Αστερισμός, αστραποβόλημα, σβήσιμο

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Αστερισμός, αστραποβόλημα, σβήσιμο

Όταν το 2006 η συγγραφέας Nadine Sautel θα καταπιανόταν με τη συγγραφή της βιογραφίας του Μικελάντζελο Μπουοναρότι, έξι βδομάδες από τη ζωή του μεγάλου γλύπτη θα έπαιζαν μαζί της κρυφτό. Κι έτσι, διαβάζοντας πριν μερικά χρόνια το βιβλίο της, δεν θα μάθαινα πως ο «θεϊκός καλλιτέχνης» θα τολμούσε να πραγματοποιήσει την απειλή που ξεστόμισε προς τον Πάπα Ιούλιο Β΄. Είχε τότε δηλώσει πως, αν δεν δεχόταν τους όρους του για την πραγματοποίηση του έργου που ανέλαβε, και που δεν ήταν άλλο από την κατασκευή του τάφου του αλαζόνα Πάπα, θα αναχωρούσε για την Κωνσταντινούπολη αποδεχόμενος την προσφορά του Σουλτάνου να σχεδιάσει μια γέφυρα στον Κεράτιο.

Αυτήν ακριβώς την ιστορία θα μας αποκαλύψει τώρα με μοναδικό τρόπο ο Mathias Enard στο ιστορικό μυθιστόρημά του με τον ευφάνταστο τίτλο «Μίλησέ τους για μάχες, για ρηγάδες και για ελέφαντες». Το υπέροχο αυτό βιβλίο αποδίδει στα ελληνικά, με την ίδια επιμέλεια στην οποία μας έχει συνηθίσει σε προηγούμενα έργα της, η Σοφία Διονυσοπούλου. Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις πολύ προσεγμένες Εκδόσεις Στερέωμα, φέρνοντάς μας κοντά σε ένα ακόμα βιβλίο της σύγχρονης γαλλικής λογοτεχνικής σχολής.

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας, πιστός σε κάθε λεπτομέρεια που μπόρεσε να ψαρέψει μέσα από τα βαθιά νερά της ευρωπαϊκής ιστορίας —στοιχεία από βιογραφίες της εποχής, επιστολές του Μικελάντζελο, σχέδια από οθωμανικά και ιταλικά αρχεία—, μας ταξιδεύει πίσω στο 1506, στις έξι τελευταίες εβδομάδες της ανοιξιάτικης και διαχρονικά υπέροχης Κωνσταντινούπολης. Διαβάζοντας αχόρταγα τα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου, ένιωθα πως ο συγγραφέας αποσυνέθεσε μια σειρά από ζωγραφικούς πίνακες, απαθανατίζοντας τους στη συνέχεια με την πένα του, φτιάχνοντας τη δική του ιστορία, πλάθοντας στοιχεία αληθινά και προσθέτοντας μια ισχυρή δόση ποίησης και χρωμάτων από την εποχή της Αναγέννησης.

Στην ιστορία θα μας οδηγεί ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής, με τον οποίο θα σεργιανίσουμε στην όμορφη πόλη, στους δρόμους και τις πλατείες της, στην Αγιά Σοφιά των αρχών του 16ου αιώνα:

Ο Μιχαήλ Άγγελος παραμερίζει το κουρτινάκι της άμαξας και κοιτάζει της δρόμους της Κωνσταντινούπολης να παρελαύνουν στον ρυθμό της πομπής, που συχνά επιβραδύνεται από χαμάληδες και εμπόρους. Οι αποθήκες ξεχειλίζουν από πραμάτειες, τα σπίτια είναι όλα ξύλινα, τα τεμένη των μωαμεθανών, με της φωτερές αυλές πίσω από της εισόδους, αστραποβολούν πάνω στο σώμα της πόλης.

Ο συγγραφέας παρομοιάζει την πόλη με τη Βενετία:

Αυτή η πόλη μοιάζει με τη Γαληνοτάτη, με μυθικές όμως διαστάσεις που όλα πολλαπλασιάζονται επί εκατό. Μια Βενετία που την έχουν αλώσει οι εφτά λόφοι και η ισχύς της Ρώμης.

