Ασπρόμαυρα χωριά

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Ασπρόμαυρα χωριά

Παρουσιάζοντας, πριν μερικά χρόνια, το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Ράπτη, έγραφα:

Υπάρχει, ενδεχομένως, ένα θέμα κατάταξης της συλλογής διηγημάτων «Χάρτινο Μουσείο Παράξενων Γεγονότων». Όχι τόσο ειδολογικής, μολονότι και εδώ θα ερίζαμε όσοι θα θέλανε να τα τοποθετήσουμε σε τούτο ή σ’ εκείνο το ράφι της βιβλιοθήκης, όσο εντός τής ελληνικής βιβλιογραφίας, του μεγάλου, ή παραφουσκωμένου, λογοτεχνικού μας context. Πώς στέκεται απέναντι στην τρέχουσα παραγωγή; Πώς συνδιαλέγεται μαζί της; Τι συγγένειες έχει, και με ποιους; Τι θα μπορούσε άραγε να συνεισφέρει η κριτικογραφία στο έργο της Μαρίας Ράπτη; Μπορεί να επικοινωνηθεί το «Μουσείο»; Επίσης, ποιες είναι οι ημεδαπές καταβολές των διηγημάτων, των κόσμων που στήνει και χαρτογραφεί η συγγραφέας; Ή θα ήταν τελείως άσκοπο να ψάξουμε την απάντηση σε κάτι τέτοιο; Αλλά, κυρίως και πέρα απ’ όλα τ’ άλλα: απασχολούν όλα αυτά την ίδια τη Ράπτη; Νομίζω πως όχι. Διαβάζοντας τις ιστορίες της, έχεις τη διαρκή, τεταμένη αίσθηση πως εξερευνάς ένα τελείως απομονωμένο πεζογραφικό σύμπαν, ένα σύμπαν εντελώς προσωπικό, με τη δική του γλώσσα, με τις δικές του αναφορές, ή και αυτοαναφορές, ένα σύμπαν με μιαν, ας πούμε, ανυπότακτη ματιά σ’ αυτό που θα ονομάζαμε παζάρι ονείρων — εννοώ απλώς τη λογοτεχνία εν γένει, αυτό το πολύ παλιό, πολύ αρχαίο Μέσο επικοινωνίας. Το βιβλίο για το οποίο μιλάμε σήμερα είναι εν πολλοίς αυτόφωτο και προσωπικό, πολύ πιο αυτόφωτο και προσωπικό από οτιδήποτε άλλο ελληνικό έτυχε να διαβάσω επί αρκετό καιρό. Γι’ αυτό ακριβώς και αφορά πολλούς: κάτι εστιασμένο σε έναν ιδιαίτερο τόπο, πραγματικό ή φανταστικό, πάντα έχει να κάνει με τον καθένα. Γιατί όλοι ζούμε σ’ αυτό τον ιδιαίτερο τόπο.

Τα ίδια πάνω-κάτω θα έγραφα και σήμερα, σε έναν πιθανό πρόλογο για τα «Χειρόγραφα των Σκοτεινών» (Εκδόσεις Αρχέτυπο), όχι συλλογή διηγημάτων πλέον, αλλά νουβέλα: αυτή είναι και η κυριότερη (υπάρχουν και άλλες) διαφορά: η συγγραφέας θέλει πλέον φανερά να αφήσει πίσω της τη μικρή φόρμα και να πειραματιστεί με κάτι εκτενέστερο, συμπαγές και ευρύ, που μέσα του όμως πάλι θα σπέρνει μικρές, αυτόνομες ιστορίες, που όλες μαζί θα υποστηρίζουν το κεντρικό κείμενο — ένα κεντρικό κείμενο που γεννιέται ακριβώς, και πάλι, σε ένα τελείως απομονωμένο πεζογραφικό σύμπαν. Και σε έναν εντελώς ξεχωριστό κόσμο: η Μαρία Ράπτη χαίρεται να επινοεί κόσμους, περιβάλλοντα και μυθολογίες.

Στα «Χειρόγραφα των Σκοτεινών» έχουμε να κάνουμε με μία αστυνομική έρευνα σχετική με τους φόνους μικρών παιδιών σε ένα (απομονωμένο) «τρίγωνο» χωριών, που μένουν αποκλεισμένα από κάθε σύγχρονη επιρροή, περιφραγμένα οικειοθελώς σε ένα ορεινό σημείο που προσφυώς δεν κατονομάζεται — μπορούν να βρίσκονται οπουδήποτε. Οι φόνοι είναι ειδεχθείς και ο απεσταλμένος του νόμου, και κεντρικός ήρωας, σαστίζει μπροστά στην αγριότητά τους, ωστόσο κυρίως σαστίζει από τον ίδιο τον χώρο — από τα Σκοτεινά, τα απομονωμένα χωριά. Η μυστηριακή ατμόσφαιρα (μας φέρνει στον νου τον Μπέλα Ταρ: το βιβλίο είναι απολύτως ασπρόμαυρο), η διαρκής βροχή, οι παράδοξες συνήθειες των κατοίκων, οι αλλόκοτες απαγορεύσεις και οι αλλόκοτες συνήθειες, τα σκληρά έθιμα του τόπου, τον καταβάλλουν και τον αιχμαλωτίζουν, καθιστώντας το έργο του αδύνατο και βαρύ. Την ίδια στιγμή, και καθώς το βιβλίο συναπαρτίζεται από ημερολογιακές καταχωρίσεις του ιδίου αλλά και μίας νεαρής κατοίκου του χωριού, παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας, και των ερευνών, τόσο μέσα από τη δική του οπτική (και πολιτισμική) ματιά, όσο και από αυτήν της γυναίκας: οι δυο τους συνθέτουν μία ιστορία τρόμου, με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, με εμβόλιμα παραμύθια και μυθολογικά στοιχεία, σε ένα θρίλερ μυστηρίου που έχει και πολλές πινελιές γυναικείας λογοτεχνίας, αν και όχι τής συνήθους. Ένα αναπάντεχο συμπίλημα.

Ενδιαφέρον αφήγημα, πρωτότυπο και —επαναλαμβάνουμε— εν πολλοίς ακατάτακτο, παρά τα πάντα απαραίτητα δάνειά του από ελληνικά και ξένα ανάλογα πεζογραφήματα. Από τα πρώτα, μόνο τον Καχτίτση θα θέλαμε να σημειώσουμε, και τον —παρά ταύτα μάλλον άγνωστο στη συγγραφέα— πολύ ενδιαφέροντα Βολιώτη συγγραφέα (και μελετητή-μεταφραστή του Μέλβιλ) Α.Κ. Χριστοδούλου.

Η Μαρία Ράπτη χαράσσει μόνη τον δρόμο της, και με χαρά θα συναντηθούμε ξανά στο μέλλον μαζί της, σε ένα σύνθετο μυθιστόρημα.