Το απροσδόκητο των θεών

C
Γιώργος Παππάς

Το απροσδόκητο των θεών

«Άλλη μια ανάγνωση του 1821;» θα απορήσεις. «Τώρα που πλησιάζουν τα 200 χρόνια και γίνεται μόδα και επικαιρότητα καθετί που έχει το 1821 στον τίτλο του;» Όχι, θα σου πω, επειδή εδώ έχουμε την ανάγνωση του Κρις, και ο Κρις υπήρξε ένας ιδιαίτερος δικός μας άνθρωπος, μας γνώρισε στις καλύτερες και στις χειρότερες στιγμές μας, ενορχήστρωσε κάποιες από τις καλύτερες αυτές, μας διάβασε διεισδυτικότερα από σχεδόν κάθε άλλο, μας έκρινε, μας θαύμασε, τον εκπλήξαμε και τον απογοητεύσαμε, αργότερα τον κρίναμε και τον επικρίναμε ή τον μνημονεύσαμε παντοτινά ως… τον Κρις, έτσι, με το μικρό του όνομα. Τον φίλο, τον εξέχοντα της βρετανικής αποστολής στην κατοχική Ελλάδα, αυτόν που περπάτησε και με τον Ζέρβα και με τον Βελουχιώτη σε αδιάβατες οροσειρές, αυτόν που προσπαθούσε να μονοιάσει αψίκορους ή υστερόβουλους ή απλά παρορμητικά γενναίους αρχηγούς, αυτόν που αργότερα έγραψε το «Ο Αγώνας για την Ελλάδα, 1941-1949», τη μία αφήγηση που πρέπει να διαβάσει κανείς για τα χρόνια εκείνα. Ο Κρις, που την Ελλάδα και τους Έλληνες τους αγάπησε, και ασχολήθηκε μαζί τους με περιέργεια και αφοσίωση.

Με αυτή την περιέργεια, αλλά και αυτή τη διεισδυτικότητα, ξεκινά ο Woodhouse να ασχοληθεί και με την Ελληνική Επανάσταση, και τα ξεχωριστά που προσφέρει η ματιά του είναι πολλά:

Είναι η ματιά του Βρετανού που μπορεί να αναλύσει καλύτερα από κάθε άλλον την επαμφοτερίζουσα στάση της πατρίδας του απέναντι σ’ έναν λαό που ξεσηκώθηκε ενάντια στη λογική (ή ίσως τελικά ως απόλυτα λογική σύγκλιση πολλών μικρών παγκόσμιων γεγονότων). Αλλά είναι και η ματιά του ανθρώπου που μπορεί να αναδείξει τις ομοιότητες των Επαναστατικών χρόνων με τους χρόνους της Αντίστασης στην Κατοχή, των παράτολμων ηρωισμών και των αυτοκτονικών εμφυλίων συγκρούσεων κάθε περιόδου. Είναι επίσης η ματιά η απεκδυμένη από κάθε τρέχουσα ιστορική γραμμή: εδώ θα ικανοποιηθεί η πατριωτική συνιστώσα από την επαναλαμβανόμενη αναγνώριση της αλλιώτικης πάστας ενός προαιώνιου λαού με ιστορική και θρησκευτική συνέχεια. Αλλά εν μέρει θα ικανοποιηθεί και η γραμμή Λιάκου-Ρεπούση από τις αναφορές σε ελληνικές βιαιότητες και σε αλλοεθνείς καταγωγές προβεβλημένων χαρακτήρων της ελληνικής ιστορίας. Μα είναι και η ιστορική ματιά που κουβαλά μέσα της τον ρομαντισμό του Μπάιρον και του Σέλεϊ (του ραψωδού τού “Hellas”) που κάνανε υπόθεση ζωής, και θανάτου, την Επανάσταση. Είναι, τέλος, μια οπτική ενός ανθρώπου που νοιάζεται τα χώματα και τους ανθρώπους που τα πατούν, κι αν πει λοιπόν και μια λέξη παραπάνω ή αν δει αλλιώς τα πράγματα, οφείλουμε να τον ακούσουμε γιατί είναι ο Κρις, και η γνώμη του οφείλει να λαμβάνεται υπόψη, να συζητείται, να επιδρά.

Για τον Woodhouse η Επανάσταση ξεκινά την ίδια στιγμή που πέφτει η Κωνσταντινούπολη· τη συνέχεια δεν την αμφισβητεί ποτέ: στην πρώτη από τις αναρίθμητες παραθέσεις του Μπάιρον, ο Woodhouse σημειώνει τη γλωσσική γραμμή από τον Κάδμο στα δημώδη άσματα και τη σύγχρονη καθομιλουμένη, και υπογραμμίζει πως η γλώσσα και η όποια (δυσανάλογα μεγάλη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα του 19ου αιώνα) μόρφωση συντηρούσαν τον προβληματισμό του υπόδουλου Έλληνα για το πώς έφτασε εκεί, και το πώς θα φύγει από εκεί. Όπως δεν αμφισβητεί ποτέ την «απροθυμία του ελληνικού λαού να προσαρμόζει τις προσπάθειές του στα όρια του εφικτού, γιατί τότε θα σταματούσε να υπάρχει ως λαός». Το πού οδηγεί αυτό το απροσάρμοστο, το υπενθυμίζει αδιάλειπτα: σε εποποιίες, και σε καταστροφές.