Ο αφηγητής μας όμως δεν είναι παντογνώστης. Του διαφεύγουν σημαντικά στοιχεία της αλήθειας. Στοιχεία άλλοτε τραγικά και άλλοτε ακαταμάχητα όμορφα, που η άγνοιά τους αφήνει τη ζωή μας στεγνή, απογυμνωμένη από την πραγματική ποίηση. Για την αποκάλυψη αυτής της αλήθειας, ο ταλαντούχος συγγραφέας του βιβλίου θα εισαγάγει μια άλλη παρουσία. Κι έτσι, εμβόλιμα, μέσα από την εξιστόρηση των ιδιαίτερων στιγμών που ζει το δεύτερο αυτό πρόσωπο κοντά στον καλλιτέχνη, αλλά και μέσα από τις ιστορίες που επιλέγει να του διηγηθεί, θα μας αποκαλύψει μια δεύτερη κρυμμένη πτυχή της ιστορίας.

Έχουν κατά καιρούς γραφτεί πολλά σχετικά με τον σκληρό χαρακτήρα του Μικελάντζελο. Ίδια κι εδώ, ο Mathias Enard θα ζωγραφίσει τον μεγάλο γλύπτη (ο Μικελάντζελο θύμωνε αφόρητα όταν τον αποκαλούσαν ζωγράφο) με ίδια σκληρά χρώματα. Θα τον πει ξιπασμένο, θα τον παρουσιάσει εκρηκτικό με έντονα ξεσπάσματα οργής, άπληστο και απαιτητικό. Θα σχολιάσει δε επανειλημμένα πόσο δύσοσμος είναι, μια και «δεν πλένεται ποτέ». Θα βάλει στο στόμα του πικρά λόγια για τους συνομήλικους ομότεχνούς του, τον Αρχιτέκτονα Μπραμάντε και το ζωγράφο Ραφαέλο (ζηλόφθονους τους αποκαλεί, που τον διαβάλουν στον Πάπα), αλλά και τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι (αγροίκος που περιφρονεί την γλυπτική, απεχθής, πρόθυμος να ξεπουληθεί με κάθε τίμημα, με ξεπερασμένες ιδέες για την τέχνη και τη φύση των πραγμάτων, που δεν σκαμπάζει τίποτα ούτε από γλυπτική αλλά ούτε από αρχιτεκτονική!). Ανάμεσα στις περίτεχνες περιγραφές του συγγραφέα, πέρα από εκείνες που αναφέρονται στο τοπίο, ξεχωρίζουμε ακόμα κάποιες που περικλείουν κίνηση και πλαστικότητα:

Εκείνη ή εκείνος χορεύει· χορός ζαρίφικος, συγκρατημένος, όπου το σώμα περιστρέφεται, αναπτύσσεται γύρω από έναν ακίνητο άξονα, δίχως τα πόδια να μετακινούνται. Αργός κυματισμός, λυμένο σχοινί που το πηγαινοφέρνει ο άνεμος. […] Είναι στιγμές που το σαλβάρι αποκαλύπτει τον λεπτοκαμωμένο αλλά δυνατό αστράγαλο, τανυσμένο από την προσπάθεια· η πουκαμίσα, που φτάνει λίγο κάτω απ’ τον αγκώνα, πριν από τα βραχιόλια, αποκαλύπτει ρυθμικά τις προεξοχές των μυών του βραχίονα που ο γλύπτης τον λατρεύει, θεωρώντας τον το ωραιότερο σημείο του σώματος, αυτό που αποτυπώνει καλύτερα την κίνηση, την έκφραση, τη θέληση.

