Ασφαλιστικό: Μία εισαγωγή [1]

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Ασφαλιστικό: Μία εισαγωγή [1]

Η χρονιά ξεκινά στη χώρα μας με τη συζήτηση για το Ασφαλιστικό και τις «απαιτήσεις» των δανειστών. Ως απαίτηση λογίζεται το αίτημα για μείωση των συντάξεων και τη διατήρηση της περιβόητης ρήτρας «μηδενικού ελλείμματος» για τις επικουρικές συντάξεις. Τα αιτήματα αυτά παρουσιάζονται ως εκδικητικά, ως παράλογες απαιτήσεις (έτσι υπονοεί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός), και καλούμαστε να βάλουμε τις «κόκκινες γραμμές» μας και να αντισταθούμε σε αυτά. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η ανάγκη για μείωση των μισθών (ή αύξηση των πόρων του ασφαλιστικού συστήματος) δεν προκύπτει από την επιθυμία ή τη διάθεση για τιμωρία, αλλά από την πραγματικότητα: το ασφαλιστικό σύστημα δεν έχει αρκετούς πόρους, ώστε να μπορούν να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα όλες οι συντάξεις. Διευκρινίζουμε ότι, μιλώντας για Ασφαλιστικό, στη δημόσια συζήτηση και για τις ανάγκες του παρόντος σημειώματος εννοούμε το συνταξιοδοτικό — η υγειονομική κάλυψη είναι ένα άλλο, πολύ μεγάλο κεφάλαιο, εντελώς διαφορετικό σε φιλοσοφία και σε προβλήματα.

Για να ξεφύγουμε από την εισαγωγική γενικολογία, ας θέσουμε το πρώτο βασικό ερώτημα:

Ποιοι είναι οι πόροι του Ασφαλιστικού;

Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν ως πόρους τις ασφαλιστικές εισφορές που λαμβάνουν από τους σημερινούς οικονομικά ενεργούς πολίτες, την ενίσχυση από τη γενική φορολογία (κρατική επιχορήγηση) και, σε κάποιες περιπτώσεις, πόρους από φορολογία «υπέρ τρίτων» (υποτίθεται και από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων, τα έσοδα αυτά όμως είναι εντελώς περιθωριακά, και ας ανοίγουν μια πολύ μεγάλη συζήτηση). Αυτό που έχει υποτιμηθεί στη δημόσια συζήτηση είναι πόσο σημαντική είναι η κρατική επιχορήγηση. Το κράτος δίνει ένα πολύ μεγάλο μέρος των εσόδων του για την επιχορήγηση των ασφαλιστικών ταμείων — δηλαδή για να καλύψει τη διαφορά ανάμεσα στον βασικό,  υποτίθεται, πόρο τους (τις εισφορές που εισπράττουν) και τις δαπάνες τους (τις λειτουργικές δαπάνες μα, κυρίως, τις συντάξεις που καταβάλλουν). Δηλαδή: τα ταμεία δεν εισπράττουν αρκετές εισφορές ώστε να πληρώνουν συντάξεις, και η διαφορά καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Αυτό μάς οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα:

Τι συνέπειες έχει η βασική εξάρτηση του ασφαλιστικού συστήματος από τον γενικό προϋπολογισμό;

Η απάντηση είναι ότι οι συνέπειες είναι θεμελιώδεις — ανατρέπουν την όλη φιλοσοφία του ασφαλιστικού συστήματος, όπως αυτή ισχύει, και εξαρτούν την πορεία των συντάξεων από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας.

Ας το συγκεκριμενοποιήσουμε αυτό κάπως:

