Αρωγοί της σύγχρονης κοσμοαντίληψης

L
Νίκος Ψαρρός

Αρωγοί της σύγχρονης κοσμοαντίληψης

Νίκος Ψαρρός

Θρησκευτικά

Σκέψεις για τη θέση της διδασκαλίας των θρησκευτικών και των αρχαίων ελληνικών στο ελληνικό πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό σύστημα.

Η συζήτηση έχει ανάψει πάλι για τα καλά στον ελλαδικό χώρο, μόνο που αυτή την φορά δεν περιορίζεται στις επιφυλλίδες των εφημερίδων, τα σαλόνια και τα καφενεία, αλλά έχει κατακλύσει και τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (που έχουν μάλλον αντικαταστήσει από πολλές απόψεις τα κλασικά καφενεία αλλά και τα σαλόνια). Πρόκειται για τη συζήτηση για το μέλλον της διδασκαλίας των θρησκευτικών και των αρχαίων ελληνικών στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το προοδευτικό και μεταρρυθμιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών, επιστημόνων και πολιτών, στην κορυφή του οποίου έχει θέσει κατά τα φαινόμενα εαυτήν η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, τάσσεται αναφανδόν υπέρ της κατάργησης αυτών των μαθημάτων και της αντικατάστασής τους με πιο γενικά γνωστικά θέματα, όπως η θρησκειολογία και η διδασκαλία της αρχαιοελληνικής γραμματείας μέσα από επιστημονικά τεκμηριωμένες μεταφράσεις.

Το γεγονός ότι τα βασικά κείμενα της χριστιανικής θρησκείας που είναι αποδεκτά από όλα τα χριστιανικά δόγματα έχουν είτε μεταφραστεί είτε συγγραφεί εξ ολοκλήρου σε μία ύστερη εκδοχή των αρχαίων ελληνικών, και αποτελούν σε αυτή τη μορφή τη βάση του χριστιανισμού, είναι προϊόν μιας ιστορικής συγκυρίας και δεν αρκεί για να συνδέσει εσωτερικά αυτά τα δύο μαθήματα, ούτε στη μορφή που αυτά διδάσκονται στο σχολείο, ούτε φυσικά στη μορφή που έχουν ως αντικείμενα πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας. Υπάρχουν όμως παρ’ όλα αυτά κοινοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της διατήρησής τους στο σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα, αν και αυτή η διατήρηση θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνοδευτεί από μια ριζική μεταρρύθμιση του τρόπου και του περιεχομένου της διδασκαλίας των δύο αυτών μαθημάτων.

Ας αρχίσουμε από τα θρησκευτικά.

Η μεταρρυθμιστική πρόταση είναι να αντικατασταθούν από ένα μάθημα θρησκειολογίας που θα αποβλέπει στην κατανόηση του φαινομένου της θρησκευτικότητας και στην προώθηση της ανοχής και του αλληλοσεβασμού μεταξύ των θρησκειών και των δογμάτων, και που φυσικά θα έχει χώρο και θα αποσκοπεί σε μια ηθική διαπαιδαγώγηση ανεξάρτητη από τον θρησκευτικό προσανατολισμό των μαθητών. Η ιδέα φαίνεται εκ πρώτης όψεως ελκυστική και είναι και συμβατή με τις επιταγές του συντάγματος περί ανεξιθρησκίας και αμοιβαίου σεβασμού των πολιτών ανεξαρτήτως πολιτικών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων και προσανατολισμών αλλά και με το γενικό αίσθημα χειραφέτησης από τις πνιγηρά αυστηρές και καταπιεστικές εντολές μιας εκκλησίας που προσπαθεί να διατηρήσει και να αναπαραγάγει έναν αυταρχικό, δογματικό και μισαλλόδοξο τρόπο ζωής.

Όμως η αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών με ένα μάθημα που θα έχει ως αντικείμενό του το κοινωνικό φαινόμενο της θρησκείας και της θρησκευτικότητας έχει μόνο τότε νόημα εάν οι μαθητές έχουν μια πρωτογενή και αυθεντική εμπειρία της θρησκείας ως μέρους της προσωπικής τους ζωής, ώστε να είναι σε θέση να κατανοήσουν την οπτική γωνία αυτού του μαθήματος και να αφομοιώσουν κριτικά το περιεχόμενό του. Χωρίς αυτή την εμπειρία, η εισαγωγή του μαθήματος της θρησκειολογίας στη θέση των θρησκευτικών θα είχε τόσο νόημα όσο και η αντικατάσταση της διδασκαλίας των φυσικών επιστημών (φυσική, χημεία, βιολογία) με το μάθημα της επιστημολογίας, η αντικατάσταση της διδασκαλίας των μαθηματικών με το μάθημα της θεωρίας της αριθμητικής και της γεωμετρίας, και η αντικατάσταση της διδασκαλίας των γλωσσών με το μάθημα της γλωσσολογίας. Είναι κατά τη γνώμη μου άμεσα κατανοητό ότι μια τέτοια αντικατάσταση, όχι μόνο δεν θα επέτρεπε την καλύτερη κατανόηση των βασικών αυτών αντικειμένων, αλλά και θα τα μετέτρεπε σε συστήματα δογμάτων απρόσιτων σε κάθε κριτική αντιμετώπιση.

