη). Η Ελλάδα έχει διαφορά μόλις δυόμισι ωρών από τη δυτική Ινδία. Ο συνηθέστερος (και φθηνότερος) τρόπος για να φτάσεις στην Πούνε είναι με αεροπλάνο μέχρι τη Βομβάη (γνωστή πλέον ως Μουμπάι, μετά την αποαποικιοποίηση και μετονομασία των ινδικών πόλεων στα πρωτότυπα των τοπικών γλωσσών και διαλέκτων — αν και πολλοί Ινδοί χρησιμοποιούν ακόμα τους εκδυτικισμένους όρους) και από εκεί με αυτοκίνητο ή ταξί στην Πούνε (πρώην Πούνα).
Η ευρύτερη μητροπολιτική περιφέρεια της Βομβάης έχει 21,3 εκατομμύρια κατοίκους και θεωρείται μία από τις βασικές μεγαλουπόλεις του πλανήτη. Η Βομβάη είναι η πιο οικονομικά ανεπτυγμένη και προσοδοφόρα πόλη της Ινδίας —η εμπορική καρδιά της χώρας— και ταυτόχρονα μία απέραντη παραγκούπολη: 9 εκατομμύρια κάτοικοι ζουν στριμωγμένοι σε φαβέλες σαν κι αυτές που πρωταγωνιστούν στο Slumdog Millionaire. Οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες της πόλης αντικατοπτρίζουν αυτές ολόκληρης της χώρας και είναι ορατές παντού.
Έχοντας περάσει από ελέγχους, παραλαβή αποσκευών και μία γρήγορη επίσκεψη στο ανταλλακτήριο συναλλάγματος (απαγορεύεται αυστηρά να εισάγεις ή να εξάγεις ρουπίες), βγήκα από το κτίριο του αεροδρομίου. Ξεπερνώντας το στέρεο κύμα ακραίας υγρασίας και ζέστης, εντόπισα τους τρεις συνταξιδιώτες μου που ήταν στην ίδια πτήση και, μετά από ένα μισάωρο κακής συνεννόησης με τον οδηγό, επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο. Ήταν ήδη 1 τα ξημερώματα. Η διαδρομή από τη Βομβάη στην Πούνε κρατάει τέσσερις ώρες και —έχοντας ακούσει και διαβάσει τα χειρότερα για την κατάσταση του οδικού συστήματος της χώρας— ήταν το κομμάτι του ταξιδιού που με ανησυχούσε περισσότερο. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο επικίνδυνη· απλώς σουρεαλιστική.
Η κίνηση στους δρόμους της Ινδίας είναι λειτουργικά, δομικά και κοινωνικά ίσως το σημαντικότερο και πιο επιδραστικό φαινόμενο, με την έννοια ότι επηρεάζει τους πάντες και τα πάντα και είναι μείζον, αναπόφευκτο κομμάτι της καθημερινότητας. Ταυτόχρονα μπορεί να περιγραφεί μόνο σαν οργανωμένο χάος. Αυτοκίνητα, φορτηγά, μηχανάκια όλων των ειδών, κάρα, νταλίκες, τουκ-τουκ και ποδήλατα ακολουθούν ακαθόριστες και συνεχώς τεμνόμενες πορείες. Αδέσποτα σκυλιά αράζουν στην αριστερή λωρίδα του αυτοκινητόδρομου. Αστυνομικά μπλόκα σταματούν τα αυτοκίνητα και κάνουν αλκοτέστ αμφίβολης σοβαρότητας συνολικής διάρκειας πέντε-δέκα δευτερολέπτων. Την άσφαλτο διαδέχονται τάφροι, τρύπες, χώματα, σαμαράκια. Στα διόδια δεσπόζουν οι ταμπέλες «Μη Φτύνετε». Και παντού ακούγονται κόρνες.
Η κόρνα στην Ινδία λειτουργεί σαν φλας («θα στρίψω»), σαν προειδοποίηση αλλαγής λωρίδας, σαν προειδοποίηση «σφήνας» ή απλώς σαν ενημέρωση: βρίσκομαι πίσω σου, αριστερά σου, δεξιά σου, μπροστά σου. Τις βραδινές ώρες οι αυτοκινητόδρομοι γεμίζουν με φορτηγά και νταλίκες. Στο πίσω μέρος τους έχουν τεράστιες πινακίδες ή ζωγραφισμένο το μήνυμα, «Παρακαλώ χρησιμοποιήστε την κόρνα σας». Τα απλά αυτοκίνητα κάνουν σλάλομ ανάμεσα τους. Εικάζεται ότι οι οδηγοί στην Ινδία έχουν αναπτύξει κάποιου είδους έκτη αίσθηση, δεδομένου ότι γνωρίζουν ακριβώς τι συμβαίνει και ποιος είναι πού χωρίς να χρειάζεται να κοιτάξουν καθρέφτες ή έστω μπροστά τους, αφού οι περισσότεροι στέλνουν μηνύματα στο κινητό, με σύντομες διακοπές για να κοκαλώσουν το αυτοκίνητο όταν βρίσκεται 10 εκατοστά μακριά από άλλο αυτοκίνητο/ποδήλατο/άνθρωπο.
Στη διάρκεια της τετράωρης διαδρομής αντιμετωπίζουμε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως πηχτή ομίχλη την οποία διαδέχεται καταρρακτώδης βροχή. Οι νταλίκες ξεπροβάλλουν μέσα από τα σύννεφα, ενώ διασχίζουμε τεράστιες γέφυρες πάνω από ακαθόριστης φύσης νερά, τα οποία με τη σειρά τους διαδέχονται εξωπραγματικού μεγέθους και έκτασης βιομηχανικές περιοχές. Για αρκετή ώρα νομίζω ότι ζω σε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ευτυχώς, η συζήτηση με τους νέους φίλους μου κυλάει πολύ ευχάριστα (άλλωστε, τίποτε δεν είναι πιο αποτελεσματικό στο να τσιμεντάρει μια παρέα από την κοινή εμπειρία του κινδύνου) και, σε συνδυασμό με την αϋπνία, αρνούμαι να εμπλακώ συναισθηματικά με όσα διαδραματίζονται εκτός του αυτοκινήτου.
Κάπως έτσι το ταξίδι κυλά ομαλά και εντέλει κατά τις 5 το πρωί φτάνουμε στην Πούνε. Όπου και χανόμαστε. Δεν έχει ξημερώσει ακόμα και περιέργως έξω δεν υπάρχει ψυχή. Μετά από μια ημίωρη περιήγηση στα προάστια της πόλης, και μια στάση μες στη μέση του δρόμου, συνειδητοποιούμε ότι χρειαζόμαστε τη βοήθεια του κοινού ή έστω ένα τηλεφώνημα γιατί ο οδηγός δεν γνωρίζει πού ακριβώς πάμε. Λίγα δευτερόλεπτα πριν τελειώσει η μπαταρία του κινητού μου καταφέρνω να βρω το ξενοδοχείο στο Google Maps και κατευθύνω τον οδηγό (ο οποίος εξακολουθεί να παίρνει λάθος στροφές αμφισβητώντας σταθερά τις οδηγίες μου). Με το που βλέπουμε την πινακίδα του ξενοδοχείου, το κινητό μου παραδίδει το πνεύμα. Είναι πεντέμισι το πρωί και σε τεσσερισήμισι ώρες πρέπει να ξυπνήσω για να πάω στο φεστιβάλ, αλλά τουλάχιστον έχω επιτέλους φτάσει.
Και η διαμονή των επόμενων ημερών θα με αποζημιώσει αδρά…
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]