Η βασική φιλοσοφία του ασφαλιστικού συστήματος τις παλαιότερες δεκαετίες ήταν η αλληλεγγύη των γενεών. Δηλαδή, αυτοί που είναι οικονομικά ενεργοί εισφέρουν ένα μέρος από τα έσοδά τους για να διασφαλίσουν τη σύνταξη σε αυτούς που δεν είναι πια οικονομικά ενεργοί λόγω ηλικίας. Επομένως, έπρεπε τα ποσά των συντάξεων να υπολογίζονται με βάση την αναλογία μεταξύ των οικονομικά ενεργών προσώπων, δηλαδή των ασφαλισμένων, και των συνταξιούχων. (Για να απλουστεύσουμε τη συζήτηση στο σημείο αυτό, θεωρούμε ότι και η εργοδοτική εισφορά, αυτή δηλαδή που καταβάλλει ένας εργοδότης στο ΙΚΑ για τον εργαζόμενό του, είναι μέρος του μισθού του εργαζομένου που τρέπεται σε εισφορά για το ασφαλιστικό σύστημα). Όσο περισσότεροι ήταν οι ασφαλισμένοι, τόσο πιο μεγάλες συντάξεις θα μπορούσαν να δίνονται. Όσο λιγότεροι ήταν οι συνταξιούχοι, το ίδιο. Όμως αυτά τα μεγέθη άλλαξαν. Η υπογεννητικότητα των τελευταίων δεκαετιών είχε ως αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η ηλικιακή πυραμίδα και να είναι λιγότεροι, αναλογικά, όσοι βρίσκονται σε ηλικία εργασίας. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου είχε ως συνέπεια να μεγαλώνει το προσδόκιμο όριο ζωής των συνταξιούχων, άρα να μεγαλώνει και ο αριθμός τους σε σχέση με τους ασφαλισμένους. Μεγάλο ρόλο έπαιξε στην Ελλάδα και ένα πλέγμα νομοθεσιών που επέτρεπαν να βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη μεγάλες ομάδες του πληθυσμού και έτσι να μετατρέπονται από δυνάμει ασφαλισμένοι σε συνταξιούχοι, επηρεάζοντας διπλά την αναλογία συνταξιούχων προς ασφαλισμένους εις βάρος των δεύτερων. Για τους λόγους αυτούς, δεν αρκούσαν πια οι εισφορές των ασφαλισμένων — θα έπρεπε να γίνουν δυσβάσταχτες, ώστε να καλύπτουν τις συντάξεις. Και για τον επιπρόσθετο αυτό λόγο έπρεπε, εάν θέλαμε να διατηρήσουμε τις συντάξεις στα ίδια επίπεδα, να εισφέρει και το κράτος από τη γενική φορολογία.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω, ότι έπρεπε να υπολογίζεται η αναλογία συνταξιούχων και ασφαλισμένων ώστε να μπορούν να εξευρεθούν τα ποσά των συντάξεων (αυτό που λέγεται «αναλογιστική μελέτη», που κάνει προβλέψεις για την πορεία του αριθμού ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο μέλλον), για πολλές δεκαετίες δεν γινόταν. Το κράτος αποφάσιζε τα ποσά των εισφορών και των συντάξεων στα τυφλά, απλώς υποκύπτοντας στις πιέσεις των διαφόρων λόμπυ — και αυτό εξαιτίας μίας ακόμη ελληνικής ιδιαιτερότητας: της πολυδιάσπασης των ταμείων. Άλλες εισφορές πλήρωνε ο εργάτης, άλλες ο δικηγόρος, άλλες ο μηχανικός, άλλες ο ταξιτζής, άλλες ο γιατρός, άλλες ο εστιάτορας, άλλες ο δημοσιογράφος (διόρθωση: καμία ο δημοσιογράφος!). Και άλλες συντάξεις έπαιρναν — χωρίς να είναι καθόλου υποχρεωτικό ότι αυτός που έδινε περισσότερες εισφορές έπαιρνε και τη μεγαλύτερη σύνταξη. Σύνταξη χωρίς να έχει προηγηθεί αναλογιστική μελέτη ισοδυναμεί με υπόσχεση για κάτι που δεν ξέρεις αν το έχεις. Το κράτος, δηλαδή, υποσχόταν αυξήσεις στις συντάξεις χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα εάν θα είχε και στο μέλλον τη δυνατότητα να μπορεί να πληρώνει συντάξεις σ’ αυτό το επίπεδο.