Σε αυτό το επιχείρημα οι υπέρμαχοι της κατάργησης του μαθήματος των θρησκευτικών θα αντιτάξουν ότι σε μια πλουραλιστική και χειραφετημένη κοινωνία η βιωματική εισαγωγή στη θρησκεία δεν ανήκει στις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις της πολιτείας, αλλά στη σφαίρα της προσωπικής εξωσχολικής ζωής των μαθητριών και των μαθητών και θα μπορούσε ή μάλλον θα έπρεπε να οργανωθεί από τις θρησκευτικές κοινότητες στις οποίες ανήκουν. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, η εισαγωγή στη θρησκευτική ζωή θα πρέπει να ανήκει στις αρμοδιότητες των εκκλησιών και των άλλων ομοειδών θρησκευτικών οργανώσεων. Το μάθημα των θρησκευτικών ταυτίζεται έτσι με τη θρησκευτική κατήχηση και την πρακτική εξάσκηση της θρησκείας των μαθητριών και των μαθητών.

Όμως η θέση ότι το μάθημα των θρησκευτικών ήταν και είναι μόνο μια κρατικά διεκπεραιωμένη κατήχηση είναι τόσο ορθή όσο η θέση ότι το μάθημα των φυσικών επιστημών είναι η κρατικά διεκπεραιωμένη μύηση στους κανόνες και τον θεσμικό τρόπο λειτουργίας των επιστημών αυτών. Ακόμα και για τον επιστημονικά αδαή είναι εύκολα κατανοητό ότι η διδασκαλία των επιστημών στο σχολείο δεν αποσκοπεί ούτε στην παραγωγή νέας επιστημονικής γνώσης, αλλά και ούτε στην εισαγωγή στην επιστημονική ερευνητική μεθοδολογία, παρόλο που —ανεξάρτητα από τον βαθμό υλοποίησής της στο υπαρκτό ελληνικό σχολικό σύστημα—  είναι αναμφισβήτητο ότι η ενεργός συμμετοχή των μαθητών στην πρακτική πειραματική εργασία είναι αναπόσπαστο μέρος της διδασκαλίας των επιστημών στο σχολείο, όπως είναι και η ενεργός εξάσκηση στην εφαρμογή μαθηματικών αξιωμάτων (ή η σωματική άσκηση και η συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα και αγώνες). Ο κύριος σκοπός της διδασκαλίας όλων αυτών των γνωστικών αντικειμένων αποσκοπεί στην κατανόηση εκ μέρους των μαθητών του πνεύματος και της φύσης των αντίστοιχων επιστημών και όχι στην εκπαίδευσή τους ως ενεργών επιστημόνων, δηλαδή ως παραγωγών, αξιολογητών και «εφαρμοστών» επιστημονικής γνώσης. Αυτού του είδους η εκπαίδευση ανήκει στην τριτοβάθμια παιδεία, δηλαδή στις ανώτερες και ανώτατες σχολές, πανεπιστήμια, πολυτεχνεία, επαγγελματικές σχολές κλπ. (Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι επιθυμητή ή ακόμα και αναγκαία η ύπαρξη «μεταβατικών» εκπαιδευτικών δομών ανάμεσα στη μέση και την ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, όπως και επίσης ένα σύστημα δυαδικής επαγγελματικής εκπαίδευσης εξειδικευμένων τεχνιτών).

Κατ’ αναλογία, το μάθημα των θρησκευτικών αποσκοπεί στην κατανόηση του πνεύματος και της φύσης της θρησκείας και όχι στη δημιουργία πιστών —  αυτό είναι το αντικείμενο και ο σκοπός της κατήχησης. Το μάθημα των θρησκευτικών αποσκοπεί στην κατανόηση της φύσης του δεσμού του ανθρώπου με το Θείο, δηλαδή στην κατανόηση αυτού που χαρακτηρίζει ο όρος religio (δεσμός). Αποσκοπεί στην κατανόηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης της επικρατούσας μορφής αυτού του δεσμού, η οποία διαμορφώνει όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, ακόμα και τους κρατικούς και πολιτειακούς θεσμούς —από τη θέσπιση των αργιών επάνω στη βάση του θρησκευτικού εορτολογίου μέχρι και την εναπόθεση της δίκαιης και σοφής λειτουργίας του κράτους και των θεσμών του στη Θεία χάρη—,  κάτι που δεν αποτελεί ιδιαιτερότητα του ελληνικού συντάγματος, αλλά απαντάται σε όλα τα συντάγματα και πολιτεύματα που έχουν τις ρίζες τους στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.