Αναφερόμενος στη μουσική και τον χορό, ο συγγραφέας θέλει τον Μικελάντζελο να παρακολουθεί παθιασμένα, σημειώνοντας για τη μουσική στη Φλωρεντία την εποχή εκείνη:

Προφανώς [επειδή] στον τόπο του η μουσική δεν είναι παρά μια θλιβερή μοναχική δραστηριότητα, και ο χορός δουλειά του αρκουδιάρη ή κάποιων χαροκόπων χωρικών…

Δεν απουσιάζουν όμως και κάποιες άλλες περιγραφές, που προκαλούν εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα. Ιδιαίτερα σκληρές, όπως για παράδειγμα η στιγμή της εκτέλεσης ενός κατάδικου:

Ο δήμιος πλησιάζει, η λεπίδα του σπαθιού του λάμπει για λίγο στον ήλιο. Η απόλυτη σιγή του πλήθους επιτρέπει να ακουστούν το στιγμιαίο σπάσιμο των αυχενικών σπονδύλων, το ξέσκισμα της σάρκας, ο υπόκωφος γδούπος του κεφαλιού στο πλακόστρωτο και ο υγρός παφλασμός του αίματος που ξεχύνεται στο έδαφος.

Σκληρές εικόνες, που συνειρμικά μάς θυμίζουν στιγμιότυπα που απεικόνισε ζωγραφικά ο καλλιτέχνης λίγα χρόνια αργότερα, όπως για παράδειγμα ο αποκεφαλισμός του Ολοφέρνη από την Ιουδίθ, ή ο Δαβίδ και ο Γολιάθ. Αυτό ακριβώς θα σημειώσει και ο συγγραφέας, αναφερόμενος στην Καπέλα Σιστίνα, κατοπινό κολοσσιαίο έργο που φιλοτέχνησε ο Μικελάντζελο:

Θα συναντήσουμε ξανά τα πέντε ασημένια βραχιόλια γύρω από τον λεπτοκαμωμένο αστράγαλο, το φόρεμα με τις πορτοκαλόχρωμες ανταύγειες, τον χρυσαφένιο ώμο και την ελίτσα στη βάση του λαιμού. Το έργο του Μικελάντζελο, τόσο στη ζωγραφική όσο και στην αρχιτεκτονική, χρωστάει πολλά στην Ιστανμπούλ. Η πόλη και η ετερότητά της μετέτρεψαν τη ματιά του· σκηνές, χρώματα, σχήματα θα εμποτίζουν τη δουλειά του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Αναφορά γίνεται επανειλημμένα και στο παράξενο σημειωματάριο που διατηρεί συνέχεια μαζί του ο Μικελάντζελο στη διάρκεια αυτών των έξι εβδομάδων, όπου σημειώνει μόνο σκόρπιες λέξεις: Φανέρωμα, χάραμα, λάμψη. Αστερισμός, αστραποβόλημα, σβήσιμο. […] Σαν παιδί που κρατάει πεισματικά τον θησαυρό του με τα βότσαλα. Ανάμεσά τους, και τρεις ισπανικές, που στριφογυρίζουν στο κεφάλι του σαν μελωδία: Reyes, batallas, elefantes. Λέξεις μεμονωμένες, που θα έχουν νόημα μόνο για τον ίδιο. Ή μήπως όχι;

Όσο για τη γέφυρα, έτσι όπως την οραματίστηκε ο Μικελάντζελο για να ενώσει στον Κεράτιο Κόλπο την Κωνσταντινούπολη με το Πέραν:

Δε θα είναι μια ιλιγγιώδης πασαρέλα αλλά η σύσφιξη των σχέσεων μιας πολιτείας, της πολιτείας των αυτοκρατόρων και των σουλτάνων. Μια στρατιωτική γέφυρα, μια εμπορική γέφυρα, μια θρησκευτική γέφυρα. Μια πολιτική γέφυρα. Ένα έργο εκλεπτυσμένο.

Σ’ αυτό το βιβλίο, αντίθετα με τη βιογραφία της Σοτέλ, ο κεντρικός ήρωας κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη δεν είναι ο Μικελάντζελο. Είναι ένα άλλο πρόσωπο, μια τραγική φιγούρα, ένας Οθωμανός ποιητής, που θα ζήσει αυτές τις έξι εβδομάδες δίπλα στον μεγάλο γλύπτη, για την ιστορία του οποίου όμως δεν θέλω να σας πω τίποτα άλλο. Θα σας αφήσω να την ανακαλύψετε μόνοι σας.