Οπότε, ας επιστρέψουμε στις άμεσες συνέπειες που έχει η εξάρτηση του ασφαλιστικού συστήματος από τον προϋπολογισμό: ότι για τα έσοδα του κράτους και το ξόδεμά τους δεν έχουμε πλέον να επιλέξουμε μόνο μεταξύ δημοσίων επενδύσεων, αμοιβών προσωπικού και άλλων λειτουργικών εξόδων του κράτους (άμυνα, κτίρια, υλικό κλπ.), αλλά και μεταξύ του ποσού που θα δαπανηθεί για τις συντάξεις. Έτσι, μια αύξηση στη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων (είτε επειδή αυξάνονται οι μισθοί ή τα επιδόματα θέσεων ευθύνης, είτε επειδή επαναπροσλαμβάνονται οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών και πηγαίνουν στο υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου αμείβονται με καλύτερο μισθολόγιο), μία κάλυψη χρεών οργανισμών που υπάρχουν ή δημιουργούνται (όπως ο οργανισμός που —κάποτε— θα διαχειρίζεται το ρωσικό φυσικό αέριο που θα περνά από τη χώρα μας, αυτό για το οποίο κάποτε ελπίσαμε ότι θα παίρναμε 5 δισεκατομμύρια ευρώ προκαταβολή), όλα αυτά μειώνουν τα ποσά που είναι διαθέσιμα για τις συντάξεις. Για να το ξαναπούμε: η μισθοδοσία για τους σχολικούς φύλακες ή για τις επαναπροσληφθείσες καθαρίστριες δυσκολεύει την κυβέρνηση να καλύψει τις συντάξεις.

Αλλά και κάτι άλλο δυσκολεύει ή διευκολύνει την καταβολή συντάξεων: η γενικότερη πορεία της οικονομίας. Η ανάπτυξη οδηγεί στην αύξηση των φορολογικών εσόδων (χωρίς να πρέπει να αυξηθούν οι φορολογικοί συντελεστές), και η ύφεση, αντιστοίχως, στη μείωσή τους — πέρα από το ότι ανάπτυξη σημαίνει περισσότερος οικονομικά ενεργός πληθυσμός, πληθυσμός που καταβάλλει εισφορές, ενώ ύφεση σημαίνει μεγαλύτερη ανεργία, άρα και στέρηση των εισφορών (όπως και των φορολογικών εσόδων) από τους ανέργους που δεν έχουν την ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν οικονομικά. Άρα το εάν θα έχουμε ανάπτυξη, στασιμότητα ή ύφεση έχει άμεσες συνέπειες στη δυνατότητα του κράτους να πληρώνει συντάξεις — το ύψος των οποίων, όπως είδαμε παραπάνω, είχε καθορισθεί προ κρίσεως χωρίς κανένα λογαριασμό, χωρίς καμία αίσθηση για το εάν θα μπορούσε το κράτος να τιμήσει τις υποσχέσεις του προς τους συνταξιούχους.

Τρίτο ερώτημα:

Δεν είναι κρίμα κι άδικο αυτό;

Επίτηδες το διατυπώνουμε έτσι, επειδή όλοι νιώθουν αδικημένοι με τις αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα: οι συνταξιούχοι, που βλέπουν τις συντάξεις τους να μειώνονται, οι ασφαλισμένοι, που βλέπουν τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση να αυξάνονται, οι μητέρες με ανήλικα τέκνα που θα χάσουν τη δυνατότητα να είναι συνταξιούχοι από τα 50 τους (δυνατότητα που, παρεμπιπτόντως, είχαν μετά από απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ήδη από το 1997 και οι πατέρες), οι εργοδότες που πληρώνουν τη μεγαλύτερη αναλογία εισφορών σε σχέση με τον μισθό στους εργαζομένους τους (για κάθε 100 ευρώ που ξοδεύει ο εργοδότης για τον εργαζόμενο, ζήτημα είναι αν τα 60 ευρώ καταλήγουν στην τσέπη του εργαζομένου).

Η απάντηση είναι, ναι: το ασφαλιστικό σύστημα εμπεριέχει πολλές αδικίες — είναι ίσως από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα θεσμού όπου τα προσχήματα καλύπτουν την πραγματικότητα.

Ας πάρουμε τη βασική, τη θεμελιώδη αδικία: για μία σειρά από λόγους, πολλοί συνταξιούχοι παίρνουν μικρότερη σύνταξη από άλλους συνταξιούχους, μολονότι οι πρώτοι κατέβαλαν περισσότερες εισφορές. Αυτό οφείλεται στην παλαιότερη πολυδιάσπαση των ασφαλιστικών ταμείων (που σήμερα επιβιώνει με τη μορφή κλάδων μέσα στα —μειωμένα στον αριθμό— ταμεία) και σε κάποιες άλλες ιδιαιτερότητες του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος. Ας δούμε τις βασικές:

Ιδιαιτερότητα Πρώτη: δημόσιοι υπάλληλοι.