Το γεγονός ότι κοινωνία και κράτος διέπονται από ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό πνεύμα είναι προϊόν ιστορικής συγκυρίας. Και είναι ίσως δυνατή (και ιστορικά αναγκαία) η αντικατάσταση αυτού του πνεύματος με ένα άλλο, λιγότερο δογματικό, και πιο αγνωστικιστικό ή και αθεϊστικό. Όμως αυτό δεν θα σήμαινε ότι η σχολική εκπαίδευση θα πάψει να περιέχει ένα μάθημα ανάλογο με το μάθημα των θρησκευτικών, που θα αποσκοπεί στην κατανόηση του πνεύματος αυτού του νέου δεσμού των ανθρώπων με την υπέρβαση της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτού δηλαδή που παραδοσιακά ονομάζουμε θείο. Η θεϊστική ή αθεϊστική θρησκευτική κατήχηση συμφιλιώνει μόνο βιωματικά με τις βασικές αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης: το κακό και το θάνατο. Το (σωστό) μάθημα των θρησκευτικών δίνει όμως τις βάσεις για την κατανόηση αυτής της συμφιλίωσης, εξηγεί τις φαινομενικές αντιφάσεις των Θείων κειμένων και προετοιμάζει τον νέο άνθρωπο να κάνει τις συνειδητές του επιλογές για τη στάση που θα κρατήσει στην υπόλοιπη ζωή του απέναντι σε αυτήν την αντίφαση.

Το ζητούμενο λοιπόν μιας μεταρρύθμισης του μαθήματος των θρησκευτικών δεν είναι η αντικατάστασή του από ένα μάθημα που θα αντικειμενοποιεί και θα αποψυχώνει το βίωμα της θρησκείας, αλλά η επικέντρωσή του στον κύριο σκοπό του —  την κατανόηση του πνεύματος και της φύσης της θρησκείας ως αναπόσπαστου μέρους της κοινωνικής ζωής.

Ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στο δεύτερο ακανθώδες πρόβλημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: το μάθημα των αρχαίων ελληνικών.

Και εδώ ακούγονται φωνές από το μεταρρυθμιστικό και προοδευτικό στρατόπεδο που ζητούν την κατάργησή του και την αντικατάστασή του αφενός με μια πιο εντατική και βαθιά διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και αφετέρου με την εντατικοποίηση της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας των μαθητών (δηλαδή των νέων ελληνικών), το επίπεδο διαχείρισης της οποίας είναι κατά γενική ομολογία κάθε άλλο από ικανοποιητικό. (Εδώ πρέπει ίσως να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί σε αυτό το σημείο εξαίρεση σε σχέση με άλλες χώρες —  το πρόβλημα είναι γενικό).

Κατά τη γνώμη μου, και τα δύο επιχειρήματα κατά της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών είναι λανθασμένα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρώ σωστό τον τρόπο με τον οποίο αυτό το μάθημα εμπεριέχεται σήμερα στο σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα — και φυσικά δεν είμαι ούτε της γνώμης ότι θα έπρεπε να διδάσκεται όπως τον παλιό καλό καιρό που και εγώ υπέφερα από αυτό το μάθημα, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των δασκάλων μας να κινήσουν έστω και λίγο το ενδιαφέρον και την περιέργειά μας.

Ας αρχίσουμε με τη διδασκαλία των νέων ελληνικών.

Η διδασκαλία τους ως μητρικής γλώσσας είναι τόσο σημαντική ώστε να αρχίζει ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση ή και ακόμα πιο πριν, στο νηπιαγωγείο. Και, επειδή η σωστή διαχείριση της γλώσσας ανήκει στα εκ των ων ουκ άνευ για τη διδασκαλία οποιουδήποτε άλλου μαθήματος, αυτή θα πρέπει να έχει φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο ήδη πριν τη μετάβαση στη δεύτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης, δηλαδή το γυμνάσιο. Αυτό σημαίνει ότι, υπό κανονικές συνθήκες, η διδασκαλία των νέων ελληνικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να επικεντρώνεται πλέον στην ενασχόληση με τη νεοελληνική γραμματεία και στην εμβάθυνση των ικανοτήτων των μαθητών να εκφράζονται στη μητρική τους γλώσσα μέσω μαθημάτων γραπτής και προφορικής έκφρασης. Υποθέτω ότι, όπως συμβαίνει και με όλα τα άλλα σχολικά μαθήματα, η διδασκαλία αυτή έχει ένα σημείο ισορροπίας Παρέτο, δηλαδή ένα σημείο βέλτιστης απόδοσης το οποίο δεν αλλάζει όσο και αν εντατικοποιούμε τις προσπάθειές μας. Σε σχέση λοιπόν με τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, στο δημοτικό η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών αποτελεί κάτι ανταγωνιστικό, και στο γυμνάσιο πάλι δεν μπορεί να κερδηθεί τίποτα από την κατάργησή της, υπό την προϋπόθεση η γυμνασιακή διδασκαλία των νέων ελληνικών να βρίσκεται στο ή κοντά στο βέλτιστο σημείο Παρέτο.

