Άψογη επιφάνεια χωρίς βάθος

C
Χρήστος Γραμματίδης

Άψογη επιφάνεια χωρίς βάθος

Είναι σαφές από πολύ νωρίς στην ταινία «Prisoners» του Ντενί Βιλνέβ ότι ο ξυλουργός που υποδύεται ο Χιου Τζάκμαν είναι άνθρωπος που ξέρει να επιβιώνει: το υπόγειό του είναι γεμάτο από προμήθειες για την περίπτωση που θα γίνει η στραβή, ο ίδιος επαναλαμβάνει στον έφηβο γιο του τη διδαχή του δικού του πατέρα («Να είσαι έτοιμος») και λέει την προσευχή του καθώς το αγόρι πυροβολεί ένα ελάφι που θα αποτελέσει αργότερα το οικογενειακό δείπνο. Όλα αυτά δεν λειτουργούν μόνο σαν προετοιμασία του Τζάκμαν για τα χειρότερα — τον σκληραγωγούν κιόλας απέναντι στο κακό που υπάρχει στον κόσμο. Μοιάζει να φτιάχνει μια νησίδα ασφαλείας γύρω του, που κανείς δεν μπορεί να την προσπελάσει.

Λίγες ώρες μετά το κυνήγι με τον γιο του, ενώ ο Τζάκμαν και η οικογένειά του επισκέπτονται τους γείτονές τους (Βαϊόλα Ντέιβις και Τέρενς Χάουαρντ) την Ημέρα των Ευχαριστιών, και οι δύο οικογένειες συνειδητοποιούν ότι οι νεαρές κόρες τους αγνοούνται. Παρόλο που τίποτε από τα παραπάνω δεν μπορεί να είχε προετοιμάσει τον Τζάκμαν για κάτι τέτοιο, εντούτοις αντιμετωπίζει την κατάσταση με χαρακτηριστική αποφασιστικότητα, λέγοντας στον ντετέκτιβ που έχει αναλάβει την υπόθεση (Τζέικ Τζίλενχαλ) να «βγάλει τον σκασμό» αμέσως μόλις τον συναντά και υιοθετώντας μια δική του, πρακτική προσέγγιση στο πρόβλημα της χαμένης κόρης του. Ωστόσο, ακόμη κι αν παραμένει ανελλιπώς αποφασισμένος, ο Τζάκμαν ποτέ δεν φαίνεται να ελπίζει — είναι λες και η παρούσα κατάσταση επιβεβαιώνει την καχυποψία με την οποία από παλιά έβλεπε τον κόσμο.

Αν και το «Prisoners» προσφέρει μια σειρά από αντιδράσεις στην κοινή δοκιμασία των δύο οικογενειών (από τη σχεδόν κατατονική της γυναίκας του Τζάκμαν μέχρι την αγχώδη αλλά μετρημένη στάση της Ντέιβις και του Χάουαρντ και μέχρι την απύθμενη οργή του Τζάκμαν), το γεγονός ότι το φιλμ επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην τελευταία από αυτές καθορίζει και τη διάθεση, την ατμόσφαιρα που στοχεύει να χτίσει ο Βιλνέβ. Το «Prisoners» φαίνεται στο μάτι όπως το νιώθεις στο στομάχι: η μονότονη Πενσιλβάνια στην οποία εκτυλίσσεται είναι πάντα γκρίζα, συχνά βροχερή και ολίγον παραπαίουσα, με σκοτεινές πολυκατοικίες και ερειπωμένα σπίτια να σηματοδοτούν επιδέξια τόσο τη φτώχεια όσο και την ηθική σήψη (ο διευθυντής φωτογραφίας είναι ο σπουδαίος μάστορας Ρότζερ Ντίκινς, γνωστός για την ικανότητά του να δίνει μια συνταρακτική ομορφιά στην παρακμή). Το φιλμ οραματίζεται έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο η μοίρα εκείνων που πλήττονται από τη βία είναι να ασκήσουν οι ίδιοι μια μέρα βία στους άλλους. Ο Τζάκμαν αντιδρά στην απαγωγή της κόρης του αναζητώντας αδίστακτα τον άνθρωπο που πιστεύει ότι είναι υπεύθυνος και κάνοντας το παν για να τον τιμωρήσει όπως εκείνος κρίνει. Η απόφασή του όμως αυτή δεν είναι «απόφαση» με την έννοια της συνειδητής επιλογής: μοιάζει σχεδόν να λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο με βάση το ένστικτο και την αδρεναλίνη.

Είναι περίεργο το γεγονός ότι, ενώ βλέπουμε μια ταινία με αρκετούς εμφανώς θρησκευόμενους χαρακτήρες (κυρίως ο ίδιος ο Τζάκμαν), δεν υπάρχει σχεδόν καμία σκέψη του σκηνοθέτη να μας δοθεί το ηθικό βάρος πίσω από οποιαδήποτε από τις πράξεις και επιλογές τους. Δεν πρόκειται, νομίζω, για μία εσκεμμένη επίδειξη κυνισμού, αλλά απλώς για παντελή έλλειψη βάθους. Ο σχολαστικός ντετέκτιβ του Τζίλενχαλ αναλύει εξαντλητικά τα «τι» και τα «πώς», αλλά κανείς (κυρίως ο σκηνοθέτης) δεν ασχολείται με τα «γιατί» των πράξεων — με μόνη εξαίρεση έναν βεβιασμένο μονόλογο σε κάποια στιγμή, που θυμίζει τις σκηνές στα κόμιξ όπου ο κακός φαφλατίζει για το πόσο ποταπές είναι οι πράξεις του. Δυστυχώς απουσιάζει από όλα αυτά η υποβλητικά ιμπρεσιονιστική προσέγγιση του Βιλνέβ που είχαμε δει στο «Polytechnique», όπου η αποσπασματική απεικόνιση μιας σφαγής σε πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ κατάφερνε να εγείρει όλα εκείνα τα ανησυχητικά και σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη φύση της βίας που το «Prisoners» αποφεύγει. Με αποτέλεσμα, ενώ ο Βιλνέβ έχει προφανέστατα τις ικανότητες να στήνει και ατμόσφαιρα και δεξιοτεχνικές σεκάνς, όταν κάποιος προσπαθήσει να εντρυφήσει στα επίπεδα της ταινίας, γρήγορα γίνεται σαφές ότι πολύ απλά δεν έχει πολλά, αλλά μόνο ένα: το προφανές.