Είναι διεξοδικότατη η ανάλυση και της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Τούρκων, «έναν λαό μη εξοικειωμένο με τις κάθετες διαιρέσεις της ανθρωπότητας» και της ίδιας της έννοιας των συνόρων, ανάλυση απαραίτητη για να εννοηθεί η Ελληνική Επανάσταση εντέλει.

Για τον Woodhouse, η Επανάσταση άργησε όχι επειδή είχε εκφυλιστεί η εθνική συνείδηση, αλλά επειδή η καταπίεση, οι χώροι, τα χρονικά περιθώρια, οι εξωτερικές, φαινομενικά τυχαίες, εξελίξεις, και πολύ λιγότερο τα πρόσωπα, δεν συνέκλιναν κατάλληλα νωρίτερα, σχεδόν ως θεϊκή παρέμβαση. Όπως σημείωνε και ο Σέλεϊ, κι όπως ασπάζεται τελικά ο Woodhouse: «Μορφές με αδιευκρίνιστο και οραματικό περίγραμμα υποδηλώνουν τον τελικό θρίαμβο της ελληνικής υπόθεσης σαν κομμάτι της υπόθεσης του πολιτισμού και της κοινωνικής βελτίωσης».

Ήρωες δεν φτιάχνει ο Woodhouse, γι’ αυτόν ήρωες υπήρξαν στα πρόσωπα απλών ανώνυμων αγωνιστών. Μα είναι αξιοσημείωτο πως τους Φιλικούς, για παράδειγμα, ο Σπυρίδων Τρικούπης ήταν ο πρώτος που τους χλεύασε. Ο Woodhouse πάντως δεν θα αρνηθεί την ικανότητά τους να εξελίξουν την ιδέα τους στο κατάλληλο της εποχής. Το ρομαντικό της φιγούρας του Υψηλάντη το απορρίπτει, για τον Μιαούλη δεν μπορεί να αρνηθεί τον σεβασμό (που εν πολλοίς όμως πηγάζει από τον σεβασμό που είχε αρχικά δείξει ολόκληρος Νέλσον για τον Έλληνα ναυτικό), τον Κολοκοτρώνη τον μελετά ατέλειωτα, ό,τι πλησιέστερο στους οπλαρχηγούς της Αντίστασης αναγνώρισε. Τη θυσία του Διάκου την αντιμετωπίζει με δέος, τη θεωρεί μεγαλειώδη —και υπεισέρχεται εδώ πάλι ο ρομαντισμός του Μπάιρον στην οπτική του—, όπως θαυμάζει και τον ηρωισμό του Μπότσαρη, μα τον Ανδρούτσο τον θεωρεί μιαρό, και το παράτολμο του Παπαφλέσσα το θεωρεί συχνά καταστροφικό. Τις εγχώριες μηχανορραφίες του Μαυροκορδάτου τις συγχωρεί, καθώς του αποδίδει μείζονα ρόλο στην εξωτερική διασύνδεση και αναγνώριση του φερέλπιδος κράτους. Στον Μακρυγιάννη εκτιμά την εξέλιξή του από αγράμματο χωρικό σε θυμόσοφο στρατηγό, και στον Καποδίστρια αναγνωρίζει έναν πεφωτισμένο ηγέτη που μπορούσε να συνομιλεί σαν ίσος προς ίσο με τους ξένους ηγέτες που θα καθόριζαν την τύχη και τα σύνορα της αναγεννημένης Ελλάδας, αλλά αναγνωρίζει κι έναν υπερβολικά συγκεντρωτικό ολιγάρχη, που οι καλές του προθέσεις δεν αντιστοιχούσαν στις άστοχες επιλογές από το οικογενειακό του περιβάλλον — το ίδιο και περισσότερο δηκτικός όμως είναι απέναντι στη φασαριόζικη αντιπολιτευόμενη μειοψηφία που διεκδικούσε το δικαίωμα να θεωρεί πως μόνη της κέρδισε τον πόλεμο (αντίστοιχη σε τόσες άλλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, σε λαϊκίστικες φασαριόζικες μειοψηφίες που επαγγέλλονται μονοπωλιακά αριστερής ή δεξιάς χροιάς πατριωτισμό).