Μένει το επιχείρημα ότι η ενασχόληση με την αρχαιοελληνική γραμματεία θα ήταν πιο ωφέλιμη για τους μαθητές απ’ ό,τι η στείρα εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών και ότι επίσης αρκούν για αυτήν την ενασχόληση καλές μεταφράσεις, όπως αρκούν και για την ενασχόληση με άλλες γραμματείες, π.χ. την αγγλική, τη γερμανική ή τη λατινική. Όμως και αυτό το επιχείρημα δεν είναι ισχυρό, διότι, πρώτον, στο σχολείο διδάσκονται και οι σημαντικότερες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, δεύτερον, η εκμάθηση αυτών των γλωσσών αποτελεί μεγάλο μέρος της εξωσχολικής ενασχόλησης των μαθητών και, τρίτον, —όσον αφορά τα λατινικά—,  τα λατινικά αποτελούν το γλωσσικό υπόστρωμα σχεδόν όλων των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών και οπωσδήποτε των πιο «σημαντικών», οπότε η εκμάθηση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής γλώσσας, κυρίως μιας ρωμανικής ή ακόμα και των αγγλικών, δημιουργεί ένα υπόβαθρο που διευκολύνει την εκμάθηση των λατινικών αργότερα στο πανεπιστήμιο. Η εκμάθηση μιας γλώσσας, εκτός από το ότι δίνει τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους φυσικούς ομιλητές της, επιτρέπει από τη μια μεριά την καλύτερη κατανόηση της γραμματείας αυτής της γλώσσας και από την άλλη είτε την πρόσβαση στον αναγνώστη σε βιβλιογραφία που δεν έχει ακόμα μεταφραστεί, είτε έναν έστω και επιφανειακό έλεγχο και μία κριτική στάση απέναντι σε μία μετάφραση.

Βέβαια τα αρχαία ελληνικά είναι μια νεκρή γλώσσα, οπότε η ιδέα της επικοινωνίας με φυσικούς ομιλητές της είναι κάτι άτοπο. Αλλά, όπως και με τις άλλες γλώσσες, η εκμάθησή τους εισάγει αφενός στο πνεύμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας και επιτρέπει αφετέρου την κριτική προσέγγιση στις μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων, ακόμα και αν το επίπεδο στο οποία διδάσκονται στο σχολείο δεν αρκεί για να επιτρέψει την αυτόνομη πρόσβαση σε μη μεταφρασθέντα κείμενα. Είναι κατά τη γνώμη μου προφανές ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι αναγκαίο η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών να αρχίζει από την πρώτη τάξη του γυμνασίου και να εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της φοίτησης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Και από μεθοδικούς λόγους είναι πιο σωστό να προηγείται της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών η ενασχόληση με την αρχαιοελληνική γραμματεία μέσω μεταφράσεων και για να κεντριστεί το ενδιαφέρον των μαθητών αλλά και για να κατανοήσουν ότι η πρόσβαση στην αρχαιοελληνική γλώσσα και γραμματεία γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της εισαγωγής στο περιεχόμενο και τη μεθοδολογία μιας επιστήμης και όχι υπό το πρίσμα της διεύρυνσης του συγχρονικού πνευματικού και γλωσσικού ορίζοντα της μαθήτριας και του μαθητή.

Και τα δύο μαθήματα λοιπόν, τα θρησκευτικά και τα αρχαία ελληνικά, πρέπει να παραμείνουν στον κανόνα των σχολικών μαθημάτων, γιατί και τα δύο είναι απαραίτητα για την κατανόηση εκ μέρους των μαθητών του πνεύματος και της φύσης των δύο βασικών παραγόντων που, μαζί με τις επιστήμες, συνδιαμορφώνουν τη σύγχρονη κοσμοαντίληψη —της θρησκείας και της πνευματικής κληρονομιάς της αρχαιότητας—, καθώς  και για τη δημιουργία μιας κριτικής στάσης απέναντί τους.

[ Εικονογράφηση: Mark Wickline, School Room (2012) ].