Στους δημοσίους υπαλλήλους πάντοτε αναγραφόταν ένας μισθός που ελάμβαναν και κάποιες κρατήσεις που υποτίθεται ότι τους γίνονταν. Μόνο που οι κρατήσεις αυτές δεν πήγαιναν σε κάποιο χωριστό κουμπαρά, επειδή το Δημόσιο ήταν ταυτοχρόνως εργοδότης τους, αλλά και φορέας κοινωνικής ασφάλισης: δηλαδή, κάλυπτε τις συντάξεις τους. Έτσι, και χωρίς να φταίνε οι ίδιοι οι υπάλληλοι, το κράτος δεν είχε αίσθηση των υποχρεώσεων που ανελάμβανε, αφού οι κρατήσεις που έκανε ήταν στην πραγματικότητα λογιστικές εγγραφές. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων καθόριζε το ποσό της μηνιαίας σύνταξης ως ποσοστό επί του μισθού που έχει ένας ομοιόβαθμος υπάλληλος που υπηρετεί. Ούτε πόσα χρόνια δούλεψε κάποιος μετρούσαν, ούτε πόσες εισφορές του κρατήθηκαν (έστω και λογιστικά). Αρκεί να έβγαινε με «πλήρη σύνταξη» (η οποία πολλές φορές σήμαινε έξοδο από την ενεργό υπηρεσία στα 50 ή στα 55 του υπαλλήλου, ειδικά εάν προσμετρούσε και «πλασματικά» χρόνια — στρατιωτική θητεία ή σπουδές).

Ιδιαιτερότητα Δεύτερη: χρηματοδότηση με «κοινωνικούς πόρους» (ή, πιο στεγνά και πιο σωστά, με φόρους υπέρ τρίτων).

Τα ταμεία των νομικών, των μηχανικών και άλλα, εκτός από τις εισφορές και την ευθεία κρατική επιχορήγηση, είχαν και άλλους πόρους — ποσοστά από τον φόρο για τη μεταβίβαση ακινήτων ή τα παράβολα για την έκδοση οικοδομικής άδειας, για παράδειγμα. Δηλαδή ο μεροκαματιάρης, που αποκτούσε επιτέλους σπίτι, έπρεπε να δώσει το κατιτίς του για τους πραγματικούς φτωχούληδες του Θεού, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς. Πρωταθλητές στους φόρους υπέρ τρίτων, όμως, είναι οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι δεν καταβάλλουν εισφορές. Το ταμείο τους χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από το «αγγελιόσημο», φορολογία επί κάθε λογής διαφήμισης, η οποία φυσικά επιβαρύνει το διαφημιζόμενο προϊόν και μετακυλίεται εντέλει στον καταναλωτή.

Ιδιαιτερότητα Τρίτη: ταμεία ενός ανώτερου Θεού.

Κάποια άλλα ταμεία, κατά σύμπτωση αυτά που είχαν την πιο ισχυρή συνδικαλιστική εκπροσώπηση, τα ταμεία των συνταξιούχων της ΔΕΗ και του ΟΤΕ (πλέον οι αντίστοιχοι κλάδοι εντός του ΙΚΑ), έχουν ειδική επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, 600 και 500 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η επιχορήγηση αυτή στην περίπτωση των συνταξιούχων της ΔΕΗ αντιστοιχεί σε ποσό πάνω από 15.000 ευρώ ανά συνταξιούχο, σχεδόν δεκαπλάσιο από αυτό που αντιστοιχεί στους συνταξιούχους τού (απλού) ΙΚΑ. Σημειωτέον ότι και οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ μέχρι το 1999 κατέβαλλαν εισφορές/λογιστικές εγγραφές, αφού η ίδια η ΔΕΗ λειτουργούσε ως ασφαλιστικός φορέας τους. Από εκεί ξεκινά και η στρέβλωση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Υπάρχουν και άλλες ιδιαιτερότητες, και άλλες αδικίες. Αλλά υπάρχει και το κρίμα: άνθρωποι που κατέβαλλαν τις εισφορές τους για πολλά χρόνια, γέρασαν και δεν μπορούν πια να δουλέψουν έχουν ως μοναδικό πόρο για να ζήσουν τη σύνταξή τους. Η σύνταξη κόβεται, και οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να ξαναξεκινήσουν να δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα.

Και έτσι πάμε στο τέταρτο (διπλό) ερώτημα:

Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα; Και πώς;

Το διπλό αυτό ερώτημα θα το συζητήσουμε, μαζί με τα επόμενα, στο επόμενο σημείωμα.

[ Εικονογράφηση: Rory Lehrman, Train workers ].