Δεν θα βρεις εδώ κάποια εξουθενωτική εξιστόρηση των πολεμικών γεγονότων· ο Κρις συνοψίζει τα γνωστά, τη γεωγραφία και τη σημασία της ακόμη και για τον χαρακτήρα των οπλαρχηγών, τις νίκες, τη σπασμωδική, μη στρατηγική τουρκική αντίδραση, την έναρξη του εμφυλίου αλλά και την ταχεία υιοθέτηση της λογικής του κράτους, ως αντιπροσώπου του έθνους· την τελμάτωση, τη λαίλαπα του Ιμπραήμ, αλλά και την αλληλουχία διεθνών διπλωματικών εξελίξεων που οδήγησαν στην ανεξαρτησία. Εδώ όμως θα βρεις μια σπανιότατη εξαιρετική ανάλυση των συμπτώσεων και των διαπραγματεύσεων των Μεγάλων Δυνάμεων που οδήγησαν στην τελική (αρχική βασικά) ανεξαρτησία: αναλύει, για παράδειγμα, ο Woodhouse πώς η συγκεκριμένη πολλαπλή εναλλαγή στον βρετανικό πρωθυπουργικό θώκο επέτρεψε να διασωθεί και να θριαμβεύσει η ελληνική υπόθεση (αν ο τουρκόφιλος στρατηλάτης Ουέλινγκτον είχε αναλάβει νωρίτερα, δεν θα μπορούσε να αυθαιρετήσει στην ανάγνωση των εντολών των ανωτέρων του ο φιλέλληνας Κόδριγκτον, πλέοντας κατά μέτωπο στο Ναβαρίνο), επεξηγεί πώς οι μεταβαλλόμενες ευρωπαϊκές εκτιμήσεις για τη χρησιμότητα της επιβίωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμμέσως επέδρασαν θετικά και στην Ελληνική ανεξαρτησία. Και εξηγεί βέβαια πως η Επανάσταση της Ανεξαρτησίας δεν τέλειωσε εκεί: χρειάστηκε τόσες και τόσες δεκαετίες ακόμη (ή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, θα πουν κάποιοι). Εξηγεί όμως και πώς αυτή «η μεγάλη εποχή του κόσμου που αρχίζει ξανά», όπως παιάνισε ο Σέλεϊ στο «Hellas» το 1821, άρχισε όντως στον κόσμο δέκα χρόνια μετά — είχαν αλλάξει πολλά, εξελισσόταν «η ενιαία έκρηξη φιλελευθερισμού και εθνικισμού», οι αυτοδιαθέσεις, ο βαθμιαίος εκδημοκρατισμός. Δεν άρχισε όμως αυτή η εποχή του κόσμου και για την Ελλάδα. (Όπως εκατόν-τόσα χρόνια αργότερα, το 1945, δεν επούλωσε τραύματα η Ελλάδα, δεν περιέθαλψε τα ασθενή σώματα και ψυχές, μα βυθίστηκε σε μια χειρότερη ακόμη Κόλαση).

Όταν ολοκληρώνει την εξιστόρησή του ο Κρις, καλείται να απαντήσει, στον ίδιο του τον εαυτό, πώς πέτυχε αυτό το παρακινδυνευμένο όνειρο ελευθερίας που ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Και σημειώνει:

Η Φιλική Εταιρεία, οι Φαναριώτες, οι φιλέλληνες, οι προύχοντες, οι πολιτικοί, οι ερασιτέχνες και επαγγελματίες στρατιώτες — όλοι αυτοί, μαζί ή χωριστά, δεν θα μπορούσαν ποτέ να πετύχουν ό,τι οι πολιτικοί της Ευρώπης είχαν βαλθεί να αποτρέψουν, χωρίς τη θεϊκή φλόγα που είχε πυρώσει στην καρδιά του ελληνικού λαού στις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι, σε τελική ανάλυση, πέρα από τις αρμοδιότητες του ιστορικού η περιγραφή αυτής της φλόγας. Οι Έλληνες όμως, όντας βαθιά θρησκευόμενοι και πιστοί —όπως ο Μακρυγιάννης— στις παραδόσεις του παρελθόντος τους, θα μπορούσαν να κλείσουν το ζήτημα με τα ίδια λόγια που χρησιμοποιούσε συχνά ο Ευριπίδης κλείνοντας τα έργα του: «Πολλές μορφές παίρνουν τα θεία. Πολλά οι θεοί τελούν ανέλπιστα. Όσα προσδοκήσαμε δεν εκπληρώθηκαν, στο απροσδόκητο βρίσκουν διέξοδο οι θεοί».

Και σε αυτό το υπερβατικό ευτύχημα που αναγέννησε έθνος και γέννησε κράτος, ο Κρις υποκλίνεται και δηλώνει ευτυχής που σε κάποιες μελλοντικές στιγμές του, συμμετείχε.

Το ίδιο ευτυχής δηλώνω κι εγώ, τόσο ως μέλος αυτού του έθνους (και αυτού τού, θλιβερού συχνά, κράτους) όσο και ως αναγνώστης, ως μαθητής.